Σε μια εποχή που μάχεται να μας πείσει ότι η ατομικότητα επιβάλλεται να είναι βασική προτεραιότητα του ανθρώπου και για να το ενισχύσει αυτό, προτείνει εύπεπτες, ακαλαίσθητες συγκινήσεις και κιτς διασκεδάσεις, επιβάλλεται ένας ισχυρός αντίλογος για να κρατά το μέτρο της αισθητικής ψηλά και να ζωντανεύει την συλλογική μας μνήμη.
Η ρηχότητα του παρόντος σε μια δίνη του «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε» αρκεί να περνάμε καλά, έχει ισοπεδώσει την πολυπολιτισμική ταυτότητα της πόλης, έχει μεταβάλλει τον πολλών αιώνων λαϊκό και φιλόξενό της χαρακτήρα σε κάτι άκρως φοβικό, με αποτέλεσμα οι άνθρωποί της να χαρακτηρίζονται παρά τις αντικειμενικά δύσκολες συνθήκες, περισσότερο από τους δήθεν χαλαρούς ρυθμούς και τον τρόπο διασκέδασής τους και μέχρι εκεί.
Με κάθε ευκαιρία λοιπόν αναζητούμε «όπλα» να προτείνουμε ως αντίβαρο σε αυτόν το καταιγισμό της σύγχρονης εποχής και η πόλη μας, η πόλη της Θεσσαλονίκης, έχει τους δικούς της ανθρώπους που της φτάνουν μια χαρά για να πορεύεται με αξιοπρέπεια και δυναμική κόντρα σε οτιδήποτε δεν συνάδει με το παρελθόν και την ουσία του ανθρώπου ως μέλος μιας κοινότητας που τον χαρακτηρίζει και παράλληλα την χαρακτηρίζει και κείνος με τη σειρά του.
Το βιβλίο του Μιχάλη Γ. Τριανταφυλλίδη από τις εκδόσεις Επίκεντρο, είναι αναμφισβήτητα ένα τέτοιο εργαλείο. Πρόκειται για το πρώτο του βιβλίο, αφιερωμένο στην εγγονή του Αμαρυλλίδα, στην παρουσίαση του οποίου βρεθήκαμε πριν λίγες στο Ζύθος Ντο Ρε, με καλεσμένους συνομιλητές την συγγραφέα Ιωάννα Αβραμίδου, τον δημοσιογράφο Άκη Σακισλόγλου και συντονιστή τον Γιώργο Καστούρα.
Δεν ισχύει πάντα για τους συγγραφείς και τα πονήματά τους αλλά στην περίπτωση του πληθωρικού και δραστήριου Μιχάλη Τριανταφυλλίδη, εάν γνωρίζεις έστω και λίγο τον ίδιο και την διαδρομή του, καταλαβαίνεις αμέσως τι πρόκειται να διαβάσεις στο βιβλίο του. Με λόγο άμεσο, γραμμένο με μια σεμνή προφορικότητα και προπαντός με ρεαλισμό, καταγράφει όσα έζησε, ακριβώς όπως τα έζησε. Στις σελίδες – εποχές του βιβλίου διαδέχονται η μία μετά την άλλη διατυπώσεις, για ό,τι πιο σημαντικό μπορεί κανείς να θυμηθεί στην πρόσφατη ιστορία. Για παράδειγμα, την αντιπαροχή ως βίαιη μετάβαση από μια ζωή σε κάποια άλλη, τα καλώς και κακώς κείμενα των σημαντικών παραγόντων και φορέων της πόλης, πολιτικών, θεσμικών και ιερωμένων. Συναντά ήθη και έθιμα της παράδοσης που, είτε τα δέχεται κανείς και του αρέσουν είτε όχι, οφείλει να τα δεχτεί ως στοιχεία πολιτισμικής ταυτότητας και να τα παραδώσει σαν σκυτάλη στις επόμενες γενιές. Μέσα από το λεπτό του αισθητήριο ο συγγραφέας τα συνδέει όλα με μυρωδιές, γεύσεις και την αίγλη των μεγάλων οικογενειακών τραπεζιών.
