Ο Βασίλης Μαζωμένος έχει δημιουργήσει μία μοναδική σκηνή στο έργο του «Γραμμές» (2016) που θα τη θυμάμαι για πάντα. Ο αστυνόμος που μπροστά στο εξοργισμένο πλήθος γδύνεται και μετατρέπεται σε βορά αποτελεί τη σπουδαιότερη σκηνή του σκηνοθέτη στην καριέρα του.
Ακολούθησε η «Εξορία» και φέτος το «Καθαρτήριο». Ένα έργο ωριμότητας και αισθητικής που μας φέρνει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα και τις παθογένειες του τόπου μέσα από μικρά επεισόδια. Μία βαθιά πολιτική ταινία που για να την αποκρυπτογραφήσεις πλήρως πρέπει να την παρακολουθήσεις παραπάνω από μία φορά. Η ύβρις και η τιμωρία σε πολλαπλά επίπεδα.
Από την πρώτη σκηνή με το «πάτερ ημών» διαφαίνεται μία ξεκάθαρη διάθεση αυτοσαρκασμού της κοινωνίας μας. Υψώνεται ένα πανό με το μήνυμα «Ορθοδοξία ή Θάνατος» και ακούγεται το σύνθημα «Ελλάς, Θρησκεία, Ορθοδοξία», καταδεικνύοντας τον φανατισμό και τη δυναμική της μάζας. Γρήγορα έρχεται ο συσχετισμός με την πανδημία και η σύγκρουση θρησκείας – επιστήμης. Οι αστυνομικοί ως όργανα της «τάξης» περιφρουρούν τον ναό σε μία από τις εικόνες που περιγράφουν πλήρως την υποκρισία και τον εμπαιγμό που έχουμε υποστεί τα τελευταία χρόνια.
Οι συνωμοσιολογίες (πράκτορες του Σόρος και του Μπιλ Γκέιτς) αποδίδονται ακριβώς όπως σε καθημερινές συζητήσεις μέσων ανθρώπων στην εποχή μας. Η κατάσταση έχει ξεφύγει, ωστόσο αρκετοί ακόμα επιλέγουν να εθελοτυφλούν. Ο Μαζωμένος σηκώνει το χαλάκι και φέρνει στην επιφάνεια τα προβλήματα που μας κρατούν πίσω στη συντήρηση ως κοινότητα και κράτος. Η καρικατούρα του Έλβις, τα ξενυχτάδικα, η σήψη που σαν κολλητική ασθένεια μεταφέρεται από άνθρωπο σε άνθρωπο και τον «μολύνει» με συμπτώματα τη νωθρότητα και την παραίτηση.
Στα καλύτερά του ο σκηνοθέτης μιλάει για τη διαφορετικότητα με την οποία βιώνει κανείς τον έρωτα, διακωμωδεί την προσκόλληση στην «Επανάσταση» με αφορμή τους εορτασμούς για τα 200 χρόνια και κάνει ένα κοφτερό σχόλιο για τα νοσοκομεία και το Ε.Σ.Υ. Από εκεί αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές της γραφειοκρατίας και μαεστρικά συνεχίζοντας τη διαδρομή του προχωρά σε ένα βαθιά αντιρατσιστικό ντελίριο και αφήνει ένα γράμμα για την ευθανασία και την αυτοδιάθεση μετά θάνατον. Ποιος άραγε μπορεί να είναι ο ρόλος του καλύτερου φίλου την πιο δύσκολη στιγμή;
Είναι αδιαμφισβήτητα η πιο πλήρης ταινία του Μαζωμένου. Ο δημιουργός έχει διανύσει μία μεγάλη διαδρομή και γνώριζε καλά που ακριβώς πρέπει να τοποθετηθεί και με ποιον τρόπο. Ήθελε εκ προοιμίου να πει τόσα πολλά και τα καταφέρνει με όπλα το στιβαρό σενάριο και τη σκηνοθετική του δεινότητα. Προκαλεί συναισθήματα μέσα από τα συναισθήματα των ηρώων του κι αυτό είναι μία σπουδαία κατάκτηση. Την προηγούμενη εβδομάδα τιμήθηκε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο 35ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου κι ελπίζουμε στο μέλλον να μας επιφυλάσσει ακόμα πιο ευχάριστες εκπλήξεις.