Τα σπορ ήταν, από τότε που θυμάται τον εαυτό του, η ζωή του όλη! Από το ποδόσφαιρο, στις αλάνες του Ευόσμου κι από ‘κει στην «πορτοκαλί θεά», που μετά από χαρές, απογοητεύσεις, δυσκολίες αλλά και πολύ πείσμα, σκληρή δουλειά, υπομονή κι επιμονή, έμελλε να του αλλάξει την ζωή.
Μιλώντας στο TheOpinion o «Xάτζη» κάνει τον απολογισμό της καριέρας και διαδρομής του στον χώρο του μπάσκετ. Από τις γειτονιές του Ευόσμου, μέχρι να γίνει πρωταθλητής Ευρώπης τόσο με την «Επίσημη Αγαπημένη» όσο και με την ομάδα που όπως σημειώνει έπαιξε «το πιο ολοκληρωμένο μπάσκετ της καριέρας του», τον Παναθηναϊκό.
Ο λόγος για τον 116 φορές διεθνή με την Εθνική ανδρών Νίκο Χατζηβρέττα, που μετά από μία άκρως επιτυχημένη καριέρα εντός των τεσσάρων γραμμών, έχει πλέον αναλάβει τον απαιτητικό ρόλο του Διευθυντή αλλά και προπονητή της ακαδημίας ΔΕΚΑ που παρά την σχετικά σύντομη ιστορία της, έχει τραβήξει τα βλέμματα όλης της Ελλάδας με τα ασύλληπτα κατορθώματά της.
Ο Νίκος Χατζηβρέττας σε μία σπάνια «βουτιά» στο χρονοντούλαπο της δικής του μπασκετικής ιστορίας, που πρέπει να διαβάσουν όλοι οι νέοι επίδοξοι μπασκετμπολίστες.
Μικρός είχες ασχοληθεί αρχικά με το ποδόσφαιρο προτού ξεκινήσεις το μπάσκετ; Αληθεύει η πληροφορία ότι νονός σου είναι ο Ντίνος Κούης;
«Ναι σωστά, νονός μου είναι ο Ντίνος Κούης. Εδώ στον Εύοσμο, μικροί παίζαμε όλοι ποδόσφαιρο στον Αγροτικό Αστέρα, δεν υπήρχε κάτι άλλο. Η τοπική κοινωνία του Ευόσμου ήταν πολύ δεμένη με τον Αγροτικό Αστέρα εκείνα τα χρόνια. Το ποδόσφαιρο κυριαρχούσε και η ομάδα ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής των ανθρώπων εδώ πέρα. Μετά το έπος του 1987 πολλοί στραφήκαμε στο μπάσκετ και έτσι προέκυψε για μένα ο Αίας Ευόσμου. Ξεκίνησα από το παιδικό τμήμα της ομάδας. Πήγαινα για λίγο καιρό παράλληλα και στα δύο αθλήματα μέχρι την στιγμή που επέλεξα το μπάσκετ. Στον Αγροτικό έπαιζα δεξί μπακ θυμάμαι (γέλια).»
Πολλά παιδιά της «χρυσής γενιάς» του 2005 δεν αποτελούσαν από τα πρώτα τους βήματα μέλη των Εθνικών ομάδων. Πώς το εξηγείς αυτό;
«Αυτό είναι αλήθεια. Η γενιά μας επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αντίστοιχη του 87′ που σημαίνει ότι πολλά παιδιά στράφηκαν στο μπάσκετ, οπότε ο ανταγωνισμός ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Υπήρχε μία εξαιρετική φουρνιά που είχε κατακτήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα εφήβων και πολλά παιδιά ήμασταν εκτός αυτής της ομάδας όπως π.χ. ο Παπαλουκάς, ο Ντικούδης και άλλοι παίχτες δεν ήμασταν μέσα στις κλήσεις της παίδων ή της εφήβων της ηλικίας μας.»
Το γεγονός αυτό, της μη κλήσης δηλαδή στην Εθνική ομάδα, έβαζε «ταβάνι» στα όνειρα των παιδιών αυτών αλλά και σε σένα προσωπικά;
«Όχι τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Παίζαμε γιατί αγαπούσαμε πολύ το μπάσκετ. Υπήρχαν ομάδες σε μικρότερες κατηγορίες, τοπικές ή ομάδες της Β’ και Γ’ κατηγορίας, που ήταν πολύ οργανωμένες, που είχαν ρομαντικούς παράγοντες, οι οποίοι οργάνωναν πολύ όμορφα την κατάσταση και τα παιδιά αυτά δούλευαν πολύ και έπαιζαν. Ήταν μέλη αντρικών ομάδων από πολύ μικρή ηλικία όπως κι εγώ που έπαιζα από τα 14 σε ανδρική ομάδα, σε πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον, το οποίο σε «έσπρωχνε» για να γίνεσαι διαρκώς καλύτερος. Και πάντα είχες ένα κίνητρο μπροστά σου γιατί το μπάσκετ ήταν τότε σε πολύ υψηλό επίπεδο. Και των ομάδων της Α1 αλλά και των Εθνικών κατηγοριών και είχες πάντα ένα υψηλό κίνητρο να προσπαθείς. Σίγουρα χρειαζόσουν λίγο τύχη και να σε ευνοήσουν και οι συγκυρίες για να πάρεις την ευκαιρία. Αυτό ήταν το σημαντικό ότι αυτές οι ομάδες στις χαμηλότερες κατηγορίες σε ετοίμαζαν να είσαι περισσότερο έτοιμος όταν θα σου δινόταν η ευκαιρία. Ενώ αν έπαιζα με συνομήλικους μου σε παιδικά ή εφηβικά τμήματα όταν θα μου δινόταν η ευκαιρία δεν θα είχα τις παραστάσεις να ανταγωνιστώ έμπειρους και μεγάλους παίχτες σε ηλικία αλλά και σε αξία.»
