Γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρρης
Δεν θυμάμαι πότε ήταν η πρώτη φορά που με πήγε ο παππούς μου στην αγορά του Μοδιάνο. Θυμάμαι πάντως ότι πήγαμε για να αγοράσουμε ψάρια, για να τα τηγανίσει η γιαγιά. Στα μάτια ενός πιτσιρικά, προς τα τέλη της δεκαετίας του 80, η αγορά έμοιαζε με μικρό ναό προϊόντων, που μπορούσες να βρεις και να δεις τα πάντα. Φέρνω στο μυαλό μου να κοιτώ με δέος τα πελώρια καβούρια και τις γαρίδες που επεδείκνυαν ως λάφυρα οι φωνακλάδες ψαράδες. Ψάρια κάθε λογής, έλαμπαν πάνω στους γεμάτους πάγο πάγκους.
Λίγο παρακάτω, η μυρωδιά του κρέατος, λιγότερο «ενοχλητική» από εκείνη των ψαριών και ο ήχος των λεπίδων που τα ακόνιζαν μυστακοφόροι κρεοπώληδες, τρόμαζαν ένα παιδί της ηλικίας μου. Ωστόσο οι άνθρωποι που συναντούσε κανείς στα υπαίθρια κρεοπωλεία ήταν τόσο χαμογελαστοί και ζεστοί, που γρήγορα ξεχνούσες τη «σκληρότητα» του επαγγέλματος τους. Οι πλάκες και τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν μεταξύ τους. Πολλά δεν τα καταλάβαινα βέβαια, αλλά χαμογελούσα αμήχανα, γιατί γελούσε και ο παππούς μου. Πρέπει σε εκείνες τις βόλτες στο Μοδιάνο να με χάιδευαν στο κεφάλι πάνω από τριάντα άνθρωποι, ενώ εκείνο το «που είσαι ρε μάγκα» στροβιλίζει στα αυτιά μου μέχρι σήμερα όταν περνάω από έξω.
Εκείνη η περιοχή του Μοδιάνο που σου έμενε ανεξίτηλη στη μνήμη και στη…μύτη ήταν στα μπαχάρια. Παίρναμε, θυμάμαι, κανέλα, κύμινο και θυμάρι από συγκεκριμένο πάγκο και δάφνη με γαρύφαλλο από τον απέναντι. Τους «μπαχαρτζήδες» (έτσι τους αποκαλούσαν οι παλιοί) τους θεωρούσα πιο πολιτισμένους από όλους τους υπόλοιπους της αγοράς, πρώτον γιατί δεν φώναζαν όπως όλοι οι υπόλοιποι και δεύτερον γιατί είχαν μια ηρεμία στον τρόπο που σε εξυπηρετούσαν. Συχνά, μάλιστα, έβαζαν και λίγο παραπάνω από αυτό που αγόραζες ή σου έδιναν και ένα δωράκι. Ένα ματσάκι δεντρολίβανο θα ήταν, λίγο φασκόμηλο ή χαμομήλι, κάτι τελοσπάντων. Το παράχωναν στην τσέπη του παππού, θαρρείς και έκαναν κάποια παράνομη πράξη και εκείνος τους ευχαριστούσε λέγοντας «δεν είναι ανάγκη….». Το έπαιρνε όμως, αν και δεν ήταν ανάγκη.
Όταν βγαίναμε με τον παππού από το Μοδιάνο, πάντα κοιτούσα πίσω μου. Ήθελα να ακούσω ποια φωνή ακούγεται πιο δυνατά, ποια λέξη θα ακούσω τελευταία. Άτυπος διαγωνισμός που τον είχα φτιάξει μόνος μου, μέσα στο μυαλό μου και δεν ξεχνούσα να τον….διοργανώσω στην αποχώρηση μας.
Μετά από τρεις δεκαετίες, η ζωή μου επεφύλασσε ένα περίεργα ευχάριστο παιχνίδι. Ένα κομμάτι της επαγγελματικής μου ενασχόλησης, σχεδόν σε καθημερινή βάση, τελείται απέναντι από τη νότια είσοδο της θρυλικής αγοράς…
Εδώ και χρόνια έβλεπα το κτίριο να αποσυντίθεται, σχεδόν να ρημάζει. Στεναχωριόμουν. Κάτι πέθαινε μέσα μου. Τα νέα της ανακαίνισης του κτηρίου και της επαναλειτουργίας του ήχησαν ευχάριστα στα αυτιά πολλών συμπολιτών μας. Η Στοά Μοδιάνο δεν είναι απλά μία αγορά, δεν είναι απλά ένα επιβλητικό κτίσμα. Είναι πολλά παραπάνω για όσους είχαν την ευτυχία να την περπατήσουν και να τη ζήσουν ως το μεδούλι της με τους μπαμπάδες και τους παππούδες τους. Η νέα «έκδοση» της αγοράς, βέβαια δεν θα είναι ίδια με την παλιά. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι, γιατί η πόλη αλλάζει και κάθε αλλαγή παρασύρει μαζί της τις εικόνες και τις κάνει αναμνήσεις. Δεν είναι πάντα κακό αυτό.
Πάντως εγώ την πρώτη του Σεπτέμβρη, στα εγκαίνια της Αγοράς, θα κρατάω νοερά το χέρι του παππού μου, θα κλείσω τα αυτιά σε οτιδήποτε διαφορετικό από τις φωνές εκείνης της εποχής και θα την περπατήσω όπως τότε….
Στον κυρ Απόστολο
Ο Κωνσταντίνος Σύρρης είναι φιλόλογος και υπηρετεί την ιδιωτική εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια.