Το «Ατσάλι» της Rona Munro «ταξιδεύει» από το Θέατρο Μεταξουργείο στη σκηνή του Θεάτρου Αμαλία, στη Θεσσαλονίκη, για τρεις μόνον παραστάσεις, την Παρασκευή 30/09, το Σάββατο 01/10 και την Κυριακή 02/10.
Η Γιασεμί Κηλαηδόνη -Γιασεμί με -ι για να είναι πιο πιστή η ορθογραφία σε σχέση με το λουλούδι, που αυτό σημαίνει, άλλωστε, το βαπτιστικό της όνομα (Ιάσμη)- ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του έργου το «Ατσάλι»· αυτόν της Φέη, της ισόβιτισσας μάνας.
Η Φέη οδηγείται στον φόνο του «αξιαγάπητου» άνδρα της, σε μια στιγμή ανεξέλεγκτου παρορμητισμού. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή, έρχεται να την επισκεφθεί για πρώτη φορά η κόρη της, Τζόσυ, η οποία ήταν μόλις δέκα χρόνων όταν η μητέρα της σκότωσε τον πατέρα της. Τι θα συμβεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες;
Η Γιασεμί Κηλαηδόνη μιλάει στο TheOpinion για τη θεατρική παράσταση το «Ατσάλι» και τα μηνύματα που αυτή περνά, για τη σχέση της με την τηλεόραση καθώς και για τον πατέρα της, Λουκιανό Κηλαηδόνη.
Το «Ατσάλι» είναι μία δική σας θεατρική επιλογή, όπως και η συνεργασία με την σκηνοθέτιδα, κυρία Νάντια Φώσκολου. Βέβαια, μία επιλογή που σας δικαίωσε, και μετά τη μεγάλη αποδοχή στο θέατρο Μεταξουργείο. Πείτε μας λίγα λόγια για την παράσταση.
Όπως είπατε, το έργο το διάβασα μόνη μου σχεδόν έναν χρόνο πριν ανέβει. Όχι μου άρεσε απλώς, συγκλονίστηκα! Και από το κείμενο ολόκληρο και από τον ρόλο της Φέη, της ισοβίτισσας μάνας που ενσαρκώνω. Και το πρότεινα στη Νάντια.
Με τη Νάντια έχουμε δουλέψει άλλες δύο φορές. Καταρχάς, είχαμε γνωριστεί στη Νέα Υόρκη· εκείνη ζει, κυρίως, και εργάζεται εκεί, εγώ είχα κάνει κάποια σεμινάρια το 2007, είχα ζήσει σχεδόν έναν χρόνο περίπου στη Νέα Υόρκη και έτσι γνωριστήκαμε. Πριν από το «Ατσάλι», είχαμε δουλέψει μαζί σε άλλες δύο παραστάσεις. Η μία ήταν κάποια διηγήματα του Σωτήρη του Δημητρίου κι η άλλη ήταν η «Ελευθερία στη Βρέμη» του Φασμπίντερ. Ένα κείμενο με το οποίο έχει αρκετά κοινά η ηρωίδα. Είναι μία ηρωίδα που επίσης δολοφονεί όχι έναν, δεκαπέντε άτομα. Εκεί δουλέψαμε για δεύτερη φορά με τη Νάντια. Επικοινωνούμε καλά, είμαστε της ίδιας γενιάς· είμαστε γυναίκες, έχουμε έναν κοινό κώδικα αισθητικής κι υποκριτικής, που είναι πολύ σημαντικό, κι έτσι της το πρότεινα. Νομίζω ήταν ο πρώτος άνθρωπος που μου ήρθε στο μυαλό.
Κάναμε πέρυσι την άνοιξη τις πρόβες και ανεβήκαμε για είκοσι παραστάσεις τον Μάη. Δεν το πίστευε κανείς μας, πήγε εξαιρετικά καλά. Επειδή, ξέρετε, η άνοιξη είναι μία περίεργη εποχή για το θέατρο. Αλλά η παράσταση αγαπήθηκε, δηλαδή, τη δεύτερη βδομάδα, ήμασταν γεμάτοι στο Μεταξουργείο. Στόμα με στόμα, που νομίζω για ‘μένα είναι η μεγαλύτερη, έτσι, αξία που έχει μια παράσταση, η μεγαλύτερη νίκη. Γιατί ζούμε σε μία εποχή με μια πληθώρα θεαμάτων και μια πληθώρα πληροφόρησης· συγκλονιστικά μεγάλος ο αριθμός των πραγμάτων που γίνονται και πρέπει να επικοινωνηθούν όλα αυτά.