«Όνειρο μου ήταν να κάνω κάποιες συμμετοχές σε ομάδα της Α1. Αυτά που έζησα δεν τα είχα φανταστεί»
Όντας παίχτης του Αία έβλεπες περισσότερο ρομαντικά το μπάσκετ ή είχες από μικρός στο μυαλό σου ότι θέλεις να γίνεις επαγγελματίας;
«Κοίταξε όνειρα είχα και προσπαθούσα να τα εκπληρώσω. Το όνειρο δεν ήταν να γίνω επαγγελματίας, το όνειρο ήταν να παίξω σε ομάδα της Α1, να κάνω κάποιες συμμετοχές σε ομάδα της Α1. Γιατί ήμουν ένας παίχτης που μέχρι τα είκοσι έπαιζε Α’ τοπικό και Γ’ εθνική. Και είχα σκοπό να πάω σε μια ομάδα Α1 ώστε να διεκδικήσω εκεί το όνειρο. Δεν φανταζόμουν ότι θα πάω στην Α1 και θα γίνω πρωταγωνιστής στις ομάδες αυτού του επιπέδου.»
Άρα όλα αυτά που έζησες δεν τα είχες φανταστεί στο ξεκίνημα σου;
«Δεν τα είχα φανταστεί αλλά να σου πω κάτι αυτό σου βγαίνει στην πορεία. Από μικρός όταν μαθαίνεις να ανταγωνίζεσαι, ανταγωνίζεσαι σε όποιο περιβάλλον βρίσκεσαι. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που πετυχαίνεις κάτι που στο μυαλό σου το θεωρείς πολύ μεγάλο, αμέσως μετά έρχεται και κάτι μεγαλύτερο. Αυτό είναι φυσικό επακόλουθο της κατάστασης. Είναι η φύση του αθλητή και του πρωταθλητή τέτοια, που κάθε μέρα ανταγωνίζεται για κάτι μεγαλύτερο.»
Στην ηλικία των είκοσι παίρνεις μεταγραφή από τον Αίαντα Ευόσμου στον Ηρακλή. Θεωρείς ότι άργησες να κάνεις το παραπάνω βήμα ηλικιακά, αν κρίνουμε από την σημερινή κατάσταση στον χώρο του μπάσκετ, που παιδιά 16 και 17 ετών παίρνουν μεταγραφή σε μεγάλες ομάδες;
«Είναι η ιδανική ηλικία να πας σε μία ομάδα και να παίξεις, να έχεις ρόλο. Πολλά παιδιά σήμερα πηγαίνουν σε μικρότερη ηλικία ίσως επειδή βιάζονται, ίσως επειδή είναι έτσι και οι καταστάσεις πλέον στο μπάσκετ που τους «σπρώχνουν» να βιαστούν. Δεν χρειάζεται να βιαστεί ένα παιδί γιατί στα 17, στα 18 και στα 19 πρέπει να είσαι πρωταγωνιστής. Αν θέλει δηλαδή ένα παιδί να παίξει σε υψηλό επίπεδο, πρέπει σε αυτές τις ηλικίες να είναι σε μία ομάδα που θα έχει ενεργό ρόλο, να κυνηγάει στόχους με την ομάδα του και να παίζει σε ένα ανταγωνιστικό επίπεδο. Και όλο αυτό δεν μπορεί να το κάνει στην Α1, γιατί εκεί θα έχει μικρό ρόλο και αυτός ο ρόλος πολύ δύσκολα θα σε προετοιμάσει για έναν μεγαλύτερο. Γι’ αυτό θεωρώ ότι 20 χρονών, με την προίκα που είχα από πριν, ήταν πολύ καλή ηλικία για να δοκιμάσω σε υψηλότερο επίπεδο.»
Με τον Αίαντα είχατε πετύχει άνοδο στην Β’ εθνική κατηγορία αν θυμάμαι σωστά;
«Ναι, είχαμε κατακτήσει τον τίτλο στην Γ’ εθνική μετά από μία φοβερή σεζόν.»
Μεγάλο βήμα από ομάδα Γ’ εθνικής να πάρεις μεταγραφή σε ομάδα του επιπέδου του Ηρακλή. Πώς το έζησες;
«Προσωπικά για να πάω στην Α1 και να με εμπιστευτούν ήμουν ένας νεαρός παίχτης που είχα μέσο όρο 32 πόντους σε κάθε παιχνίδι και η ομάδα μου ήταν πρώτη στην Γ’ εθνική. Άρα δεν ήμουν ένας παίχτης που απλά έβαζε κάποιους πόντους σε μία ομάδα, ήμουν ένας καλός σκόρερ, ηγέτης σε ομάδα που πρωταγωνιστούσε και έδειχνα έτοιμος για το παραπάνω βήμα.»
Είχες κάποια εναλλακτική λύση στο μυαλό σου αν δεν πετύχαινες στο χώρο του μπάσκετ;
«Δεν το σκεφτόμουνα να σου πω την αλήθεια. Αφοσιώθηκα σε αυτό που έκανα, η οικογένεια με στήριζε πάρα πολύ όσον αφορά αυτό το κομμάτι, δεν με πίεζε στο να κάνω κάτι άλλο προφανώς γιατί έβλεπαν κάτι και με άφηναν να κυνηγήσω το όνειρο μου. Από κει και πέρα τότε το μπάσκετ ήταν διαφορετικό. Μπορούσες να το κάνεις σε χαμηλές κατηγορίες και να έχεις απολαβές που θα σου εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Ήταν διαφορετικό το επίπεδο των χρημάτων συγκριτικά με σήμερα. Ακόμη και η Β’ εθνική και η Α2 είχαν χρήματα αρκετά καλά. Τα παιδιά δηλαδή είχαν πολύ μεγαλύτερο κίνητρο, οικονομικά μιλώντας. Αν και όταν αγαπάς κάτι δεν σκέφτεσαι τα χρήματα. Δεν πρέπει θεωρώ να σκέφτεσαι μόνο αυτό. Σίγουρα όμως όταν έρθουν και γίνεις επαγγελματίας το αντιμετωπίζεις σαν επάγγελμα.»
Τι θυμάσαι από την μεταγραφή σου στον Ηρακλή και την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην ομάδα;
«Το 1997 πήγα στον Ηρακλή, ο οποίος είχε τότε προπονητή τον Βαγγέλη Αλεξανδρή. Είχε κάποιους παράγοντες τότε, τον Βουγιούκα, τον Καρατζουλίδη και τον Δημαρέλλο, που έψαχναν να βρουν νέα παιδιά τα οποία θα πλαισιώσουν έμπειρους παίχτες και σιγά σιγά θα «χτιζόταν» ο κορμός της ομάδας. Το σκεπτικό τους θεωρώ πως ήταν πολύ καλό και τους βγήκαν κάποιες από τις επιλογές, μεταξύ των οποίων ήμουν κι εγώ. Μου έδωσαν την ευκαιρία να είμαι μέλος μιας μεγάλης ομάδας, είδαν ότι μπορώ να ανταπεξέλθω και καθιερώθηκα ως βασικός.»
