Τις «Μακρινές γειτονιές» του Γιώργου Τούλα τις διάβασα σε δύο απογεύματα. Ήταν αδύνατον να ξεκολλήσει το μυαλό μου από τις ιστορίες του κι έτσι τις διάβασα και δεύτερη φορά τις επόμενες μέρες.
Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να σας περιγράψω επακριβώς αυτό που αισθάνθηκα αλλά θα το επιχειρήσω γιατί – μοιραία – έτσι θα αρχίσω να το συνειδητοποιώ καλύτερα κι εγώ. Στην ουσία, έχοντας τις τελευταίες μέρες αλλάξει βιβλίο, εικόνες, θεματολογία, νιώθω το κείμενο να επιστρέφει σε ανύποπτες στιγμές και να μου προκαλεί σκέψεις σε συναισθήματα.
Πρόκειται για ένα βιβλίο μικρό και καλαίσθητο αφού στο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλό του φιγουράρει μια – ακόμα – εκπληκτική φωτογραφία της Ολγας Δέικου. Μετρώντας περισσότερα από 35 χρόνια στη δημοσιογραφία, ακόμα και το βιβλίο του ο Τούλας το αντιμετώπισε σαν ένα περιοδικό. Είναι ζήτημα αισθητικής περισσότερο αλλά και ουσίας: Ένα χωρίς πρόσωπο κορίτσι, με ένα απλό φουστάνι, ατενίζει στον δυνατό αέρα τον κλασικό (από το δημοτικό σχολείο) χάρτη της Ελλάδας την ώρα που γύρω της απλώνεται ερημιά.
Μια τέτοια ερημιά απλώνεται και στις ζωές των ηρώων των σύντομων ιστοριών στις «Μακρινές γειτονιές». Ματαιωμένα όνειρα, ασυναίσθητα γλυστρίματα στην ανυποληψία, ταπεινώσεις, ολέθριες κακοτυχίες από αυτές που λες «δε γίνονται ούτε στα έργα». Κι όμως γίνονται! Το ξέρεις, το έχεις δει να συμβαίνει και ο Γιώργος επιλέγει έναν τόσο απλό και προφορικό τρόπο να σου διηγηθεί τις ιστορίες ώστε συνειδητοποιείς ταυτόχρονα πόσες φορές έχεις υπάρξει μάρτυρας τέτοιων ιστοριών αλλά… και πόσο εύκολο και πιθανό είναι να συμβούν και σε σένα.
Με λόγο κοφτό, άμεσο και περιεκτικό, ο συγγραφέας έχει κρατήσει μόνο τα απαραίτητα στις σύντομες προτάσεις του. Αφαίρεσε λέξεις αλλά και συναισθήματα. Δεν προσπάθησε να συγκινήσει. Περίγραψε ζωές και καταστάσεις όπως ακριβώς (θα μπορούσαν να) είναι. Στην ουσία δεν περιέγραψε «Μακρινές γειτονιές» αλλά… «Μακρινές ειδήσεις» διότι τα μέρη στα οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα είναι γνώριμα και κοντινά: Η Τούμπα, η Χαριλάου, η Αγίων Πάντων, η Καλλικράτεια, το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αυτό που ήταν «μακριά» και το έφερε κοντά μας ο Γιώργος Τούλας είναι οτιδήποτε μπορεί να κρύβεται πίσω από μια ασήμαντη είδηση, ένα μονόστηλο μιας εφημερίδας: «Καταδίκη σε καταχραστή εταιρείας του θείου του», «Έσβησε στον Έβρο το όνειρο οικογένειας προσφύγων», «Τρακτέρ παρέσυρε συνταξιούχο…»
Δεν είναι, όμως, απλώς η «εξιχνίαση περιστατικών» ο σκοπός των «Μακρινών γειτονιών» του Γιώργου Τούλα. Είναι περισσότερο και κυρίως η ανάγκη του όλοι αυτοί οι «ξένοι», οι άγνωστοι άνθρωποι που περιγράφει, να γίνουν «συγγενείς» μας. Μαθαίνοντας τις ασήμαντες, άγνωστες ιστορίες τους, μάς φέρνει πιο κοντά τους. Μάς βάζει «στα παπούτσια» τους.
Δεν είναι εύκολο πράγμα να μετατρέψεις σε πρωταγωνιστές, ανθρώπους που έζησαν στην αφάνεια. Θέλει «μάτι» εκπαιδευμένο στις λεπτομέρειες και λόγο που να μπορεί με σοκαριστικά ρεαλιστικό τρόπο να περιγράφει «το μεγαλείο του λίγου». Του «τίποτα». Ο Γιώργος σε κάποιες από τις ιστορίες καταφέρνει να συμπυκνώσει τη ζωή τριών, τεσσάρων, πέντε ανθρώπων μέσα σε ένα κείμενο που θα μπορούσε να είναι editorial περιοδικού ή μπλογκ στο διαδίκτυο. Ξεκινά να «κεντάει» μια διήγηση κι εκεί που εισχωρείς στον κόσμο των ηρώων βλέπεις με την άκρη του ματιού σου ένα κενό στην επόμενη σελίδα και αναρωτιέσαι πώς θα καταφέρει να τελειώσει κάτι που σχεδόν μόλις άρχισε… Σε λίγο το συνειδητοποιείς και νιώθεις δέος για το σύντομο της ανθρώπινης ζωής που δεν έχει πρόβα, δεν έχει δεύτερη ευκαιρία, ούτε τρόπο να διορθωθούν λάθη και παραλείψεις.
Αφήνοντας στο ράφι της βιβλιοθήκης τις «Μακρινές γειτονιές», ένιωσα πως ολοκλήρωσα έναν ωραίο πρωινό καφέ με κάποιον πολύ δικό μου άνθρωπο που μού θύμισε ξεχασμένες ιστορίες. Δεν είναι μόνον έτσι η «μικρή μας πολιτεία», δεν είναι ακριβώς αυτό «Το τέλος της μικρής μας πόλης» (η απελπισία των ηρώων του Τούλα μου έφερε αρκετά στο νου τους ήρωες του Δημήτρη Χατζή) αλλά είναι σίγουρα ΚΑΙ έτσι. Κι ας μη θέλουμε να το παραδεχτούμε παρασυρμένοι από μια ανούσια νοοτροπία να ωραιοποιούμε τα πάντα και να τα διαφημίζουμε ως σημαντικά. Ο Γιώργος μάς λέει πως αν κάτι δεν είναι σημαντικό, δε σημαίνει πως δεν αξίζει, ούτε πώς δεν μπορούμε να το αγαπήσουμε σαν να ήταν. Αρκεί να αγαπήσουμε τους ίδιους τους ανθρώπους κατανοώντας τους.
Σ.σ.: Οι «Μακρινές γειτονιές» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ και θα τις βρείτε στα καλά βιβλιοπωλεία και στο ίντερνετ.