Όμως, νομίζω ότι η αξία μιας παράστασης -κι αν πραγματικά αρέσει μια παράσταση και μια δουλειά- μπορεί να αργήσει, αλλά σίγουρα θα μιληθεί, θα ακουστεί και θα δουλέψει. Απλώς θέλει υπομονή. Στο «Ατσάλι» αυτό έγινε πολύ γρήγορα. Δηλαδή, πραγματικά, τη δεύτερη βδομάδα δεν είχε θέσεις το θέατρο. Έτσι κι αλλιώς σκόπευα να το επαναλάβω, δεν θα το εξαντλούσα για είκοσι μόνον μέρες. Συνεχίζει τώρα τον κύκλο της.
Και με μεγάλη χαρά, μάς προσκάλεσε, απ’ το Θέατρο Αμαλία, ο Θανάσης ο Κατσίκας, που θέλω να τον ευχαριστήσω πολύ. Που πάντα, κάνει επιλεγμένες παραστάσεις και μετακλήσεις και με χαρά περιμένουμε να δούμε πώς θα φανούμε και στο κοινό της Θεσσαλονίκης. Πιστεύω θα αρέσει η παράστασή μας, γιατί είναι ένα κοινό το οποίο αγκαλιάζει το θέατρο. Νομίζω θα είναι μία ωραία συνθήκη όλο αυτό.
Ενσαρκώνετε τη Φέη. Πρόκειται για μία ισοβίτισσα μάνα, η οποίο οδηγήθηκε στον φόνο του άντρα της. Είναι ένα θέμα που μας ανάγει και στην επικαιρότητα, βέβαια με τα δεδομένα αντιστρόφως ανάλογα. Γιατί πιστεύετε ότι υπάρχει τόση περιπλοκότητα στις ανθρώπινες σχέσεις; Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον στο να διαπράξει έναν φόνο;
Έχει μια πάρα πολύ ωραία ανατροπή το κείμενο και το έργο, που δεν θα ήθελα να προδώσω. Φυσικά, ποτέ δεν είναι ένας λόγος· είναι πάρα πολλοί λόγοι που οδηγούν έναν άνθρωπο σε αυτήν την πράξη. Η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής είναι το μεγαλύτερο ατόπημα που μπορεί να διαπράξει κανείς, όμως «χτίζει» εξαιρετικά η συγγραφέας τον λόγο και τον τρόπο που το κάνει αυτό η Φέη.
Οι σχέσεις είναι περίπλοκες, πάντα έτσι ήτανε… Δυστυχώς νομίζω η εποχή τις κάνει. Θέλω να πω, όλες οι ανθρώπινες σχέσεις περνάνε τις διακυμάνσεις τους, έχουν τις φάσεις τους. Όμως οι σχέσεις των ανθρώπων, νομίζω, δυστυχώς, και λόγω της πανδημίας και λόγω της ταχύτητας της ζωής, έχουν διαστρεβλωθεί ακόμα περισσότερα και δυσκολέψει.
Οι άνθρωποι δεν μιλούν, δεν συζητούν τα προβλήματά τους, και νομίζω είναι ένα από τα βασικά θέματα που θίγει το κείμενο. Οι άνθρωποι πρέπει να επικοινωνούν, να κουβεντιάζουν, να μιλάνε όταν έχουν προβλήματα. Από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σοβαρά, όπως τα θέματα ψυχικής υγείας. Γιατί η Φέη, κακά τα ψέματα, και νομίζω και κάθε άνθρωπος που αφαιρεί μία ζωή, είναι ένας άνθρωπος που χρήζει βοηθείας. Όσο και να λέμε η κακιά η ώρα, ήτανε μία δύσκολη στιγμή… Νομίζω κι εσείς συμφωνείτε, δεν υπάρχει δικαιολογία μόνο και μόνο γιατί «γύρισε το μάτι μου». Συνήθως από πίσω κρύβεται μια αιτία ίσως σοβαρή, που έχει ένα παρελθόν, και γι’ αυτό οι άνθρωποι πρέπει να τα δουλεύουνε αυτά τα θέματα.
