Με δύο θεατρικά έργα, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Τσαφούλια, υποδέχεται η Θεσσαλονίκη την άνοιξη· «Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα», από τις 13/03, στο Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ & «Ο Επισκέπτης», από τις 29/03, στο RadioCity Theatre.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας συγκαταλέγεται, δικαίως, ανάμεσα στους καλύτερους σκηνοθέτες της γενιάς του.
Είναι οξυδερκής. Ειλικρινής. Και το μόνο που οφείλεις να κάνεις, από μέρους σου, είναι να του επιτρέψεις να σε συμπαρασύρει στη φιλοσοφία αυτού που εκπροσωπεί…
Κύριε Τσαφούλια, σας πετυχαίνω μετά τη λήξη των προβών. Αφορούν στα έργα που ήδη παίζονται στην Αθήνα, σε αυτά που περιμένουμε στη Θεσσαλονίκη ή, ενδεχομένως, σε κάτι καινούργιο;
Το κομμάτι των προβών έχει, κυρίως, να κάνει και με αυτό που λέμε «συντήρηση» των έργων που ήδη παίζονται. Αν, καμιά φορά, προχωρήσει ο καιρός και κάποια πράγματα αλλάξουν, φύγουν από τον ρυθμό τους, κάνουμε μια επαναφορά. Χρονικά, έτυχε να παίζονται, σχεδόν ταυτόχρονα, πολλά δικά μου θεατρικά.
Είναι τέσσερα, έτσι;
Ναι. Είναι τέσσερα, συνολικά, αυτήν τη στιγμή. Οπότε, το να τα παρακολουθείς όλα και να τα κρατάς και «κουρδισμένα» -γιατί κάποια έργα ήταν να μην πάνε δεύτερη χρονιά, αλλά πήγαν- είναι λίγο πιεστικό.
Για να έρθουμε στα της Θεσσαλονίκης, χαριτολογώντας θα ονομάσω τον Μάρτιο «θεατρικό μήνα Τσαφούλια», καθώς έχουμε δύο πρεμιέρες στην πόλη· τα «Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα» και τον «Επισκέπτη».
Α, είναι πολύ ωραίο. Άμα ο Μάρτιος, στη Θεσσαλονίκη, είναι «μήνας Τσαφούλια» θεατρικά, εμένα μου αρέσει πάρα πολύ αυτό!
Κι αν όλα πάνε καλά, από Σεπτέμβριο θα τα ξαναπούμε και με την «Αξία Της Ζωής».
Αν, λοιπόν, στα δύο προαναφερθέντα προσθέσουμε και τις «Αινιγματικές Παραλλαγές», καταλήγουμε να έχετε καταπιαστεί, σκηνοθετικά, με τρία έργα του ιδίου συγγραφέα. Αυτό πώς προέκυψε;
Αρχικά, θέλω να πω ότι μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος που προσεγγίζει τα θέματα και γράφει ο Eric-Emmanuel Schmitt. Παρόλα αυτά, οι δύο πρώτες συναντήσεις, σε ό, τι αφορά στις «Αινιγματικές Παραλλαγές» και στα «Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα», ήταν τυχαίες.
Τυχαίες από την άποψη ότι, ο Πυγμαλίων, μου έφερε τις «Αινιγματικές Παραλλαγές» όταν τελειώσαμε τα γυρίσματα της ταινίας του «Έτερος Εγώ» και μου είπε: «Διάβασε αυτό το έργο». Και, πραγματικά, με συγκλόνισε. Μου άρεσε πάρα πολύ από γραφής. Αρκετά χρόνια αργότερα, το κάναμε θεατρικό.
Μετά, ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ και με τον Άρη Λεμπεσόπουλο και με τη Ναταλία την Τσαλίκη. Στην κουβέντα που είχαμε με τη Ναταλία, τότε, για ένα έργο, μου έστειλε τα «Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα» και, με το που βλέπω Eric-Emmanuel Schmitt, της είπα, ουσιαστικά, «ναι» πριν διαβάσω το έργο.