Είχες μάλιστα αναδειχθεί πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος της Α1 την σεζόν 2001-02, όντας ο πρώτος Έλληνας μετά τον Νίκο Γκάλη που πετύχαινε κάτι αντίστοιχο. Ένιωσες «βάρος» στην πλάτη λόγω όλης εκείνης της δημοσιότητας που είχε πάρει το όνομά σου;
«Για περίπου δεκαπέντε χρόνια πρώτοι σκόρερ του πρωταθλήματος ήταν μονίμως ξένοι παίχτες. Όχι δεν με επηρέασε το γεγονός αυτό, προσπαθούσα να κάνω ότι ζητούσαν οι προπονητές μου και να βοηθάω την ομάδα να κερδίζει όσο γίνεται παραπάνω παιχνίδια. Και τα πηγαίναμε πολύ καλά, η ομάδα είχε ανοδική πορεία όλα τα χρόνια, ήταν πολύ ανταγωνιστική και την τελευταία μου σεζόν μάλιστα είχαμε τερματίσει στην τέταρτη θέση, που τότε οδηγούσε στην Ευρωλίγκα.»
Επόμενος σταθμός της καριέρας σου ήταν η ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ισχύει ότι το ίδιο διάστημα είχες πρόταση και από τον Ολυμπιακό;
«Κοίταξε εγώ δεν ήμουν ελεύθερος για να φύγω, γιατί είχα ένα χρόνο ακόμη συμβόλαιο με τον Ηρακλή και έτσι δεν ήμουν ελεύθερος να πάω όπου θέλω. Υπήρχε δηλαδή μία δέσμευση με τον Ηρακλή. Βέβαια υπήρχαν τότε οικονομικά προβλήματα και έτσι μπόρεσα να φύγω στην Μόσχα. Ήταν λίγο περίπλοκα τα πράγματα στην Ελλάδα για να φύγω σε άλλη ομάδα, γιατί είχα ένα χρόνο ακόμη συμβόλαιο και έτσι έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό.»
Πώς ήταν η μετάβαση από τον Ηρακλή και την ζωή στην Θεσσαλονίκη, στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας και την ζωή σ’ ένα ξένο περιβάλλον;
«Εγώ πρώτη φορά έφευγα από το σπίτι μου στον Εύοσμο για να πάω να μείνω κάπου αλλού. Εντάξει το να πας να μείνεις στην Μόσχα δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα. Είναι μακριά, oι συνθήκες τελείως διαφορετικές και τότε δεν ήταν όπως τώρα που υπάρχει υπερπληροφόρηση μέσω ίντερνετ και η τρομερά εύκολη επικοινωνία μέσω των social media.»
Βοήθησε ότι το ίδιο καλοκαίρι πήγε και ο Θοδωρής Παπαλουκάς στην ΤΣΣΚΑ;
«Πήγαμε μαζί με τον Θοδωρή στην Μόσχα. Εγώ δίσταζα να πάω και το σκεφτόμουν, αλλά μόλις έμαθα ότι θα είναι και ο Θοδωρής εκεί έκανα πιο εύκολα το βήμα. Γιατί ήξερα ότι θα είμαι μαζί με έναν Έλληνα φίλο μου, θα ζήσουμε ωραίες εμπειρίες και θα προσαρμοστούμε και οι δύο ευκολότερα. Βοήθησε πολύ το ότι ήταν και ο Θοδωρής για να πάρω την απόφαση. Θυμάμαι μάλιστα ότι το καλοκαίρι είχαμε υποχρεώσεις με την Εθνική και μετά φύγαμε μαζί με το αεροπλάνο για Σερβία, εκεί όπου έκανε τότε προετοιμασία η ΤΣΣΚΑ. Ο Θοδωρής έκανε πολύ μεγάλη καριέρα εκεί, εγώ έμεινα μόλις έναν χρόνο αλλά ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα και ήταν μία καλή σεζόν για την ομάδα αλλά και για μένα προσωπικά. Έπαιζα βασικός shooting guard στην ομάδα και είχαμε πάει και στο final four της Βαρκελώνης. Μετά η ομάδα επέλεξε να πάρει έναν Αμερικάνο στη θέση μου, τον Μάρκους Μπράουν, ένα μεγάλο όνομα εκείνης της εποχής στην Ευρωλίγκα και έτσι εγώ θα ήμουν σε δεύτερο ρόλο. Επέλεξα να φύγω και να πάω στον Παναθηναϊκό.»
Πώς ήταν οι σχέσεις σου με τον τότε προπονητή σου, Ντούσαν Ίβκοβιτς;
«Εντάξει πολύ μεγάλος προπονητής. Εμείς από μικροί είχαμε μάθει τον προπονητή να τον κοιτάμε μες τα μάτια και να σκύβουμε το κεφάλι. Υπήρχε αυτός ο σεβασμός, τον είχαμε μάθει από μικροί. Έτσι ήταν η γενιά μας κι όταν έχεις απέναντι σου έναν προπονητή παγκόσμιας εμβέλειας ο σεβασμός είναι πολύ μεγάλος. Η προίκα που μου έδωσε σαν προπονητής ήταν πολύ σημαντική, όπως επίσης και η εμπιστοσύνη που έδειξε στο πρόσωπο μου, γιατί με πήρε σ’ ένα κορυφαίο κλαμπ της Ευρώπης και ήταν μια πολύ μεγάλη εμπειρία.»
Θες να μας διηγηθείς κάποια ιστορία που θυμάσαι από την συνύπαρξη σου μαζί του;
«Πολλές ιστορίες μου έρχονται στο μυαλό και πραγματικά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια.»
Γενικά ήταν άνθρωπος που επιδίωκε να αποκτήσει οικειότητα με τον εκάστοτε παίχτη;
«Ναι υπήρχε οικειότητα που χρειάζεται να έχει ένας προπονητής με τον παίχτη. Δεν χρειάζεται πιστεύω να έχει και παραπάνω γιατί είναι υπερβολή μετά, αλλά δεν δίσταζες να του μιλήσεις όταν ήθελες να του πεις κάτι και γενικά είχε καλή επαφή με τους παίχτες.»
