Όταν εξετάζουμε τη ζωή των πλούσιων και διάσημων, είναι πάντοτε δελεαστικό να αναζητούμε τα μυστικά των επιτυχιών τους. Τι κοινό μπορεί να έχουν η μαγείρισσα Julia Child, ο συγγραφέας Gabriel García Márquez, η τραγουδίστρια Taylor Swift και οι ιδρυτές της Google, Larry Page και Sergey Brin; Η απάντηση είναι, ότι όλοι τους φοίτησαν σε σχολεία λαμβάνοντας την εκπαίδευση Μοντεσσόρι, όταν ήταν μικρά παιδιά.
Επιμέλεια: Δημήτρης Ευαγγελίδης
Στις ΗΠΑ, η επιρροή των σχολείων στον κόσμο της τέχνης και της τεχνολογίας έχει επισημανθεί εδώ και αρκετό καιρό. Αλλά η εμβέλεια της εκπαιδευτικής μεθόδου πηγαίνει πολύ πιο πέρα.
Ο ηγέτης της ινδικής ανεξαρτησίας, Μαχάτμα Γκάντι ήταν και αυτός οπαδός της και περιέγραψε πώς «τα παιδιά που διδάσκονταν με αυτήν δεν ένιωθαν κανένα βάρος της μάθησης, καθώς μάθαιναν τα πάντα καθώς έπαιζαν».
Ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ, ο νομπελίστας ποιητής, δημιούργησε ένα δίκτυο σχολείων Μοντεσσόρι για να απελευθερώσει τη δημιουργική αυτοέκφραση των παιδιών.
Όμως, η μέθοδος λειτουργεί πραγματικά;
Έχει περάσει περισσότερος από ένας αιώνας από τότε που η Ιταλίδα γιατρός και παιδαγωγός Μαρία Μοντεσσόρι σχεδίασε τις περίφημες αρχές της, οι οποίες ενθάρρυναν τα παιδιά να αναπτύσσουν αυτονομία από μικρή ηλικία.
Η ζωή της προσφέρει μία εμπνευσμένη ιστορία μίας πρώιμης φεμινίστριας, που τόλμησε να αψηφήσει το φασιστικό καθεστώς για να κυνηγήσει το όνειρό της. Και σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, υπάρχουν σήμερα τουλάχιστον 60.000 σχολεία σε όλο τον κόσμο, που χρησιμοποιούν τη μέθοδο Μοντεσσόρι.
Είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, ότι τα οφέλη της μοντεσσοριανής εκπαίδευσης παραμένουν αντικείμενο συζήτησης.
Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στις εγγενείς δυσκολίες διεξαγωγής επιστημονικής έρευνας στην τάξη, πράγμα που σημαίνει ότι οι υπάρχουσες μελέτες έχουν υποστεί σοβαρή κριτική από διάφορους σκεπτικιστές. Μόλις πρόσφατα, οι ερευνητές μπόρεσαν να επιλύσουν ορισμένα από αυτά τα ζητήματα και τα συμπεράσματά τους αποτελούν ένα ενδιαφέρον ανάγνωσμα για εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές.
Παίζοντας με ψίχουλα ψωμιού
Η Μοντεσσόρι γεννήθηκε στο μικρό ιταλικό δήμο Chiaravalle το 1870, από προοδευτικούς γονείς, οι οποίοι συναναστρέφονταν συχνά με τους κορυφαίους στοχαστές και επιστήμονες της χώρας. Αυτό το «φωτισμένο» οικογενειακό περιβάλλον, παρείχε στη Μοντεσσόρι πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλα νεαρά κορίτσια της εποχής.