Αναζητώντας κι άλλα έργα του, βρήκα τον «Επισκέπτη» όπου και έκανα τη μετάφραση μαζί με τον Αντώνη τον Γαλέο. Και δεν σας κρύβω ότι, για το ’25, είναι πολύ πιθανόν να ανεβάσω κι ένα τέταρτο έργο του Schmitt. Ο οποίος, μετά την επιτυχία των «Αινιγματικών Παραλλαγών», έρχεται στην Ελλάδα, στις 2 Απριλίου, για να δει την παράσταση και να γνωριστούμε από κοντά.
Η αλήθεια είναι ότι, τα μεταφρασμένα κείμενα του Schmitt, τα «ψάχνουμε με τα κιάλια». Και διαπιστώνοντας ότι πράγματι «Ο Επισκέπτης» έχει εκδοθεί σε δική σας μετάφραση, αναρωτιέμαι, πόσες γλώσσες μιλάτε;
Ορισμένα έργα, δεν ξέρω αν σας έχει τύχει ποτέ, μπορείς να τα καταλάβεις ακόμα κι αν δεν μιλάς τη γλώσσα. Δεν αναφέρομαι, βέβαια, σε επίπεδο θεατρικό, που χρειάζεται να κάνεις μια μετάφραση…
Του Schmitt είναι κυρίως στα Γαλλικά, αλλά έχουν παιχτεί και σε άλλες χώρες. Οπότε, υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες. Εγώ επιλέγω να κινηθώ, πολλές φορές, μεταφράζοντας και τη γαλλική έκδοση και την αγγλική. Και πιθανόν και άλλη γλώσσα, για να δω τι αποδόσεις και τι μεταφράσεις έχουν γίνει. Ουσιαστικά, δηλαδή, στον «Επισκέπτη», ο Αντώνης ο Γαλέος ασχολήθηκε με το γαλλικό κείμενο κι εγώ με το αγγλικό. Και, μετά, κάναμε μια σύμπραξη των δύο μεταφράσεών μας, για να έχουμε μια καλύτερη απόδοση.
Ξέρετε, το πολύ δύσκολο στις μεταφράσεις των κειμένων δεν είναι η ίδια η μετάφραση. Είναι η απόδοση. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα απλό: αν ένα ελληνικό κείμενο έχει τη φράση «στο κάτω κάτω της γραφής», η μετάφραση είναι «to the downtown of the writing». Αλλά αυτό, στα Αγγλικά, δεν σημαίνει τίποτα.
Πολλές φράσεις που χρησιμοποιούνται σε μια ξένη γλώσσα, είτε ως αργκό είτε ως μεταφορικές είτε ως αλληγορικές, έχουν μια άλλη απόδοση στο ελληνικό κείμενο. Και γι’ αυτό το δυσκολότερο πράγμα, συνήθως, δεν είναι να μεταφράσεις ξένα κείμενα στα Ελληνικά. Αλλά ελληνικά κείμενα σε άλλες γλώσσες.
Ποιο είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο, για εσάς, ευδοκιμεί μια συνεργασία;
Πάνω απ’ όλα, για να ξεκινήσω να συζητάω μια ενδεχόμενη συνεργασία, είναι το κείμενο· το κείμενο στο θέατρο, το σενάριο στον κινηματογράφο. Για ‘μένα, από ‘κεί ξεκινούν τα πάντα.
Μου στέλνουν πάρα πολλά και διαβάζω πάρα πολλά πράγματα, πέρα από αυτά που γράφω. Όταν διαβάζω κάτι, το πρώτο σημείο ότι κάτι έχει ενδιαφέρον για να συνεχίσω να ασχολούμαι μαζί του, είναι, από την πρώτη σελίδα, να αρχίσουν να δημιουργούνται εικόνες. Ουσιαστικά να μην το διαβάζω, να το δω διαβάζοντάς το. Εάν ξεκινήσω να διαβάζω ένα σενάριο ή ένα κείμενο ή ένα βιβλίο και στις πρώτες τέσσερις σελίδες δεν έχει «γεννηθεί» μια εικόνα, μπορεί να το τελειώσω για λόγους συνέπειας ή ενδιαφέροντος, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να το «ζωντανέψω» στο θέατρο ή στο σινεμά.