Αξιοσημείωτο στοιχείο που συναντά κανείς στο βιβλίο και δομικό της προσφυγομάνας Θεσσαλονίκης, είναι οι διάλεκτοι της πόλης. Διαβάζουμε:
-«Α τώρα ποίος έρθεν»
-«Της Κίτσας το πουλόπον»
κι αμέσως ξεπηδούν όλες οι αφηγήσεις των πονεμένων Πόντιων προσφύγων που ακόμη υπάρχουν στις βασικές αρτηρίες των γειτονιών και κυλούν με το αίμα των αναμνήσεων, με την ασφάλεια όμως της απόστασης του χρόνου.
Διάχυτη επίσης είναι η εκ των έσω κριτική πολιτικών επιλογών σε κομβικά σταυροδρόμια της ιστορίας της πόλης, πριν και μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την εξαιρετική ομολογία του κόμπλεξ που κουβαλά ανέκαθεν ο Σαλονικιός, είτε από τη θέση του απλού πολίτη είτε από κάποιο θεσμικό πόστο, ότι για όλα «φταίει το αθηνοκεντρικό κράτος». Ξεκάθαρα τοποθετείται ο κ. Τριανταφυλλίδης πως αυτός είναι ένας τρόπος μετάθεσης ευθύνης, ενώ παράλληλα μιλά ανοιχτά για την κριτική που δέχτηκε στην διαδρομή του στα κοινά.
Ως γενική ατμόσφαιρα στη συζήτηση της παρουσίασης το πιο οικείο που βίωσα προσωπικά ήταν ότι η φτώχεια, η λαϊκή καταγωγή, η ρίζα με άλλα λόγια και όλα όσα ζούμε στα παιδικά χρόνια, είναι η πιο ισχυρή πατρίδα που, αντί να την αποποιούμαστε, οφείλουμε να την διατηρούμε και να την προστατεύουμε ως ένα σκαλοπάτι σύνδεσης με τον συνάνθρωπο παρά τις ετερόκλητες καταβολές του καθενός. Οι συνομιλητές, γνώριμοι πολλών δεκαετιών με τον συγγραφέα, περιέγραψαν πόσο εύστοχα κανείς μπορεί να βρει στο βιβλίο στοιχεία από το προσωπικό του παρελθόν, άρα από το κοινό μας παρελθόν και πως αντίστοιχα τέτοιου είδους βιβλία είναι απαραίτητα να γράφονται. Έγινε λόγος και για μια πόλη που σήμερα θα θέλαμε να έχουμε και διαπιστώνεται πως τελικά δεν έχουμε. Καθώς παραβρέθηκαν και πολιτικά πρόσωπα της πόλης στην παρουσίαση, τόσο από τον τομέα της δημόσιας διοίκησης αλλά και από την αυτοδιοίκηση, εν όψει εκλογών ένα παραπάνω, ασκήθηκε δριμεία κριτική στην παρούσα έλλειψη εξωστρέφειας της πόλης αλλά και στην πολυεπίπεδη μη βιωσιμότητά της καθημερινά.
Κλείνοντας, ρισκάρω να απομονώσω, δίχως την πρόθεση να αδικήσω οτιδήποτε σημαντικό μπορεί να βρει κανείς μέσα στις γραμμές σχεδόν τριακοσίων σελίδων του βιβλίου, μία φράση του Μιχάλη Τριανταφυλλίδη. Στη σελίδα 134, σε ένα μικρό κεφάλαιο για την 21η του όχι πολύ μακρινού εκείνου Απρίλη, γράφει: «… εγώ το λέω ευθαρσώς: όλα άξιζαν τον κόπο. Όλα είναι τιμή μου που τα έζησα. Μέσα από αυτά έγινα άνθρωπος, όσο έγινα, και δεν πολυπαίζω με τη γομολάστιχα το γράψε – σβήσε…». Μεμιάς διαχωρίζει ο ίδιος τη θέση του, συμπαρασύροντας και όσους τον διαβάζουμε, από όποιον διατηρεί επιλεκτικά με γνώμονα το εναλλασσόμενο παρόν κομμάτια του παρελθόντος.
Ακολουθούν μερικά στιγμιότυπα της παρουσίασης