Όταν υπάρχουν θέματα, πρέπει να ενθαρρύνονται από το περιβάλλον τους, να ζητούν βοήθεια ή αν δεν μπορούν οι ίδιοι να πάρουν την απόφαση, γιατί δεν είναι πάντα εύκολο, πρέπει το περιβάλλον να είναι υποστηρικτικό και να βοηθάει τους ανθρώπους αυτούς. Είναι υποχρέωση της κοινωνίας μας να το «αγκαλιάζει» και να το βοηθάει αυτό, για να μην έχουμε αυτά τα τραγικά γεγονότα που βλέπουμε.
Είναι ασύλληπτο ότι είμαστε στο 2022 κι ένας άνθρωπος ντρέπεται ή το θεωρεί κακό να απευθυνθεί σε έναν ειδικό. Όπως αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα, που γίνεται ένα ολόκληρο ζήτημα τώρα –και πολύ καλά γίνεται- να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα, αλλά να αποδεχτούμε και τον εαυτό μας για να προχωρήσουμε.
Για να εντρυφήσετε στη ζωή ενός έγκλειστου, ενδεχομένως, χρειάστηκε να έρθετε και σε επαφή με το αντίστοιχο περιβάλλον;
Δεν έκανα τέτοιου είδους προσέγγιση, δηλαδή δεν επισκέφτηκα κάποια φυλακή σε αυτήν τη φάση. Όμως, μίλησα με κάποιους ανθρώπους που έχουν δουλέψει σε φυλακές, όχι ακριβώς σωφρονιστικούς υπαλλήλους, αλλά στο κομμάτι της ψυχοθεραπείας, της στήριξης αυτής.
Αγαπώ πολύ, βλέπω πάρα πολύ σινεμά. Έχω δει πάρα πολύ σινεμά, και ευρωπαϊκό και αμερικανικό. Γενικά αυτοί οι δύσκολοι, περίεργοι, σκοτεινοί ρόλοι με ελκύουν και μου αρέσει να τους παρακολουθώ κι από άλλους συναδέλφους. Οπότε έχω πάρει πολλές εικόνες από ‘κει. Και λογοτεχνία έχω διαβάσει. Η βασική επιρροή, όμως, νομίζω ήταν ο κινηματογράφος. Δεν πας να μιμηθείς, βέβαια, ποτέ κάτι, απλώς παρατηρείς, βλέπεις μια προσέγγιση που κάνει κάποιος άλλος και αυτό το πράγμα το φέρνεις στα δικά σου μέτρα.
Ο σωφρονισμός ως έννοια, εκπληρώνει τελικά τον σκοπό της;
Νομίζω, όχι. Εάν με ρωτάτε για το ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα, όσο μπορώ να ξέρω, μένει στο κομμάτι της τιμωρίας κι όχι του πραγματικού σωφρονισμού.
Η παράσταση, μεταξύ άλλων, πραγματεύεται και τη σχέση μάνας – κόρης. Τα παιδιά πόσο εύκολα μπορούν να συγχωρήσουν τα ατοπήματα των γονέων τους; Κατανοούν εύκολα;
Η συγχώρεση, γενικά, νομίζω είναι μια διαδικασία που παίρνει χρόνο, χρόνια θα έλεγα. Κοιτάξτε, εγώ κατανοώ σε κάποια πράγματα, όχι ατοπήματα, αλλά κάποιου είδους συμπεριφορές, από όταν έγινα κι η ίδια μάνα. Οπότε, κατανοούσα κάποια κομμάτια που αφορούσαν τη σχέση μου με τη μητέρα μου. Αλλά γενικά νομίζω μιλάει για τη συγχώρεση, ότι πρέπει να ακούσουμε τους άλλους για να μπορέσουμε να τους συγχωρέσουμε, να έρθουμε κοντά. Δεν επιτυγχάνετε πάντα, όχι.
