Τέσσερα χρόνια πέρασαν από τον ξαφνικό χαμό του Τζίμη Πανούση. Του Τζιμάκου όπως τον φώναζαν και τον ήξεραν όλοι. Οι φίλοι, οι γνωστοί και οι χιλιάδες θαυμαστές του. Τέσσερα χρόνια που σίγησε μια από τις πιο δυνατές φωνές αυτής της χώρας.
Ο Τζιμάκος ήταν ένας απλός άνθρωπος που αγαπούσε τη μουσική και τον λαό. Δεν ήταν σταρ, ούτε συμπεριφερόταν σαν τέτοιος. Αυτό θυμάται από τον φίλο και συνεργάτη του ο Βασίλης Κοκκώνης, ο άνθρωπος που βρέθηκε δίπλα του από το 2010 ως μέλος της μπάντας του και πιο συγκεκριμένα ως ντράμερ.
Ο ίδιος περιέγραψε στο TheOpinion πως βίωσε τη συνεργασία τους, αλλά και πως ήταν ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο. «Η δικιά μου συνεργασία με τον Τζίμη ξεκίνησε το 2010. Από τότε μέχρι και τον χαμό συνεργαζόμουν μαζί του. Γνωριστήκαμε στην Αθήνα, που κάναμε κάποιες ελάχιστες πρόβες για να εμφανιστούμε στην Πετρούπολη, στο Θέατρο Πέτρας, σε μια συναυλία που έγινε για αλληλεγγύη στον Σίμο Σεϊσίδη». Ο Πανούσης εκείνο το διάστημα ήθελε να αλλάξει το σχήμα του και να δώσει μια πιο ροκ – μέταλ αύρα. Η πρόταση έγινε μέσω του Στέλιου Φράγκου, κιθαρίστα του υπάρχοντος σχήματος. «Είπα μισό λεπτό να το σκέφτω…Ναι»!
«Μου άρεσε πάρα πολύ μουσικά ο Τζίμης Πανούσης. Η μουσική που παρουσίαζε ήταν αμάλγαμα από πάρα πολλά πράγματα. Μπορεί να άκουγες από δημοτικό μέχρι funk, ροκ, τζαζ, Μπόσα Νόβα. Όλα τα είδη σε ένα, που κάτι τέτοιο δεν έχει ξανά εμφανιστεί στην Ελλάδα», σημειώνει ο Βασίλης και προσθέτει πως γι’ αυτόν, είναι ο τελευταίος αρχαίος Έλληνας. «Είχε την αληθινή έννοια του σάτυρου. Και τη σκέψη και τον λόγο». Άλλωστε όπως λέει, είναι τόσο πλούσια η ελληνική γλώσσα ακόμα και σε αυτό το κομμάτι, που επιτρέπετε στην σάτιρα. «Θυμάμαι μου έλεγε ‘Βασίλη εγώ σοβαρά μιλάω, απλά κάνω πλάκα’».
Από την πρώτη εκείνη φορά που έπαιξαν μαζί, δε θα ξεχάσει τον κόσμο. Ένα «βουνό κόσμου» που ακουγόταν σαν ένα ολόκληρο γήπεδο.
«Ήταν άνθρωπος πανέξυπνος, ετοιμόλογος μέχρι αηδίας. Πάντα είχε μια ατάκα έτοιμη για τα πάντα. Πολύ ευαίσθητος. Σε μένα φέρθηκε πολύ καλά. Ήταν ψυχούλα». Ένας άνθρωπος που έπαιζε για τη «φανέλα», ήρεμος, που δεν μετέδιδε το άγχος ή την αγωνία του στους συνεργάτες του. Σύμφωνα με τον Βασίλη, πάντα έψαχνε έναν τρόπο να γελάνε οι γύρω του, ακόμα και στις αναποδιές. «Ήμασταν μια παρέα, σαν οικογένεια».
«Θυμάμαι πριν γίνει το δημοψήφισμα του 2015, μου έλεγε ότι πίστευε πολύ στον λαό. Δηλαδή παρόλο που ο Έλληνας είναι λίγο της καλοπέρασης πίστευε ότι είχε κριτική σκέψη και έχει περάσει πολλά».
Όπως μου λέει θυμάται πολλές στιγμές από live, από την παράσταση Mnimonium και μετά που συνεργάστηκαν. «Μια αστεία στιγμή, ήταν όταν παίζαμε το ‘Παιδί του σωλήνα’ κάπου στη Λάρισα, το οποίο είναι συγκινητικό και κλείναμε την παράσταση με αυτό πριν το ‘Σουζάνα’ ή το ‘Ευρώπη’, και σε κάποια φάση ένα ζευγάρι ανέβηκε στη σκηνή και χόρευε μπλουζ. Σουρεαλισμός τελείως. Ήταν απίστευτο το πως εκδηλωνόταν ο κόσμος. Είτε ήμασταν στην Κρήτη, είτε στην Κύπρο, λέγανε ‘σε εμάς θα έρθετε για φαγητό ή μπίρες’ και αυτό που μας έλεγε ο κόσμος στο τέλος ήταν ‘ να είστε καλά μας κάνατε και γελάσαμε, το είχαμε ανάγκη’».