«Η υποστήριξη της μητέρας της ήταν ζωτικής σημασίας για ορισμένες σημαντικές αποφάσεις, όπως η εγγραφή της σε τεχνική σχολή μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευσή της», αναφέρει η Elide Taviani, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Opera Nazionale Montessori, στη Ρώμη της Ιταλίας, του οργανισμού, δηλαδή, που ίδρυσε η Μοντεσσόρι για την έρευνα και την προώθηση των εκπαιδευτικών μεθόδων της. Η υποστήριξη των γονέων της αποδείχθηκε, επίσης, απαραίτητη για την απόφασή της να σπουδάσει ιατρική, έναν τομέα στον οποίο κυριαρχούσαν οι άνδρες.
«Η οικογένεια της Μαρίας Μοντεσσόρι ήταν πάντα εξαιρετικά ευαίσθητη σε κοινωνικά ζητήματα», προσθέτει η Taviani, όπως ήταν ο αγώνας για τη χειραφέτηση της γυναίκας, ένας αγώνας που η Μοντεσσόρι θα συνέχιζε και στην ενήλικη ζωή της.
Αμέσως μετά την αποφοίτησή της, το 1896, η Μοντεσσόρι άρχισε να εργάζεται ως εθελοντική βοηθός σε μία ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου της Ρώμης, όπου φρόντιζε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες. Τα δωμάτια ήταν άδεια, με ελάχιστα έπιπλα. Μία μέρα, διαπίστωσε ότι τα παιδιά έπαιζαν με ενθουσιασμό με ψίχουλα ψωμιού που είχαν πέσει στο πάτωμα. Τότε, της ήρθε στο μυαλό ότι η προέλευση ορισμένων διανοητικών αναπηριών θα μπορούσε να σχετίζεται με την εξαθλίωση. Με το κατάλληλο μαθησιακό υλικό, αυτά και άλλα νεαρά μυαλά, θα μπορούσαν να γαλουχηθούν σωστά, όπως διαπίστωσε η Μοντεσσόρι.
Η παρατήρηση αυτή, θα την οδηγούσε στην ανάπτυξη μίας νέας μεθόδου εκπαίδευσης, που επικεντρωνόταν στην παροχή της βέλτιστης διέγερσης κατά τις ευαίσθητες περιόδους της παιδικής ηλικίας.
Στο επίκεντρό της, ήταν η αρχή ότι όλα τα μαθησιακά υλικά πρέπει να έχουν παιδικό μέγεθος και να είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να απευθύνονται σε όλες τις αισθήσεις. Επιπλέον, κάθε παιδί θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να κινείται και να δρα ελεύθερα, καθώς και να χρησιμοποιεί τη δημιουργικότητα και τις ικανότητες επίλυσης προβλημάτων. Οι δάσκαλοι αναλάμβαναν το ρόλο του καθοδηγητή, υποστηρίζοντας τα παιδιά χωρίς εξαναγκασμό ή έλεγχο.
Η Μοντεσσόρι άνοιξε το πρώτο της “Casa dei Bambini” – “Σπίτι των παιδιών”, το 1907 και σύντομα και πολλά άλλα. Με την πάροδο του χρόνου, σφυρηλάτησε δεσμούς με οραματιστές σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένου και του Γκάντι. Ίσως, αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, όταν οι φασίστες ανέβηκαν για πρώτη φορά στην εξουσία στην Ιταλία, το 1922, αρχικά αγκάλιασαν το κίνημά της. Σύντομα, όμως, ήρθαν να αντιταχθούν στην έμφαση που έδινε στην ελευθερία έκφρασης των παιδιών. Οι αξίες της Μοντεσσόρι αφορούσαν πάντα τον ανθρώπινο σεβασμό και τα δικαιώματα των παιδιών και των γυναικών. Αλλά οι φασίστες ήθελαν να εκμεταλλευτούν το έργο και τη φήμη της.
Τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, όταν το φασιστικό καθεστώς προσπάθησε να επηρεάσει το εκπαιδευτικό περιεχόμενο των σχολείων και το 1934 η Μοντεσσόρι και ο γιος της αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την Ιταλία.