Η μεταγραφή στον Παναθηναϊκό, η οικογένεια Γιαννακόπουλου και η συνεργασία με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς!
Μετά την ΤΣΣΚΑ ήρθε στην ζωή σου ο Παναθηναϊκός. Μπορούμε να πούμε πως εκεί έζησες τα καλύτερα μπασκετικά χρόνια της ζωής σου;
«Φεύγοντας από την Ρωσία είχα σαν παίχτης στόχο να μείνω κάπου για χρόνια, γι΄αυτό και έφυγα από την Μόσχα και ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα, ενώ θα μπορούσα να πάω κάπου στο εξωτερικό. Ο Παναθηναϊκός ήταν μεγάλο κλαμπ και ήθελα κάπου να πάω και να παραμείνω. Δεν ήμουν παίχτης που μου άρεσε να αλλάζω πολλές ομάδες και στον Παναθηναϊκό βρήκα αυτό ακριβώς που έψαχνα. Δηλαδή ένα σπίτι, μία οικογένεια. Υπήρχε φανταστική ατμόσφαιρα στην ομάδα και αυτό το διαπίστωσα από την πρώτη κιόλας μέρα. Ειδικότερα τον δεύτερο χρόνο που ήρθε στην ομάδα και ο Δημήτρης (σ.σ. Διαμαντίδης) που μέναμε πάνω – κάτω και ήμασταν πολύ καλοί φίλοι από πριν. Όλη αυτή η τρομερή ατμόσφαιρα οφειλόταν στην οργάνωση της ομάδας και στον προπονητή. Ο Ομπράντοβιτς ήταν και είναι ένας εξαιρετικός προπονητής, εμβληματικός για το Ευρωπαϊκό αλλά και το παγκόσμιο μπάσκετ. Πέρασα έξι χρόνια πάρα πολύ όμορφα στον Παναθηναϊκό και μπασκετικά με πολλές επιτυχίες αλλά και προσωπικά. Έπαιρνες μεγάλη μπασκετική προίκα από τον Παναθηναϊκό που σε βοηθούσε να γίνεσαι καλύτερος σαν συμπαίχτης κυρίως αλλά και σαν παίχτης.»
Η σχέση σου με την οικογένεια Γιαννακόπουλου και πώς ήταν σαν παράγοντες;
«Τι να πω, οι άνθρωποι αφήσαν ιστορία. Ήταν αυτό ακριβώς που λείπει από το σημερινό μπάσκετ και τότε υπήρχε πολύ έντονα στον χώρο. Οι Γιαννακόπουλοι ήταν μία μεγάλη οικογένεια με πολλά χρήματα που διοικούσε έναν τεράστιο σύλλογο, αλλά τέτοιοι άνθρωποι υπήρχαν αρκετοί τότε σε μικρότερη εμβέλεια, σε χαμηλότερες κατηγορίες. Ήταν αυτό που λέμε «δίνω και την ψυχή μου για την ομάδα» και αγαπούσαν πολύ το μπάσκετ. Και μέσα από αυτόν τον ρομαντισμό έβγαινε κάτι πολύ θετικό για το άθλημα και φυσικά για τον Παναθηναϊκό. Έτσι ήρθαν και οι πολλές επιτυχίες, από ανθρώπους που ότι έκαναν το έκαναν με πολύ μεράκι και έδιναν τη ψυχή τους. Δεν ήταν απλά οι πλούσιοι παράγοντες που είχαν πολλά λεφτά. Ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν την ομάδα και ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους η καθημερινότητα της ομάδας.»
Θεωρείς ότι η αγωνιστική πτώση του Παναθηναϊκού τα τελευταία χρόνια έχει άμεση σχέση με το ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή;
«Αυτό έχει να κάνει με την κοινωνία, όχι μόνο με τον Παναθηναϊκό. Έχει να κάνει με όλο το φάσμα του αθλητισμού. Εγώ μίλησα και για τις χαμηλότερες κατηγορίες, όπου υπήρχαν άνθρωποι όχι τέτοιας εμβέλειας, αλλά άνθρωποι που είχαν τις ομάδες σαν την οικογένειά τους και έτσι οι ομάδες προχωρούσαν αλλά και οι παίχτες αναπτύσσονταν μέσα από αυτές τις ομάδες. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς εδώ στην «ΔΕΚΑ», έχοντας ως πρότυπα ομάδες της παλιάς εποχής, που είχαν ρομαντισμό, αυταπάρνηση, δηλαδή να κάνει ο παράγοντας και ο προπονητής το κάτι παραπάνω για τον παίχτη του, και αυτός με την σειρά του να δώσει το κάτι παραπάνω καθημερινά για να γίνει καλύτερος. Θεωρώ πως αυτό λείπει αρκετά στις μέρες μας και εμείς όσο μπορούμε προσπαθούμε να το μιμηθούμε.»
Θεωρείς ότι στον Παναθηναϊκό έπαιξες το πιο ολοκληρωμένο μπάσκετ της καριέρας σου;
«Ναι κοίταξε, εγώ στον Παναθηναϊκό πήγα ως ένα παίχτης – σκόρερ. Ένας παίχτης που στο μυαλό μου μπαίνοντας στο γήπεδο είχα το πως θα βρω ρυθμό μέσα από το σκοράρισμα, πως θα βάλω την μπάλα μέσα στο καλάθι. Έτσι είχα μάθει από μικρός και όλη η γενιά μου βλέποντας τον Γκάλη αυτό σκεφτόμασταν. Πηγαίνοντας στον Παναθηναϊκό όμως, ο προπονητής μου πήρε το ένστικτο και με έμαθε να σκέφτομαι περισσότερο. Για ένα διάστημα αυτό σε καθηλώνει, σου «κόβει τα πόδια», νιώθεις ότι είσαι άχρηστος, αλλά από εκεί και πέρα καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι να παίζεις σωστά και να σκέφτεσαι μέσα στο γήπεδο, να παίζεις δηλαδή για την ομάδα και τους συμπαίχτες σου. Οι μεγάλες ομάδες έτσι λειτουργούν και γι΄αυτό έχουν και τα αποτελέσματα που έχουν. Αυτό ήταν το προτέρημα του Ομπράντοβιτς, έβαζε τους παίχτες να σκέφτονται στο παιχνίδι όπως αυτός ήθελε για να μπορεί να έχει «μικρούς προπονητές» μέσα στις τέσσερις γραμμές.»