Η Φέη επειδή είναι απούσα τόσα χρόνια από τη ζωή της κόρης της, της ασκεί μια επιρροή πολύ σκοτεινή και περίεργη. Στην ουσία, δεν την αφήνει να είναι πολύ ο εαυτός της, κάπως προσπαθεί να την κατευθύνει με τον δικό της τρόπο. Και στο κομμάτι που έχει να κάνει με το παρελθόν.
Είναι πραγματικά εξαιρετικά δομημένοι, από τη Rona Munro, όλοι οι χαρακτήρες. Και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον. Είναι, δηλαδή, τέσσερις ήρωες που έχουν φοβερές σχέσεις, διακλαδωτές ο ένας με τον άλλον και σε όλες τις μορφές εξουσίας, γιατί αυτοί ασκούνε εξουσία, φυσικά, πάνω στους κρατούμενους. Η μάνα ασκεί μια εξουσία πάνω στην κόρη. Η κόρη προσπαθεί κι αυτή να ορθοποδήσει και να ασκήσει τη δική της εξουσία πάνω στη μάνα. Βλέπουμε όλων των ειδών άσκησης επιρροής. Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον. Η νέα σωφρονιστική υπάλληλος, η φύλακας, έχει μια απίστευτη σχέση με τη Φέη. Βλέπει τη μάνα της σε ‘μένα και ζηλεύει όταν εμφανίζεται η κόρη απ’ το παρελθόν, γιατί κάπως χάνει την δική μου εύνοια.
Κυρία Κηλαηδόνι, ποια είναι η σχέση σας με την τηλεόραση; Καθώς, τα τελευταία χρόνια, σας παρακολουθούμε κυρίως να κάνετε θέατρο.
Τελευταία φορά που έκανα τηλεόραση ήταν το 2004 στο Mega, στις «Φιλοδοξίες». Μετά, για πολλά χρόνια, και η ίδια η τηλεόραση είχε απαξιωθεί και στα μάτια των συναδέλφων μου. Όλοι ξέρουμε ότι η μεγάλη επιστροφή στην καλή μυθοπλασία, ας το πούμε έτσι, έγινε τα τελευταία τρία – τέσσερα χρόνια. Οπότε όλοι οι συνάδελφοι άρχισαν να την βλέπουν πια και με άλλο μάτι, οι θεατρικοί ηθοποιοί περισσότερο. Το «πλησίασμα» έγινε και από τη μεριά της τηλεόρασης κι οι ηθοποιοί φυσικά, με την καλή την έννοια, εκμεταλλεύονται την προβολή που παίρνουν.
Δεν έχω αρνητική σχέση, απλώς θεωρώ ότι επειδή έχω κάνει και αρκετά χρόνια θέατρο -έχω μία πορεία πια είκοσι χρόνων- όταν κάνω κάτι, θα ήθελα να είναι κάτι που θα με ενδιαφέρει κι ένας ρόλος που κάτι θα έχει να μου δώσει κι εμένα, πέρα από το κομμάτι της προβολής. Το οποίο είναι πολύ θεμιτό και καταλαβαίνω και πολλά νέα παιδιά, και που συζητάω και βλέπω και την τάση που υπάρχει, ότι θέλουν όλοι να εμφανιστούν στην τηλεόραση, γιατί, κακά τα ψέματα, παίρνεις μια πρόσκαιρη αναγνωσιμότητα. Αλλά είναι πρόσκαιρη, αυτό είναι το θέμα. Είναι δύσκολο αυτό το κομμάτι της τηλεόρασης, θέλει μια διαχείριση.
Ξέρετε, έχω την αίσθηση ότι ανήκετε σε αυτούς που δεν καταχράστηκαν την επωνυμία της οικογένειάς τους. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής σας πορείας, νιώσατε ποτέ ότι έπρεπε να «αναμετρηθείτε» με τα ονόματα Άννα Βαγενά και Λουκιανός Κηλαηδόνης;
Το πιο ουσιαστικό είναι το πώς βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του απέναντι στους γονείς του. Είτε αυτοί είναι επώνυμοι είτε πρόκειται για ένα παιδί το οποίο διαλέγει να κάνει το επάγγελμα του μπαμπά του, που φαντάζομαι αντιμετωπίζει το ίδιο.