Επέστρεψε στην πατρίδα της μόλις το 1947 και συνέχισε να γράφει και να αναπτύσσει τη μέθοδό της μέχρι το θάνατό της το 1952, σε ηλικία 81 ετών.
Υπεύθυνα παιδιά
Σήμερα υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη σχολείων Μοντεσσόρι, τα οποία δεν αναγνωρίζονται όλα από την «Όπερα Μοντεσσόρι», αλλά ορισμένες θεμελιώδεις αρχές έχουν παραμείνει ανέπαφες. Μία από αυτές είναι η ιδέα των δασκάλων, ως ευγενικών οδηγών, που ενθαρρύνουν τα παιδιά να ολοκληρώνουν τις δραστηριότητες με όσο το δυνατόν λιγότερη παρέμβαση των ενηλίκων.
«Τα παιδιά μας μαθαίνουν να αυτοδιαχειρίζονται», λέει η Miriam Ferro, η διευθύντρια του Ecoscuola Montessori στο Παλέρμο της Σικελίας, το οποίο δέχεται παιδιά από τους πρώτους μήνες μέχρι την ηλικία των έξι ετών.
Ορισμένα μαθήματα στην Ecoscuola είναι παρόμοια με αυτά που διδάσκονται σε άλλα νηπιαγωγεία και σχολεία, όπως τα μαθηματικά και η μουσική. Υπάρχει όμως και ένα τμήμα που ονομάζεται “πρακτική ζωή”, το οποίο ανάγεται στο αρχικό όραμα της Μοντεσσόρι για την αυτονομία των παιδιών. Περιλαμβάνει πρακτικές εργασίες της πραγματικής ζωής, όπως το σερβίρισμα ποτών στους συμμαθητές τους. Για λόγους ασφαλείας, οι δάσκαλοι αναλαμβάνουν να βράσουν το νερό, αλλά τα παιδιά παίζουν ενεργό ρόλο στον καθαρισμό της επιφάνειας εργασίας και στη συνέχεια, παρουσιάζουν τα ποτά στους άλλους. «Και κατά τη διάρκεια του πρωινού και του μεσημεριανού γεύματος είναι αυτοκατευθυνόμενα, παίρνοντας με τη σειρά τους να στρώσουν το τραπέζι και να σερβίρουν τους συμμαθητές τους», αναφέρει η Ferro.
Η μέθοδος ενθαρρύνει την ανεξαρτησία, αλλά και τη συνεργασία. Παιδιά διαφορετικών ηλικιών φοιτούν στην ίδια τάξη, έτσι ώστε τα εξάχρονα, για παράδειγμα, να μπορούν να βοηθήσουν τα τρίχρονα. Δεν υπάρχουν τεστ ή βαθμοί, ώστε να αποφεύγεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των μαθητών. Κάθε μάθημα διαρκεί τρεις ώρες, για να μπορούν τα παιδιά να εντρυφήσουν σε αυτό που κάνουν. Τα μαθησιακά υλικά είναι σχεδιασμένα για να τα χειρίζονται και να τα εξερευνούν με όλες τις αισθήσεις, όπως τα γράμματα και οι αριθμοί από γυαλόχαρτο, τα οποία το παιδί μπορεί να ανιχνεύσει με το δάχτυλό του.
Όσο χαρούμενη και λογική και αν ακούγεται αυτή η ιδέα, επιφέρει κάποια απτά οφέλη, πέρα από αυτά που παρατηρούνται σε μια τυπική τάξη;
Μπορεί να φαίνεται απλή ερώτηση, αλλά είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί. Οι έρευνες δείχνουν ότι μπορεί να υπάρχουν οφέλη από συγκεκριμένες πτυχές της μοντεσσοριανής εκπαίδευσης αλλά τα αποτελέσματα συνοδεύονται από σημαντικές επιφυλάξεις. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η τυπική επιστημονική διαδικασία που χρησιμοποιείται για να διαπιστωθεί αν κάτι λειτουργεί ή όχι, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην τάξη.