Ποια θα χαρακτήριζες ως την κορυφαία σου στιγμή στον Παναθηναϊκό και ποια ως την χειρότερη;
«Η κορυφαία στιγμή ήταν το 2007 που η ομάδα κατέκτησε το triple crown (Πρωτάθλημα, κύπελλο, ευρωλίγκα). Και το 2009 το πήραμε, για μένα όμως ήταν το ’07, ήμουν βασικό κομμάτι της ομάδας, ήταν και το πρώτο final four που πήρα, είχα πολύ ενεργό ρόλο. Ήταν μια φοβερή χρονιά για την ομάδα, έγινε και μέσα στο ΟΑΚΑ με τον κόσμο μας στις κερκίδες και συναισθηματικά ήταν κάτι πολύ δυνατό. Η χειρότερη ήταν όταν έφυγα από την ομάδα, γιατί πίστευα ότι μπορούσα να δώσω πολλά ακόμη στην ομάδα. Η ομάδα ναι μεν με ήθελε αλλά με τον δικό της τρόπο και ένιωσα άσχημα όταν έφυγα, γιατί είχα δεθεί πολύ με την ομάδα, με τους συμπαίχτες μου, τους προπονητές και τον κόσμο. Υπήρχαν και αγωνιστικά άσχημες στιγμές. Η μαγεία του αθλητισμού είναι να σηκώνεσαι όταν πέφτεις, βοηθούν θεωρώ αυτές οι στιγμές στο να γίνεσαι καλύτερος.»
«Κανένας απ’ όσους γνωρίζουν τον Παναθηναϊκό δεν τους άρεσε που Διαμαντίδης και Αλβέρτης έφυγαν από την ομάδα»
Σε μία συνέντευξη που είχε δώσει ο Δημήτρης Διαμαντίδης είχε πει πως πολύ σημαντικός παράγοντας της προσαρμογής του στην Θεσσαλονίκη αλλά και μετέπειτα στην Αθήνα ήσουν εσύ. Ήταν από τους ανθρώπους που ήσουν πολύ κοντά;
«Κάναμε πολύ παρέα με τον Δημήτρη. Ταιριάζαμε πολύ και ήμασταν φίλοι από πολύ παλιά. Στην Αθήνα όντως ήμασταν πολύ κοντά γιατί μέναμε πάνω κάτω, ο Δημήτρης ήταν μόνος τότε, εγώ είχα οικογένεια και ζούσαμε οικογενειακές στιγμές μαζί. Τον εκτιμώ πάρα πολύ, είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος για τον Ελληνικό αθλητισμό και τα κατορθώματα του μιλάνε από μόνα τους. »
Τι πιστεύεις ότι πήγε στραβά και δεν εξελίχθηκε όπως αναμενόταν η συνεργασία του με τον Παναθηναϊκό από το πόστο του γενικού διευθυντή;
«Κανένας που ξέρει τον Παναθηναϊκό δεν του αρέσει που αυτοί οι δύο άνθρωποι έφυγαν από την ομάδα (σ.σ. Αλβέρτης και Διαμαντίδης). Εγώ προσωπικά στενοχωρήθηκα γιατί και με τους δύο ήμασταν συμπαίχτες. Εντάξει με τον Δημήτρη ήμασταν πολύ κοντά, αλλά και με τον Φραγκίσκο ήμασταν έξι χρόνια συμπαίχτες και τον εκτιμώ πάρα πολύ. Νομίζω είναι πολύ αρνητικό γεγονός και όσοι έχουν ζήσει την ομάδα ξέρουν την σημασία αυτών των δύο για το κλαμπ. Ελπίζω όλο αυτό να είναι μία κακή παρένθεση και να επανέλθουν γιατί είναι σημαίες και οι δύο της ομάδας και ο Παναθηναϊκός τους έχει ανάγκη. Το μπάσκετ τους έχει ανάγκη. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να είναι μέσα στον χώρο.«
«Τις μεγάλες ομάδες της πόλης τις κυνηγάει το παρελθόν, ότι εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε και πρέπει να σταθούμε επάξια εκεί ψηλά. Αυτό δεν μπορούν να το κάνουν τώρα πια, άρα στην ουσία αρχίζουν οι οικονομικές «τρύπες» μέσα στην ομάδα, ατασθαλίες και δημιουργείται κακό όνομα.»
Πώς βλέπεις το επίπεδο των ομάδων της Θεσσαλονίκης και τι λείπει για να πρωταγωνιστήσουν ξανά στο Ελληνικό μπάσκετ;
«Παλιότερα υπήρχε ο Χαΐτογλου στον Ηρακλή, ο Αλεξόπουλος στον ΠΑΟΚ, στον Άρη φυσικά σπουδαίοι παράγοντες και υπήρχε αυτή η σταθερότητα ενός δυνατού παράγοντα. Το μεγάλο λάθος βέβαια διαχρονικά στην Ελλάδα ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι έβαζαν πάντα το χέρι στην τσέπη. Άρα αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή θα έχει ένα τέλος όλο αυτό για όλους. Όσο μεγάλη οικονομική επιφάνεια και να έχει κάποιος, δεν θα προχωρήσει αυτό. Αυτό είναι το μεγάλο μας λάθος. Φανταστείτε ο Άρης της χρυσής εποχής θα μπορούσε να είχε θησαυρίσει δεδομένης της επιρροής που είχε σαν ομάδα εκείνα τα χρόνια. Αλλά εμείς δεν ακολουθούμε αυτό το μοτίβο, όπως οι Αμερικάνοι π.χ. που όλα τα έχουν… επιχείρηση και φυσικά αυτό μας πήγε πολλά χρόνια πίσω και συνεχίζει να μας πηγαίνει. Από εκεί και πέρα αυτό που μπορεί να βοηθήσει σε αυτό είναι η παραγωγική διαδικασία, η οργανωμένη δουλειά σε μικρές ηλικίες και η ανάδειξη παιχτών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να δώσουν κάτι πολύ σημαντικό στις ομάδες αυτές, οι οποίες βέβαια δεν το κάνουν.»