Οπότε, το πρώτο είναι αυτό· το κείμενο, πώς είναι γραμμένο, τι θέλει να πει ή το ερώτημα που θέλει να μοιραστεί με τους θεατές. Γιατί, για ‘μένα, τα έργα πρέπει να μοιράζουν ερωτήματα. Όχι μηνύματα. Μετά, γίνονται προπαγάνδα. Γίνονται κάτι άλλο. Κι αν τα ερωτήματα είναι ερωτήματα που με αφορούν, θα το κάνω. Πώς να το πω αλλιώς; Δεν υπάρχει περίπτωση να πάω επίσκεψη σε ένα σπίτι και να πάρω ένα γλυκό, που δεν θα το έτρωγα εγώ ο ίδιος.
Μέσω αυτών των ερωτημάτων που θέτετε επί του θεατρικού πάλκου, για να μιλήσουμε για το θέατρο, αποδεικνύετε ότι το αγαπάτε. Κι αποδεικνύετε ότι αγαπάτε και τον άνθρωπο.
Δεν είναι εφικτό να κάνεις θέατρο, αν δεν αγαπάς τον άνθρωπο. Ούτε σινεμά μπορείς να κάνεις. Δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις τίποτα σ’ αυτό το επίπεδο της τέχνης, αν δεν αγαπάς τον άνθρωπο κι αν δεν σ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Ή αν δεν σ’ ενδιαφέρει να ταυτιστείς με έναν άνθρωπο ακόμα και στο ερώτημα, να «ακουμπήσεις» κάπου πάνω, να του δώσεις ένα κείμενο το οποίο σε «δόνησε».
Όλοι οι άνθρωποι, πότε θα διηγηθούμε μια ιστορία σε μια παρέα ή σε ένα πλαίσιο φίλων, όταν καθόμαστε να φάμε ή όταν βγαίνουμε έξω; Αν, αυτή η ιστορία, μας έχει ενοχλήσει ή συγκινήσει (συν-κινώ) ή «δονήσει». Οπότε, με αυτήν την έννοια, δεν θα έκανα ποτέ ένα έργο επειδή μου το πρότειναν γιατί είναι καλά τα λεφτά ή γιατί είναι γνωστό, εάν, προσωπικά, δεν μου έχει πει κάτι. Υπάρχουν κι έργα σπουδαία, που έχουν «αγκαλιαστεί» από όλον τον κόσμο, τα οποία δεν θα τα έκανα και δεν θα τα μοιραζόμουν γιατί δεν με αφορούν ως άνθρωπο. Άρα, λοιπόν, αν ένα έργο δεν «ακουμπάει» πάνω στον προβληματισμό μου, δεν μπορώ και να το μοιραστώ.
Αλλά εάν δεν αγαπάς τον άνθρωπο, δεν μπορείς να κάνεις θέατρο. Δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις. Είμαι απ’ τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι, τα πάντα, φτιάχτηκαν από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Ακόμα και οι νόμοι. Και γι’ αυτό είμαι τόσο κοντά και φανατικά προσκείμενος στην ελληνική νοοτροπία γενικότερα, την αρχαία ελληνική νοοτροπία. Σε αντίθεση με άλλα Δίκαια που έβαζαν πάνω απ’ όλα τον νόμο, οι Έλληνες τοποθετούσαν τον άνθρωπο. Και ο νόμος δεν μπορεί να είναι νόμος, αν δεν είναι, κυρίως, ανθρώπινος ή ανθρωποκεντρικός.
Πολλές φορές, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη να φτιάξει κάτι πάνω από αυτόν για να νιώθει, σε ένα πλαίσιο, ότι κάτι υπηρετεί. Και, καμιά φορά, χάνουμε το μέτρο και θυσιάζουμε τις ζωές μας για την οικονομία ή για την τέχνη ή για την πολιτική, για έννοιες, δηλαδή, που φτιάξαμε εμείς οι ίδιοι για να μας εξυπηρετούν. Και ζούμε, τώρα, μια άλλη κατάσταση όλων των εννοιών· υποφέρουμε, για να ευημερούν οι αριθμοί. Είναι ένα λάθος πλαίσιο, τελείως.
Οπότε ναι, τα πάντα ‘γιναν απ’ τον άνθρωπο. Ξεκινούν απ’ τον άνθρωπο και τελειώνουν σ’ αυτόν. Σε επίπεδο ανθρώπινης κατασκευής μιλάω, όχι σε επίπεδο μιας εγωιστικής κι εγωκεντρικής προσέγγισης.