Αυτή την εποχή ο Τζιμάκος λείπει πιο πολύ από ποτέ. Αυτό δε το λέει μόνο ο Βασίλης, το λένε πολλοί και έχουν δίκιο. «Θεωρούσε τον εαυτό του stand up comedian που πλαισιωνόταν από την μουσική», πολλά χρόνια πριν γίνει «μόδα» κάτι αντίστοιχο.
«Συγκινητική στιγμή για μένα επίσης ήταν όταν είχα την τιμή να παίξω με τις ‘Μουσικές Ταξιαρχίες’, όταν έγινε η επανασύνδεση και βρέθηκαν μετά από 35 χρόνια. Ήταν ο Δασκαλοθανάσης, ο Δρόλαπας, ο Πάζιος, όλη η μπάντα κανονικά πλην του Βέκιου, που εκείνη την περίοδο είχε πεθάνει δυστυχώς». Ο Βασίλης αναπολεί εκείνη την περίοδο που δούλεψε σκληρά για να μην απογοητεύσει τον Πανούση και την μπάντα. «Θυμάμαι ήμασταν τις πρόβες και έπρεπε να παίξουμε ένα τραγούδι με ένα γύρισμα στην αρχή και το έκανα ακριβώς όπως αυτός. Θυμάμαι ότι κοιτούσαν ο ένας τον άλλο με χαμόγελα και γύρισαν και με κοίταξαν. Περίμεναν τον Βέκιο και είδαν εμένα. Άρεσε και στον κόσμο θεωρώ».
Η δυσκολότερη στιγμή κι αυτή που δε θα ξεχάσει ποτέ, ήταν τότε στο Κύτταρο, την 1η Δεκεμβρίου του 2017. «Παίζαμε το ‘Σουζάνα’ και πάνω στο πρώτο κουπλέ που λέει ‘η πουτάνα η ζωή’, σβήνει και πέφτει κάτω. Δεν έχω ξανά ζήσει κάτι τέτοιο». Ο θάνατός του στις 13 Ιανουαρίου 2018, στιγμάτισε τόσο τον ίδιο όσο και όλους όσους τον αγάπησαν. Και ήταν πολλοί. Κάθε ηλικίας, φύλου, κοινωνικής τάξης και καταγωγής. «Ήταν λαϊκός άνθρωπος. Όταν έλεγε ότι αγαπούσε τον λαό, το εννοούσε. Έλεγε αυτά που ήθελε να πει ο μέσος Έλληνας».
Ήταν προφητικός ο Πανούσης. Για παράδειγμα ο Βασίλης αναφέρει το τραγούδι «Το τελευταίο ζεϊμπέκικο στην Αθήνα»:
«Μπροστά στο κοινοβούλιο, στον άγνωστο στρατιώτη,
δίπλα απ’ τον κήπο του Όθωνα με τσαγανό ιππότη,
το τελευταίο ζεϊμπέκικο χορεύω στην Αθήνα
που μαραζώνει η άρρωστη σε μαύρη καραντίνα
Θα πάρω σβάρνα τις σκοπιές, τα δόλια τσολιαδάκια
και τα πρεζόνια τα φρικιά θα ‘χω στα παλαμάκια
να μου πετάνε σύριγγες, γαρδένιες και μολότωφ
κι ο Αρκουδέας με τα ματ να κάνουνε σεκόντο
Μες στου Ζαλόγγου τις στροφές, σωσμένος δυναμίτες,
θα πέσω στους περίεργους, τους εμπριμέ πολίτες,
στον τελευταίο μου χορό με το σπαθί στο στόμα
θέλω να γίνει μακελειό πριν να θαφτώ στο χώμα».
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι πέρασαν τέσσερα χρόνια από την κηδεία του. Μου λείπει πάρα πολύ. Χάσαμε τον Τζίμη, τον φίλο μας, την παρέα, τη δουλειά. Όλα μαζί, μέσα σε μια μέρα». Ο Βασίλης Κοκκώνης, αναφέρει πως θα ήθελε πολύ να έβλεπε τι θα έλεγε για τις σημερινές συνθήκες που βιώνουμε. «Προς το τέλος έλεγε πως δεν χρειαζόταν να κάνουμε αστεία, μπορούσαμε απλά να βγαίνουμε και να λέμε τις ειδήσεις».
Ο Τζίμης Πανούσης λάτρευε τη μουσική, τα κρουστά, τη μέταλ, ήταν πολύ καλός φίλος, πίστευε στην ισότητα και προστάτευε τους συνεργάτες του. Πίστευε ότι το πιο δύσκολο πράγμα ήταν να κάνεις τον κόσμο να γελάσει και όμως τα κατάφερνε πολύ καλά. Τα καταφέρνει ακόμα είναι η αλήθεια και ίσως αυτός είναι ο λόγος που (μας) λείπει τόσο πολύ σήμερα και φαίνονται απίστευτα αυτά τα τέσσερα χρόνια που δεν είναι ανάμεσα μας.