Ποιος πιστεύεις είναι ο λόγος που δεν το κάνουν;
«Τους κυνηγάει το παρελθόν, ότι εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε και πρέπει να σταθούμε επάξια εκεί ψηλά. Αυτό δεν μπορούν να το κάνουν τώρα πια, άρα στην ουσία αρχίζουν οι οικονομικές ”τρύπες” μέσα στην ομάδα, ατασθαλίες και δημιουργείται κακό όνομα. Άρα η μεγαλομανία των παλιών ετών μας οδηγεί στην καταστροφή. Αυτό γίνεται.»
Τα ίδια ισχύουν και για τις τρεις μεγάλες ομάδες της πόλης;
«Στον Ηρακλή όχι τόσο όσο στους άλλους δύο. Ο Ηρακλής είχε κάποτε παράγοντες νοικοκύρηδες, όμως έχασε τον δρόμο του. Είχε τον κ. Χαΐτογλου, μετά ήρθαν οι Αμερικάνοι. Έφυγαν αυτοί οι άνθρωποι που είχαν την ομάδα σε ένα καλό επίπεδο και από κει και πέρα υπάρχει μία μπερδεμένη κατάσταση στον Ηρακλή. Αλλά εγώ επιμένω στην παραγωγική διαδικασία και σε μία νοικοκυρεμένη διοίκηση. Να πηγαίνει δηλαδή μέχρι εκεί που αντέχει η τσέπη, όχι παραπέρα. Έχει κόσμο και εγκαταστάσεις ο Ηρακλής, θα μπορούσε να έχει ακαδημίες – πρότυπο και να δημιουργεί ομάδες με γερές βάσεις.»
Θεωρείς ότι η αγωνιστική επιτυχία μπορεί να συνδυαστεί με την ανάδειξη νεαρών παιχτών;
«Φυσικά και μπορεί. Εντάξει δεν μπορείς να πάρεις πρωτάθλημα αλλά πόσα χρόνια έχουν να πάρουν τίτλο οι ομάδες της πόλης; Το θέμα είναι ότι χάθηκαν πολλές χρονιές, δεν μπορούν να αναδείξουν παίχτες και να «χτίσουν» έναν κορμό για να μπορούν να έχουν καλές χρονιές και να μην δημιουργούν ένα κακό όνομα στην αγορά με χρέη και οφειλές σε παίχτες.»
Θα σου άρεσε σαν προοπτική η ανάληψη διοικητικού πόστου σε μία ομάδα με στόχο να εφαρμόσεις όλα αυτά που περιγράφεις;
«Κοίταξε αυτή η θέση είναι πάρα πολύ σημαντική για ανθρώπους του μπάσκετ, μπορούν να δημιουργήσουν πολλά πράγματα. Όμως στην Ελλάδα άνθρωποι όπως ο Διαμαντίδης, εγώ, ο Αλβέρτης δεν μπορούμε να την κάνουμε, γιατί τα πρότυπα που έχουμε και οι αντιλήψεις μας δεν ταιριάζουν με το περιβάλλον. Προσωπικά δεν θα μπορούσα να το κάνω γιατί οι αντιλήψεις και οι αρχές μου είναι διαφορετικές. Εγώ πιστεύω στην ομάδα και στις αρχές της, πιστεύω ότι οι ομάδες «χτίζονται» από την σωστή νοοτροπία, τον χαρακτήρα, από τα θεμέλια και αυτό όλο απαιτεί χρόνο, υπομονή, αποτυχίες και «σφαλιάρες» για να μπορέσει να στηθεί. Αυτό μπορείτε να το δείτε στην Αμερική, που ομάδες – κολοσσοί κάνουν έξι και επτά χρόνια να μπουν στα πλέι οφ, όμως στήνουν κάτι ομάδες που παίζουν εξαιρετικά και γράφουν ιστορία. Δεν γίνεται στον πρώτο και στον δεύτερο χρόνο να ρίχνεις ευθύνες και να διώχνεις από το μπάσκετ τέτοιους ανθρώπους. Από τότε που σταμάτησα το μπάσκετ ήμουν πολύ κατασταλαγμένος ότι θέλω να κάνω κάτι δικό μου γιατί οπουδήποτε αλλού δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό που θέλω. Ακόμα και τώρα που η ομάδα μου, η ΔΕΚΑ, έχει «χτίσει» μια νοοτροπία και έναν χαρακτήρα που θεωρώ πως είναι πολύ κοντά στην προσωπικότητα μου και στην αντίληψη που έχω για το μπάσκετ, δεν είναι ευχάριστο πολλές φορές αυτό που ζούμε εδώ. Ακόμα δηλαδή και μια ακαδημία όπως εμείς, που δεν είμαστε από τα μεγάλα ονόματα, είμαστε μια ομάδα της Δυτικής Θεσσαλονίκης, πάλι υπάρχουν τριβές που δεν είναι εύκολο να τις διαχειριστείς πολλές φορές. Μπορεί να έχεις παρεξηγήσεις πολλές φορές με ανθρώπους αλλά οι αρχές παραμένουν ίδιες. Ίσως πολλοί να είναι δυσαρεστημένοι με τον τρόπο που λειτουργείς αλλά οι αρχές πρέπει να παραμένουν ίδιες. Όλα αυτά δεν είναι ευχάριστα και σκέψου ότι εμείς είμαστε μια οικογενειακή ομάδα, μια ομάδα του Ευόσμου. Πόσο μάλλον για μια μεγάλη ομάδα που από πίσω της έχει χιλιάδες κόσμο και έχει άλλες απαιτήσεις.»
Η «Επίσημη Αγαπημένη», η νίκη κόντρα στην «Dream Team» στην Σαϊτάμα και ο… Δημήτρης Ιτούδης!