Για να μετρηθούν τα αποτελέσματα μίας παρέμβασης με επιστημονικό τρόπο, συνήθως, διεξάγετε μία τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή. Αυτό περιλαμβάνει την τυχαία κατανομή των συμμετεχόντων σε δύο ομάδες.
Την “πειραματική” ομάδα, στην οποία χορηγείται η παρέμβαση και την ομάδα “ελέγχου”, η οποία υποβάλλεται σε μία συγκρίσιμη, αλλά διαφορετική διαδικασία που δεν αναμένεται να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εάν εκείνοι που έλαβαν την παρέμβαση τα πήγαν καλύτερα από εκείνους που δεν την έλαβαν, μπορεί να προκύψει ότι η παρέμβαση λειτούργησε. Στην ιατρική, τα άτομα της ομάδας παρέμβασης μπορεί να λάβουν ένα πραγματικό χάπι, ενώ η ομάδα ελέγχου μπορεί να λάβει ένα χάπι “εικονικού φαρμάκου” που μοιάζει με το πραγματικό, αλλά δεν περιέχει τα ενεργά συστατικά.
Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί η ίδια αυστηρότητα στη δοκιμή των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Μπορεί να γίνει σύγκριση με τους μαθητές στα σχολεία Μοντεσσόρι με εκείνους σε κάποιο άλλο εκπαιδευτικό σύστημα. Αλλά πολλά σχολεία Μοντεσσόρι είναι επί πληρωμή και η επιλογή των γονέων μπορεί να σχετίζεται με πολλούς άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πρόοδο ενός παιδιού. Δεν είναι μόνο ο πλούτος των γονέων που έχει σημασία. «Οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολείο Μοντεσσόρι μπορεί να ασχολούνται περισσότερο με την εκπαίδευσή τους, οπότε το δικό τους εκπαιδευτικό στιλ στο σπίτι μπορεί να επηρεάσει θετικά την επιτυχία τους», εξηγεί ο Javier Bernacer, στο Ινστιτούτο Πολιτισμού και Κοινωνίας του Πανεπιστημίου της Ναβάρα στην Ισπανία.
Βέβαια, κάποιες μελέτες καταδεικνύουν μία σειρά από οφέλη για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν αυτό είναι αποτέλεσμα της μεθόδου Μοντεσσόρι ή αν απλώς οφείλεται στο προνομιούχο υπόβαθρό τους.
Η Angeline Lillard, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια στο Charlottesville, προσπάθησε να ξεπεράσει αυτά τα ζητήματα, εξετάζοντας ένα συγκεκριμένο σχολείο Μοντεσσόρι στο Μιλγουόκι των ΗΠΑ. Τα παιδιά που έκαναν αίτηση για το σχολείο επιλέχθηκαν μέσω ενός συστήματος κλήρωσης. Αυτή η τυχαία επιλογή θα έπρεπε να εξαλείψει αυτούς τους άλλους συγχυτικούς παράγοντες, επιτρέποντας στην Lillard να είναι πιο σίγουρη, ότι οι όποιες διαφορές οφείλονται στην ίδια τη μέθοδο Μοντεσσόρι. Αναλύοντας την πρόοδό τους, στην ηλικία των πέντε ετών, η Lillard διαπίστωσε ότι τα παιδιά που πήγαν στο σχολείο Μοντεσσόρι είχαν την τάση να έχουν καλύτερες δεξιότητες γραφής, αριθμητικής, εκτελεστικής λειτουργίας και κοινωνικές δεξιότητες, σε σύγκριση με εκείνα που είχαν φοιτήσει στα άλλα σχολεία. Και στην ηλικία των 12 ετών, έδειξαν καλύτερες ικανότητες αφήγησης ιστοριών.
