Αρνητικά – κυρίως – συναισθήματα δημιουργούνται στους εργαζόμενους για την αγορά εργασίας στη χώρα, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς».
Η νομικός και διευθύντρια του Ινστιτούτου, Δανάη Κολτσίδα μιλώντας στο TheOpinion εκφράζει το γενικευμένο κλίμα δυσαρέσκειας στον τομέα της εργασίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στην ετήσια έρευνα.
Μισθολογική ανεπάρκεια
Όπως αναφέρει η σημαντικότερη διαπίστωση σχετίζεται με την ανεπάρκεια του μισθού, καθώς το 72% των εργαζομένων δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους με τα χρήματα που παίρνουν.
Δεδομένης της τρέχουσας περιόδου όπου πληθωρισμός και ενεργειακή κρίση «καλπάζουν» με αμείωτο ρυθμό ροκανίζοντας το ελάχιστο εισόδημα των νοικοκυριών, εκφράζεται η ανάγκη στο σύνολο των εργαζομένων για άμεση αύξηση των μισθών.
«Το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων συγκεκριμένα, που αναφέρουν ότι ο μισθός δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες τους, ξεπερνά το 80%, ενώ το 98% των εργαζομένων εν γένει ζητούν αύξηση μισθών», αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Κολτσίδα εξηγώντας ότι κατηγορίες εργαζομένων που παραδοσιακά είχαν μεγαλύτερη ασφάλεια, πλέον έχουν βρεθεί στον αντίποδα.
Μεγάλη απαισιοδοξία
Η δυσαρέσκεια των εργαζομένων είναι διάχυτη στην αγορά εργασίας. Ενδεικτικά η συντριπτική πλειοψηφία του 78% πιστεύει ότι ο εργαζόμενος αδικείται από το εργασιακό καθεστώς της χώρας, ενώ αντίθετα οι εργοδότες ευνοούνται και προστατεύονται.
Ακόμη πιο απογοητευτικό στοιχείο είναι, σύμφωνα με την διευθύντρια του Ινστιτούτου, η πεποίθηση του 51% των ερωτηθέντων που πιστεύουν ότι η συνθήκη αυτή θα χειροτερέψει τα επόμενα χρόνια.
«Πάνω από τους μισούς πιστεύουν ότι η αγορά εργασίας είναι χειρότερη σε σχέση με τα προηγούμενα τρία χρόνια, ενώ δεν ελπίζουν σε βελτίωση», προσθέτει.
Πιο συγκεκριμένα, στην έρευνα καταγράφεται η απογοήτευση ως προς τα δικαιώματα των εργαζομένων και την προστασία των μισθών που θα έπρεπε να έχει εξασφαλίσει η κυβέρνηση αυτά τα χρόνια.
«Κύματα» παραίτησης
Οι παραπάνω συνθήκες, δηλαδή χαμηλοί μισθοί και η απουσία προστασίας των εργαζομένων από το κράτος σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες και συμπεριφορές που καταγράφονται στον εργασιακό τομέα, όπως είναι η αυθαιρεσία των εργοδοτών, οι ώρες εργασίας, αλλά και αυξημένες απαιτήσεις χωρίς τις ανάλογες αποδοχές, οδηγούν τους εργαζόμενους στην παραίτηση.
Σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας 3 στους 4 σκέφτονται την παραίτηση εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών που επικρατούν στον εργασιακό τους χώρο, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό (42%) θα το έκανε για οικονομικούς λόγους, ακόμη κι αν δεν είχε βρει άλλη εργασία, επειδή θα ήταν ασύμφορο να εργάζεται, εξηγεί η κ. Κολτσίδα.
Μάλιστα, ένα ακόμη στοιχείο που έρχεται να προστεθεί στα δεδομένα είναι η επιθυμία παραίτησης των εργαζομένων από ένα τοξικό περιβάλλον, που σημαίνει ότι οι άνθρωποι αναζητούν πλέον και την ποιότητα στην εργασία τους.
«Το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου και το τι απαιτείται σε σχέση με τον μισθό είναι κάτι που προβληματίζει τους εργαζόμενους. 7 στους 10 θεωρούν ότι οι παροχές τους δεν είναι αντάξιες της αμοιβής και έτσι παρατηρείται ένα φαινόμενο προσαρμογής της δουλειάς τους με βάση αυτά που τους παρέχονται. Σταματούν να κάνουν το “κάτι παραπάνω”», υποστηρίζει η κ. Κολτσίδα σε ερώτηση του TheOpinion αναφορικά με το φαινόμενο του “quite quitting” ή αλλιώς της σιωπηλής παραίτησης που εμφανίστηκε στον εργασιακό τομέα παγκοσμίως.
«Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει τις περισσότερες ώρες εργασίας σε εβδομαδιαία βάση στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς, είναι αναμενόμενο να βλέπουμε τους εργαζόμενους, πριν φτάσουν στην παραίτηση, να προσαρμόζουν τις παροχές τους. Εγώ προσωπικά δεν συμφωνώ με τον όρο της “σιωπηλής παραίτησης”, θεωρώ αυτονόητο ο εργαζόμενος να κάνει αυτά που είναι υποχρεωμένος για όσα αμοίβεται», καταλήγει η ίδια.