Κεφάλαιο Εθνική Ελλάδος. Τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια και τα βλέπεις αποστασιοποιημένα τα πράγματα, ποιο κατά τη γνώμη σου ήταν το βασικό συστατικό των πολλών επιτυχιών που έφερε η γενιά της Εθνικής του 2005;
«Τότε «παντρεύτηκαν» πολλά πράγματα μαζί που έδεσαν με πολύ όμορφο τρόπο. Υπήρχε ένα πολύ καλό κλίμα, παιδιά της δουλειάς που ήταν αφοσιωμένα στο μπάσκετ. Σε όλες τις ομάδες υπάρχουν παρεξηγήσεις αλλά λύνονταν πολύ γρήγορα. Αν υπήρχαν κιόλας, δεν θυμάμαι κάτι συγκεκριμένο. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι υπήρχε αναμεσά μας ένα εξαιρετικό κλίμα και είχαμε έναν άνθρωπο που μας ενέπνεε πάρα πολύ. Εμείς είχαμε τον Παναγιώτη Γιαννάκη, που για εμάς ήταν μία τρομερή έμπνευση. Μεγαλώσαμε βλέποντας τον να παίζει, ήταν ένας παιδικός ήρωας όλων μας. Όλο αυτό δηλαδή, οι χαρακτήρες των παιχτών που ήταν χαμηλών τόνων και δεν είχαν ίχνος από «σταριλίκι», η αφοσίωση στην δουλειά και ο προπονητής ήταν στοιχεία που «έδεναν» πολύ ωραία και αυτοί ήταν οι λόγοι που έρχονταν επιτυχίες. Η τωρινή εθνική ομάδα πιστεύω πως έχει τα φόντα να φέρει ξανά επιτυχίες, από αυτά που βλέπω έχει καλούς χαρακτήρες και ποιότητα για να το καταφέρει. Κανένας φυσικά δεν υπογράφει συμβόλαιο με την επιτυχία, μπορεί πάντα να υπάρχει το καλό κλίμα και η καλή ομάδα, όμως να μην έρχονται οι επιτυχίες. Δεν είναι εύκολο…»
Απλά ο κόσμος ίσως ασκεί κριτική διότι η δική σας γενιά δημιούργησε την πεποίθηση ότι οι επιτυχίες είναι κάτι δεδομένο…
Εντάξει υπήρχε αυτό που δεν έχανε εύκολα η ομάδα, που γύριζε παιχνίδια που έμοιαζαν χαμένα. Όλα τα παιδιά παίζανε σε δυνατές ομάδες που είναι κι αυτό πολύ σημαντικό. Έπαιζαν δηλαδή σε ομάδες Ευρωλίγκα που είχαν τη νοοτροπία του νικητή σε κάθε παιχνίδι και αυτό παίζει ρόλο όταν πηγαίνεις το καλοκαίρι στην Εθνική. Γιατί και ο προπονητής δεν μπορεί να κάνει μαγικά μέσα σε ένα μήνα, να αλλάξει δηλαδή νοοτροπία στους παίχτες μέσα σε τόσο σύντομο διάστημα.
Δεν θα αποφύγω τα κλισέ. Δεν γίνεται να μην σε ρωτήσω άλλωστε για εκείνη την αξέχαστη μέρα που αντιμετωπίσατε την «Dream Team» στην Σαϊτάμα. Τι θυμάσαι από εκείνο το παιχνίδι;
Η νίκη με τους Αμερικάνους είναι αυτό ακριβώς που σου είπα πριν. Όταν οι παίχτες έχουν μέσα τους τη νοοτροπία της νίκης σε κάθε αναμέτρηση, δεν γίνεται να μπουν σε ένα παιχνίδι με διαφορετική νοοτροπία πέρα από αυτή. Στην προπόνηση μπαίναμε και παίζαμε για να κερδίσουμε την κάθε φάση και γίνεται «χαμός» στις προπονήσεις. Είναι σημαντικό πως δουλεύεις όλο το χρόνο, έτσι ώστε όταν θα παίξεις ένα παιχνίδι με δυνατό αντίπαλο το καλοκαίρι, η νοοτροπία σου να είναι ακριβώς ίδια. Να μπεις και να κερδίσεις το παιχνίδι. Σίγουρα ήταν μία φοβερή ομάδα, με παίχτες που σαν μονάδες ήταν καλύτεροι από εμάς. Το παιχνίδι όμως είναι ομαδικό και σαν ομάδα εκείνη την μέρα δεν έπαιξαν καλύτερα από εμάς.
Στον Παναθηναϊκό συνεργάστηκες για αρκετά χρόνια με τον Δημήτρη Ιτούδη. Πώς σχολιάζεις την πρόσληψή του στο τιμόνι της Εθνικής ομάδας;
Ο Ιτούδης είναι ένας πολύ μεγάλος προπονητής. Ήταν δεκατρία χρόνια δίπλα σε έναν μεγάλο δάσκαλο. Είναι ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος, πολύ δουλευταράς, τον έζησα στον Παναθηναϊκό και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πολλοί μπορούν να καθίσουν δεκατρία χρόνια πλάι στον Ομπράντοβιτς αλλά δεν μπορούν όλοι να πετύχουν αυτά που έχει πετύχει ο Δημήτρης. Είναι πολύ αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει και θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό για την Εθνική ομάδα που θα τον έχει στον πάγκο της.
Το εγχείρημα της ακαδημίας «ΔΕΚΑ», η δημιουργία ιδιόκτητου γηπέδου και ο Αλέξανδρος Σαμοντούροφ!
Πώς είχες οραματιστεί το εγχείρημα με τις ακαδημίες. Είσαι ικανοποιημένος με τα έως τώρα αποτελέσματα;
«Ο Λάζαρος (σ.σ. Παπαδόπουλος) με παρακίνησε να ιδρύσουμε μία ακαδημία. Με μπροστάρη τον Λάζαρο ξεκινήσαμε, δύσκολα θα ήθελα να μπω να το ξεκινήσω τόσο δυναμικά. Από κει και πέρα με τον Λάζαρο δεν κρατήσαμε την συνεργασία μας κι εγώ είχα μπει πολύ ενεργά στον χώρο και προπονητικά. Μου παίρνει πολύ μεγάλο χρόνο από οικογενειακές και προσωπικές στιγμές, αλλά πάντα έλεγα ότι το μπάσκετ μου έδωσε πάρα πολλά πράγματα. Παραστάσεις, εμπειρίες και χρήματα για να ζω άνετα, άρα εγώ οφείλω να προσφέρω στο μπάσκετ, να μην αποτραβηχτώ από το άθλημα και έτσι πιστεύω ότι πρέπει να κάνουμε όλοι αυτοί που το μπάσκετ μας προσέφερε πολλά. Το ακολούθησα και το συνεχίζω με αγάπη και αφοσίωση. Προσπαθώ μέσα από την «ΔΕΚΑ» να δουλεύω με τα παιδιά, να διαθέτω όλες μου τις δυνάμεις και να δίνω και την ψυχή μου σε αυτό που κάνω.»