Όσο θετικά και αν είναι αυτά τα αποτελέσματα, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό βασίστηκε σε σχετικά μικρό δείγμα μαθητών. Η Chloe Marshall από το Ινστιτούτο Εκπαίδευσης του University College του Λονδίνου, αναφέρει ότι τα αποτελέσματα της Lillard παρέχουν το πιο αυστηρό τεστ μέχρι στιγμής, “αλλά είναι μόνο ένα στοιχείο, και χρειαζόμαστε αναπαραγωγή στην επιστήμη”.
Τα οφέλη του «αδόμητου χρόνου»
Εξετάζοντας γενικότερα τη βιβλιογραφία για την εκπαίδευση και την ψυχολογία, ο Marshall υποψιάζεται ότι η μέθοδος επιφέρει κάποια οφέλη, χωρίς να έχει μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν κάποια πρόσφατα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παροχή στα παιδιά μη δομημένου χρόνου, κατά τον οποίο τους επιτρέπεται να ασχοληθούν με τις δικές τους δραστηριότητες χωρίς πολύ μεγάλη παρέμβαση από έναν ενήλικα, οδηγεί όντως σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία και αυτοκαθοδήγηση. Και αυτή η προσέγγιση βρίσκεται στην καρδιά της μεθόδου Μοντεσσόρι.
Υπάρχουν, επίσης, κάποια στοιχεία ότι τα παιδιά σε τάξεις που χρησιμοποιούν μόνο τα επαληθευμένα μαθησιακά υλικά Μοντεσσόρι, έχουν καλύτερες επιδόσεις από τάξεις με άλλα είδη εκπαιδευτικών αντικειμένων. Γεγονός που υποδηλώνει ότι ο μοναδικός σχεδιασμός τους ωφελεί την πρώιμη μάθηση.
Η Solange Denervaud, νευροεπιστήμονας στο Centre Hospitalier Universitaire Vaudois στην Ελβετία και πρώην δασκάλα Μοντεσσόρι, είναι εξίσου θετική. Σε πρόσφατη μελέτη της, διαπίστωσε ότι τα παιδιά που φοιτούν σε σχολεία Μοντεσσόρι τείνουν να έχουν μεγαλύτερη δημιουργικότητα, η οποία, με τη σειρά της, φάνηκε να συνδέεται με καλύτερα ακαδημαϊκά αποτελέσματα.
Η Denervaud υποψιάζεται ότι τα πλεονεκτήματα απορρέουν από την εμπειρία των παιδιών να αναλαμβάνουν την ηγεσία των μαθησιακών τους δραστηριοτήτων από νεαρή ηλικία και από την αυξημένη ευκαιρία να βρίσκουν τις δικές τους λύσεις σε ένα πρόβλημα και να μαθαίνουν από τα λάθη τους. Όλα αυτά θα πρέπει να ενθαρρύνουν μια πιο ευέλικτη σκέψη.
Μήπως η επιτυχία των αποφοίτων Μοντεσσόρι αντανακλά αυτά τα οφέλη;
Η Marshall λέει ότι πρέπει να κρατήσουμε επιφυλάξεις, καθώς δεν έχουμε ακόμη πειστικά στοιχεία για τα μακροπρόθεσμα οφέλη. Η Denervaud είναι πιο θετική. Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματά της, πιστεύει ότι η εκπαίδευση Μοντεσσόρι θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να προοδεύσουν στις δημιουργικές βιομηχανίες.
«Όταν είσαι στο σχολείο, χτίζεις την αρχιτεκτονική του μυαλού σου», αναφέρει η ίδια και προσθέτει «θα ήταν λογικό ότι οι άνθρωποι που έχουν μάθει να είναι αυτενεργοί, ευέλικτοι και συνεργάσιμοι σε νεαρή ηλικία, θα πρέπει να έχουν πλεονέκτημα αργότερα στη ζωή τους».