Κι αν δεν αγαπάς τον άνθρωπο, που είσαι εσύ ο ίδιος, τότε υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Δηλαδή, όταν ακούω να αναφέρονται σε ανθρώπους και να τους χαρακτηρίζουν ως φιλάνθρωπους, δεν ξέρω, μ’ ενοχλεί πάρα πολύ αυτή η φράση. Όπως με ενοχλεί και η λέξη «φιλανθρωπία», γιατί έχει μια κάθετη ιεραρχία και δομή· εγώ που είμαι πάνω, βοηθάω εσένα που είσαι κάτω. Προτιμώ τη λέξη «αλληλεγγύη», γιατί είναι οριζόντια.
Το πρόβλημα, επομένως, έγκειται στο επικοινωνιακό του πράγματος. Ή και στην απουσία της ουσιαστικής επικοινωνίας, ενίοτε. Κάπως έτσι, από ένα μικρότερο «έγκλημα» οδηγούμαστε στα μη αναστρέψιμα…
Ναι, ακριβώς. Θα χρησιμοποιήσω δύο φράσεις, δύο πολύ αγαπημένων μου δασκάλων. Του Νίκου Λυγερού και του Δημήτρη Λιαντίνη. Τον πρώτο έχω την τύχη να τον έχω ως δάσκαλο εν ζωή, τον Λιαντίνη μέσα από τα βιβλία και τις ομιλίες του.
«Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν επικοινωνούμε. Επικοινωνούμε, δεν συνεννοούμαστε», έχει πει ο Νίκος ο Λυγερός. Είναι δύο πράγματα διαφορετικά η επικοινωνία με τη συνεννόηση. Κι ο Λιαντίνης, το ‘χει πάει σε μια άλλη διάσταση επίσης. «Ο λόγος που δεν συνεννοούμαστε, είναι γιατί δεν κάνουμε διάλογο. Κάνουμε παράλληλους μονολόγους».
Ο καθένας είναι τόσο εγκλωβισμένος ή «ερωτευμένος» με τη λανθασμένη έννοια, με τις απόψεις και το σκεπτικό του που, ουσιαστικά, δεν ακούμε τι μας λέει ο άλλος. Ακούμε, απλώς, έναν «θόρυβο» να βγαίνει από το στόμα του, ενώ εμείς προετοιμάζουμε την επόμενη απάντησή μας, η οποία είναι ένα επιχείρημα στο γιατί εγώ έχω δίκιο κι εσύ έχεις άδικο.
Εσάς, ωστόσο, αγαπούν να σας ακούν να μιλάτε. Δεν θυμάμαι, μάλιστα, κάποιον άλλον που να μην τον διακόπτουν ακόμα και οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι… Σαν, ο κόσμος, να βρίσκει «φωνή» σε όλα αυτά που θέλει να πει, αλλά δεν του δίνεται το «βήμα». Κι όταν αυτό γίνεται, κάπως, στο τέλος, τον αποσιωπούν…
Κι εμένα μου κάνει εντύπωση αυτό· πώς γίνεται να μην με διακόπτουν όταν μιλάω. Ο λόγος που, νομίζω, ότι συμβαίνει αυτό -επειδή το έχω συζητήσει και με φίλους δημοσιογράφους- είναι γιατί, επί της ουσίας, δεν λέω κάτι καινούργιο. Δεν είπα κάποιο μυστικό για το πώς ανακαλύφθηκε ο τροχός ή πώς λειτουργεί το σύμπαν. Προσπαθώ να επισημάνω το απλό. Και, πολλές φορές, το απλό είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Είναι σαν το παράδειγμα με τη γραφή στο διάστημα. Τη δεκαετία του ’60, όταν πήγαν οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί στο διάστημα, λέει η ιστορία, συνειδητοποίησαν ότι, εκεί, δεν μπορούσαν τα στιλό να γράψουν πάνω στα χαρτιά. Λόγω της έλλειψης βαρύτητας, δεν πιεζόταν το μελάνι. Οι Αμερικανοί, λοιπόν, ξόδεψαν χιλιάδες δολάρια για να φτιάξουν ένα ειδικό στιλό που, ουσιαστικά, είχε σαν έναν μικρό κινητήρα μέσα του για να πιέζει το μελάνι προς τα κάτω. Πολλοί επιστήμονες, πολύ μεγάλη μελέτη για να το καταφέρουν… Οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν μολύβι.