Στη δική μας περίπτωση, στα παιδιά των επώνυμων γονιών, είναι μεγαλύτερη η «αναμέτρηση». Αυτό, φυσικά είναι κάτι που απασχολεί, νομίζω, έναν καλλιτέχνη ειδικά στο ξεκίνημά του, μέχρι να βρει το δικό του στίγμα και τη δική του ταυτότητα και πορεία.
Νομίζω όμως, όπως λέτε κι εσείς, δεν το έχω καταχραστεί. Νομίζω ότι διαχωρίζω τον εαυτό μου. Εμπνέομαι πολύ από τους γονείς μου, ως καλλιτέχνες. Είναι τεράστια πηγή έμπνευσης κι αυτό είναι πάρα πολύ σπουδαίο και πολύ ωραίο ένα παιδί να το ‘χει ζήσει από κοντά.
Ξέρετε, αυτό με απασχόλησε στις αρχές…. Ήταν κάτι το οποίο δούλευα χρόνια μέσα μου, γιατί είχα δει και όλο αυτό το κομμάτι που λέτε ακριβώς: των δυσκολιών, της αναμέτρησης, τι περνάει ένα παιδί. Το είχα καταλάβει. Και νομίζω ότι πήρα την απόφαση αρκετά συνειδητά.
Δεν μπορώ να μην ρωτήσω… Τι είναι αυτό που σας λείπει περισσότερο από την απουσία του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη ζωή σας;
Μου λείπει ο Λουκιανός, τόσο απλά. Μου λείπει όλο αυτό το πράγμα που ήταν αυτός ο άνθρωπος. Πάρα πολύ… Δυστυχώς η απουσία δεν συνηθίζεται ποτέ. Ο πόνος είναι διαφορετικός, αλλά η απουσία, νομίζω, δεν συνηθίζεται ποτέ. Μην σας πω ότι και μετά από χρόνια γίνεται πιο δύσκολη και μεγαλύτερη. Γιατί τώρα μεγαλώνω, περνάω κι εγώ άλλες φάσεις τις οποίες εκείνος δεν είναι παρών για να τις δει. Το κομμάτι της μητρότητας ·δεν βλέπει την κόρη μου και θα ήθελα πολύ να είναι παρών και σε αυτές τις στιγμές της ζωής μου. Γιατί είχα, και έχω την τύχη, να είμαι παιδί μιας πολύ αγαπημένης και δεμένης οικογένειας, πράγμα επίσης πάρα πολύ σπάνιο και για τον χώρο, να το πούμε αυτό. Δηλαδή, οι γονείς μας, έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά και το βλέπω τώρα ούσα κι εγώ μαμά. Υπήρξαμε, κι είμαστε ακόμη, μια δεμένη οικογένεια και καταφέραμε αυτό και το κρατήσαμε, παρόλη την κατάσταση που υπάρχει στον χώρο της τέχνης και του θεάματος. Μου λείπει πολύ ο μπαμπάς μου, γιατί ήμασταν μια ομάδα. Και οι τέσσερις ήμασταν μια γροθιά.
INFO
Θέατρο Αμαλία – To «Ατσάλι»
Παρασκευή 30/09, Σάββατο 01/10, Κυριακή 02/10
Ώρα έναρξης: 21.00
Προπώληση Εισιτηρίων: Θέατρο Αμαλία
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Συγγραφέας: Rona Munro
Μετάφραση: Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη
Σκηνοθεσία: Νάντια Φώσκολου
Σκηνογραφία: Αλέγια Παπαγεωργίου
Ενδυματολόγος: Βασιλική Σύρμα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική: Γιάννης Καραγιάννης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σίμος Στυλιανού
Φωτογραφίες : Κέλλυ Φώσκολου
Ερμηνεύουν: Γιασεμί Κηλαηδόνη, Κατερίνα Παπαδάκη, Ανδρέας Κωνσταντινίδης, Ασπασία
Μπατατόλη
Προβολή και επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου-We Will