Το εμπορικό σήμα Μοντεσσόρι
Όποια και αν είναι τα πραγματικά οφέλη της μεθόδου, υπάρχει σίγουρα κάτι ελκυστικό στην κεντρική ιδέα. Οι υποστηρικτές της έχουν σημειώσει τεράστια επιτυχία στο μάρκετινγκ του μηνύματός της για μία απελευθερωμένη, αυτοκατευθυνόμενη παιδική ηλικία, απαλλαγμένη από την τυραννία της συμβατικής εκπαίδευσης. Η Μαρία Μοντεσσόρι ήταν ακούραστη στην προώθηση της μεθόδου της και οι διάδοχοί της συνέχισαν να την εξαπλώνουν στον κόσμο.
«Έχει γίνει, όχι τυχαία, ένα “εμπορικό σήμα”», εξηγεί ο Gianfranco Marrone, καθηγητής σημειωτικής, της μελέτης των σημείων και των συμβόλων, στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο. Επισημαίνει την άνοδο των εμπορικών σημάτων και του μάρκετινγκ από τη δεκαετία του 1980, η οποία επεκτείνεται και στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Το όνομα Μοντεσσόρι, συνδέεται πλέον με μία υψηλή ποιότητα εκπαίδευσης, ακόμη και με μία φιλοσοφία ζωής, που έχει προσελκύσει πολλούς γονείς.
Κατά ειρωνικό τρόπο, ωστόσο, πολλά σχολεία σήμερα φέρουν το όνομα της Μαρίας Μοντεσσόρι, ενώ τηρούν μόνο χαλαρά τις μεθόδους της. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η λέξη δεν είναι κατοχυρωμένη ως εμπορικό σήμα. Ενώ υπάρχουν επίσημα ιδρύματα Μοντεσσόρι σε διάφορες χώρες που παρέχουν εκπαίδευση και πιστοποίηση εκπαιδευτικών, αυτό δεν είναι απαραίτητο για να χρησιμοποιούν τα σχολεία τον όρο στη διαφήμισή τους.
«Είναι όλο και πιο δύσκολο να βρει κανείς αυθεντική μοντεσσοριανή εκπαίδευση», λέει η L’Ecuyer, η οποία ανησυχεί ότι ορισμένα σχολεία μπορεί απλώς να ακολουθούν μία τάση, χωρίς να υιοθετούν πραγματικά τις αρχές σχετικά με την αυτονομία του παιδιού ή τη διάρκεια των μαθησιακών συνεδριών. Όλα αυτά θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά αποτελέσματα. Η έλλειψη συνέπειας στην εφαρμογή της μεθόδου μπορεί να εξηγήσει γιατί υπάρχει ποικιλομορφία στις μετρήσεις των πλεονεκτημάτων της μεθόδου Μοντεσσόρι, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αποτυχιών να σημειωθούν τυχόν πλεονεκτήματα έναντι άλλων εκπαιδευτικών συστημάτων.
Ο Marshall είναι πιο αισιόδοξος για αυτές τις αλλαγές. Ενώ συμφωνεί ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις μπορεί μερικές φορές να αλλοιώνουν τις εκτιμήσεις της μεθόδου Μοντεσσόρι, αναγνωρίζει επίσης ότι το κίνημα μπορεί να χρειαστεί να προσαρμοστεί στις κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές.
Είναι απόδειξη του έργου της Μοντεσσόρι ότι, περισσότερα από 100 χρόνια μετά το άνοιγμα του πρώτου της σχολείου, οι εκπαιδευτικοί εξακολουθούν να παλεύουν με τη θεωρία της και ότι αυτή συνεχίζει να εμπνέει σοβαρές έρευνες. Και δεδομένων των δελεαστικών πρόσφατων αποτελεσμάτων, μπορεί να συνεχίσει να πυροδοτεί συζητήσεις για έναν ακόμη αιώνα.