Καμιά φορά, το μυαλό μας έχει την τάση να το περνάει το απλό. Γιατί έχουμε μάθει να κάνουμε τη ζωή μας περίπλοκη. Κι έχουμε μάθει, όταν εμφανίζεται κάτι μπροστά μας, το μυαλό μας να πάει να βρει τη λύση στο περίπλοκο. Όταν, λοιπόν, το απλό δεν το κοιτάμε ως απλό κι όταν, απ’ την άλλη, έχουμε χάσει τη μάχη με το αυτονόητο και βγει κάποιος άνθρωπος και πει το απλό και το αυτονόητο, φαντάζει λίγο «κάπως». Η σιωπή αυτή, το ότι δεν με διακόπτει κανείς, είναι γιατί ο καθένας σκέφτεται: «Ρε φίλε, είναι μπροστά στα μάτια μου αυτό που λέει τώρα κι εγώ δεν το βλέπω».
Σε επίπεδο επιχειρημάτων ή λογικής, πώς, δηλαδή, μπορεί ένα επιχείρημα να παρουσιάζει έναν άνθρωπο ως αρνητικό κι εσύ να τους πεις ότι αυτό ακριβώς που λες αποδεικνύει το αντίθετο, είναι θετικό για αυτόν κι όχι αρνητικό, ε νομίζω ότι είναι θέμα, κυρίως, ερμηνείας και καθαρής ανάγνωσης των πραγμάτων.
Το ντεμπούτο σας, κύριε Τσαφούλια, το κάνατε με τον «Κοινό Παρονομαστή». Βέβαια, το «κάτι» περισσότερο, μέσα μας, έγινε με το «Έτερος Εγώ». Και μετά ακολούθησε η σκηνοθετική μετάβαση στο θέατρο, με τις «Αινιγματικές Παραλλαγές». Πώς το βιώσατε αυτό το πέρασμα;
Με μεγάλο ενδιαφέρον. Κινούμαι, πάντα, στα πράγματα σαν μαθητής. Εκεί, νομίζω, είναι το μυστικό για να βοηθήσεις τον εαυτό σου να δει σωστά τα πράγματα και να προχωρήσει. Είναι τελείως διαφορετικά πράγματα το θέατρο με τον κινηματογράφο. Και σαν ρυθμός αφήγησης και σαν σκηνοθετική προσέγγιση αλλά και σαν δίαυλος επικοινωνίας.
Ο ρυθμός του θεάτρου, για ‘μένα, ήταν δύσκολος στην αρχή. Γιατί είμαι λίγο γρήγορος στις ταχύτητές μου ως άνθρωπος. Η διαρκής επανάληψη με κούραζε πάρα πολύ. Αλλά αυτό μου κέντριζε και το ενδιαφέρον. Είναι σε πολλά πράγματα κόντρα σε αυτό που είμαι ως άνθρωπος, αλλά είναι πολύ ευεργετικό. Το θέατρο σου «χτυπάει» τη ματαιοδοξία, σε κάνει να είσαι «παρών» στο τώρα. Δεν έχεις μοντάζ, δεν έχεις pause, δεν έχεις rewind. Αν χάσεις τη στιγμή, έχασες το έργο. Και το έργο το οποίο δίνεις, είναι κάτι που θα φύγει.
Έχω πει και παλιότερα ότι, αν έπρεπε να συγκρίνω τις δύο σκηνοθετικές προσεγγίσεις με τη γλυπτική, η σκηνοθεσία στον κινηματογράφο είναι σαν να κάνεις γλυπτό στο μάρμαρο και η σκηνοθεσία στο θέατρο είναι σαν να κάνεις γλυπτό στον πάγο. Το ένα θα μείνει εκεί και θα είναι για πάντα, είτε αυτό είναι καλό είτε κακό, να σου θυμίζει μια στιγμή. Το άλλο θα φύγει και θα χαθεί. Και σκεφτείτε ότι το να κάνεις κάτι κακό και να φύγει και να χαθεί, πάει καλά… Το να κάνεις κάτι πάρα πολύ ωραίο και να μην μπορεί να αποτυπωθεί κι εσύ να είσαι συνυφασμένος με αυτό; Συν του ότι είναι κάτι «ζωντανό», συν του ότι κάθε μέρα μεταβάλλεται.