Να υποθέσω ότι η δημιουργία του ιδιόκτητου γηπέδου ήταν μία κίνηση που στόχευε στην κατεύθυνση που περιγράφεις;
«Η δημιουργία του γηπέδου ήταν μία κίνηση ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί έλεγα από μέσα μου ότι αν θέλω να το συνεχίσω σοβαρά δεν μπορώ να κάθομαι και να παρακαλάω τον Δήμο να μας δώσεις μία ώρα παραπάνω, που εγώ ένιωθα ότι αξίζει η ομάδα μας. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό και για να πατήσουμε γερά στα πόδια μας πήρα την απόφαση να κάνουμε κάτι δικό μας. Δεν είναι εύκολο να το κάνεις, το κόστος είναι μεγάλο και αν κάποιος έχει χτίσει κάτι από την αρχή μπορεί να καταλάβει την δυσκολία του εγχειρήματος.»
Ποιος είναι ο στόχος που έχεις θέσει για την ακαδημία «ΔΕΚΑ»;
«Στόχος είναι να γεμίζουμε το γήπεδο με παιδιά, να νιώθουν ότι έρχονται σε έναν χώρο που θα αθληθούν, θα μάθουν το παιχνίδι, θα περάσουν καλά, θα προβληματιστούν για να γίνουν καλύτεροι, να αγαπήσουν το μπάσκετ και τον αθλητισμό γενικότερα και αν μέσα από αυτή την διαδικασία υπάρξουν και παίχτες που έχουν τη δυνατότητα να παίξουν σε υψηλό επίπεδο για εμάς θα είναι το ιδανικό. Αυτό έχει γίνει ήδη μέσα από την ομάδα και δείχνει τον πολύ μεγάλο κόπο και το μεράκι όλων εκείνων που δουλεύουν για την ομάδα. Απ’ όλους τους προπονητές και γενικά όλους όσους συμβάλλουν καθημερινά, ακόμα και από τους ανθρώπους που ανοίγουν και κλείνουν το γήπεδο, τους ανθρώπους που βοηθούν στην καθαριότητα και την περιποίηση του γηπέδου, απ’ όλους γίνεται σημαντική δουλειά και υπάρχει πολύ όμορφο αποτέλεσμα. Το όμορφο αποτέλεσμα δεν είναι οι νίκες αλλά η νοοτροπία των παιδιών καθημερινά.»
Όλοι μιλούν πλέον για την «ΔΕΚΑ» και ένας από τους λόγους είναι ο Αλέξανδρος Σαμοντούροφ, ο οποίος γαλουχήθηκε στο δικό σας περιβάλλον από πολύ μικρός. Πώς βλέπεις την εξέλιξή του;
«Εδώ ξεκίνησε το μπάσκετ ο Αλέξανδρος. Είναι μεγάλη χαρά για εμάς όλο αυτό, γιατί είναι παιδί της ομάδας. Έχει την νοοτροπία που εμείς θέλουμε να έχει ένας αθλητής, είναι ένας εξαιρετικός παίχτης με πολλά προσόντα, το μέλλον είναι μπροστά του και του ανήκει. Να μείνει ταπεινός όπως είναι, να δουλεύει και να μας κάνει χαρούμενους που θα τον βλέπουμε να παίζει σε υψηλότερο επίπεδο. Πάνω απ’ όλα υγεία να έχει.»
Ποια είναι τα στοιχεία που τον κάνουν ξεχωριστό μέσα στο παρκέ;
«Ο Αλέξανδρος είναι ένας παίχτης με ύψος 2.10 που κινείται πολύ καλά χωρίς την μπάλα αλλά και με αυτήν, σουτάρει και κάνει πολλά πράγματα μέσα στο παρκέ. Αλλά το πιο σημαντικό του προσόν είναι η αντίληψη που έχει στο παιχνίδι, στο πόσο απλό το κάνει το παιχνίδι και το πόσο όμορφο κάνει να φαίνεται κάτι που φαντάζει απλό. Το πιο απλό είναι και το πιο δύσκολο. Δεν είναι παιδί που κάνει υπερβολές μέσα στο παιχνίδι του, παίζει πολύ για τους συμπαίχτες του και έχει υποδειγματική συμπεριφορά. Σίγουρα η ομάδα με τον τρόπο που παίζει τον βοηθάει πάρα πολύ στο κομμάτι αυτό και ευελπιστώ εκεί που θα πάει να παίζει τόσο ωραία όπως παίζει κι εδώ. Νομίζω είναι στο χέρι του και στις δυνάμεις του για να πετύχει, τον πιστεύω πάρα πολύ και θεωρώ πως μπορεί να βοηθήσει άμεσα την ομάδα γιατί είναι ένας παίχτης που ξέρει να παίζει αυτό το παιχνίδι.»
Η ακαδημία σου κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μαγνητίσει τα βλέμματα όλης της Ελλάδας πάνω της. Υπάρχουν «ταβάνι» στα όνειρα για την ακαδημία «ΔΕΚΑ»;
«Ήμουν πάρα πολύ τυχερός γιατί ξεκινώντας με τον Λάζαρο την ακαδημία GBA, έφερε τον Δημήτρη Νικολαΐδη, ο οποίος είναι υπεύθυνος και στον Μαντουλίδη. Ο Δημήτρης και τώρα ο Ιωσήφ Νικολαΐδης που έχουμε εδώ προπονητή, είναι δύο άνθρωποι που με βοήθησαν πάρα πολύ με βοήθησαν να δω το μπάσκετ και πως μπορώ να σταθώ σαν προπονητής και η βάση του προγράμματος που έχουμε εδώ είναι από εκείνο προπονητικό team. H επόμενη μέρα για την ακαδημία είναι να συνεχίσουμε αυτό ακριβώς που κάνουμε, αν μπορέσουμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο ρυθμό θα είμαστε καλά. Δεν είναι επιτυχία η πρωτιά, είναι να δίνεις και την ψυχή σου σε αυτό που κάνεις, να έχεις ένα πρόγραμμα, το οποίο θα τηρείς πιστά και να χτίζεις νοοτροπία και χαρακτήρα. Μπορείς μία φορά να βγεις πρώτος και την επόμενη όχι. Δεν είναι αυτοσκοπός δηλαδή η πρωτιά!»