Μου αρέσει πάρα πολύ να έχω τον έλεγχο των καταστάσεων. Όχι δεσποτικά ή πατριαρχικά ή κυριαρχικά, αλλά οργανωτικά. Να μην αφήνω τα πράγματα στην τύχη τους. Θεωρώ ότι, η τύχη, σου φέρνει τα πράγματα. Αλλά απ’ τη στιγμή που σου φέρει ένα πράγμα, δεν πρέπει να το αφήσεις στην τύχη του. Στο θέατρο, λοιπόν, δεν έχεις τον έλεγχο. Κάθε μέρα θα είναι και κάτι άλλο· κάθε μέρα και κάτι άλλο με βάση το κοινό, τους ηθοποιούς, την εξέλιξη του έργου. Όλος αυτός ο μετεωρισμός είναι πολύ ευεργετικός για ‘μένα, είναι ένα «χτύπημα» στην ανάγκη μου να ελέγχω και να «κλειδώνω» τα πράγματα οργανωτικά. Με βγάζει από το comfort zone μου. Κι ό, τι, καμιά φορά, σε βγάζει από αυτήν τη ζώνη της επανάπαυσής σου, νομίζω ότι είναι καλό. Σε εμένα, τουλάχιστον, λειτουργεί θετικά.
Επαγγελματικά, πάντως, μπορούν να «χωρέσουν πολλά καρπούζια στην ίδια μασχάλη». Εμπλέκεστε και με τα ναυτιλιακά, τα οποία προϋπήρξαν της σκηνοθεσίας. Τι κοινό σημείο υπάρχει σε αυτά τα δύο;
Το πρώτο και βασικό, για ‘μένα, είναι να αγαπάς αυτό που κάνεις και να ξέρεις γιατί το κάνεις. Όταν αγαπάς κάτι, δεν υπάρχουν προβλήματα. Δεν υπάρχουν εμπόδια. Υπάρχουν δυσκολίες, που πρέπει να υπερβείς για να φτάσεις εκεί που θες.
Νομίζω, λοιπόν, ότι το «κλειδί» για να μπορείς να συνδυάζεις πράγματα και να τα υπηρετείς σωστά -το αν είσαι καλός ή κακός είναι αλλουνού κρίση- είναι να τα αγαπάς. Το δεύτερο είναι να ξέρεις το «γιατί»· το «γιατί» το δικό σου. Και το τρίτο, οπωσδήποτε να μπορέσεις να πλαισιώσεις τον εαυτό σου και τα έργα σου με ικανούς και σωστούς συνεργάτες, για να μπορείς να «διαιρείσαι» μες τη μέρα ή μες τους μήνες.
Ναι, το ναυτιλιακό κομμάτι προϋπήρχε. Από αυτό ξεκίνησα, επί της ουσίας, οπότε «τρέχουν» παράλληλα. Απ’ την άλλη, έχω την τύχη να χρειάζομαι πάρα πολύ λίγες ώρες ύπνου. Δεν κοιμάμαι πολλές ώρες, επομένως έχω περισσότερες διαθέσιμες για να οργανώσω τα πράγματα που μ’ αρέσει να κάνω.
Και η ξεκούραση, όμως, πρέπει να είναι μέσα στο πρόγραμμα…
Είναι. Το «ακούω» πάρα πολύ το σώμα μου. Αν μου ζητήσει μια μέρα να μην κάνει τίποτα, να φάει ό, τι χειρότερο υπάρχει και να κοιμηθεί, θα του το δώσω. Δεν θα το λογοκρίνω.
Με τη δουλειά μου και με τη μέχρι τώρα πορεία μου, το ‘χω «κερδίσει» αυτό· να μπορώ, δηλαδή, να δώσω στον εαυτό μου αυτό που μου ζητάει τη δεδομένη στιγμή, όταν πραγματικά το έχει ανάγκη. Όχι ως ναρκισσισμό, να «κρεμάσεις» ένα συνεργείο ή μια πρόβα. Αλλά σε περιόδους, που είχα σκοπό να δουλέψω κάτι μόνος μου. Όχι με άλλες ομάδες.
Όταν σηκώνομαι και το σώμα ή το μυαλό μου δεν θέλουν να συμμετάσχουν σε αυτήν τη διαδικασία, τα «ακούω» πια. Παλιότερα όχι. Έλεγα «πάμε» και «ή ταν ή επί τας». Είναι, κάποια στιγμή, και η συνειδητοποίηση του πόσο πραγματικά μετράμε για κάποιους ανθρώπους. Για τα παιδιά μας, για τους συντρόφους μας, για τους γονείς μας. Που, στα νεότερα χρόνια, δεν την έχουμε. Οπότε οφείλεις, από ένα σημείο κι έπειτα, να συντηρείς και κάποιες δυνάμεις. Γιατί δεν είναι «εγώ θα κάνω το έργο μου κι αν πεθάνω, πέθανα», όταν αυτό θα επηρεάσει κι άλλες ζωές κι άλλους ανθρώπους. Είτε σε επίπεδο συναισθηματικό είτε σε επίπεδο βιοποριστικό.
Όταν κάνεις μια δραστηριότητα, ένα έργο, έχεις μια εταιρεία από την οποία συντηρούνται είκοσι, τριάντα, πενήντα άνθρωποι, έχεις πολύ μεγάλη ευθύνη να προσέξεις τον εαυτό σου για αυτούς που, αν εσύ πάθεις κάτι, θα μείνουν χωρίς δουλειά. Όσο κάνεις πράγματα και μεγαλώνεις, τους ανθρώπους αυτούς πρέπει να τους «κουβαλάς» μαζί σου. Δεν πρέπει να θεωρείς ότι είναι ένα μέρος της επιτυχίας σου κι ό, τι έγινε, έγινε.
Ολοκληρώθηκε, πριν λίγες μέρες, και ο κύκλος των «17 Κλωστών». Επέστρεψα από τα Κύθηρα, το 2021, έχοντας στις αποσκευές μου το συγκεκριμένο βιβλίο. Αφού το διάβασα απνευστί, σκέφτηκα ως απλός αναγνώστης, πώς και δεν είχε «πέσει» στα χέρια της Μιρέλλας Παπαοικονόμου και λόγω της σχέσης της με το νησί. Όταν, μετά, άκουσα και για την εμπλοκή του δικού σας ονόματος, ε η πραγματικότητα ξεπέρασε κατά πολύ τη φαντασία!
Ήταν μια ευτυχής συνάντηση. Θεωρώ ότι όλες οι δουλειές, οι σειρές και οι ταινίες είναι σαν τους έρωτες. Δεν συγκρίνονται μεταξύ τους. Ο καθένας είναι ένα διαφορετικό «ταξίδι».
Η προγιαγιά μου, η οποία πέθανε στα χέρια μου σε μεγάλη ηλικία -τα ‘καναν όλα μικρές οι γυναίκες στην οικογένεια τη δική μου, οπότε πρόλαβα προγιαγιά- στα τελευταία της χρόνια είχε άνοια. Δεν γνώριζε, πια, τίποτα. Κι ενώ δεν γνώριζε ποια είναι εκείνη, ποιοι είμαστε εμείς, ούτε τι μέρα είναι, αν της έλεγες να σου διηγηθεί μια ιστορία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που τον έζησε στο πετσί της, σου την έλεγε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Αν ποτέ φτάσω τα χρόνια της κι αν πάθω κι εγώ άνοια και δεν θυμάμαι ποιος είμαι και πού πατάω, πιστεύω ότι, την περίοδο των γυρισμάτων των Κυθήρων, θα την εξιστορώ με λεπτομέρειες.
Ήταν μια μαγική εμπειρία. Είναι υπέροχο να γυρίζεις μια σειρά, μια ταινία, εκτός έδρας. Με την έννοια ότι δεν έχεις τους περισπασμούς ή τις διασπάσεις της πρωτεύουσας. Δηλαδή, τελειώνει το γύρισμα και δεν έχεις κάπου να πας. Παραμένεις με αυτούς τους ανθρώπους σε ένα νησί. Οπότε, είναι και το δέσιμο πολύ ουσιαστικό, και με τους ηθοποιούς και με το συνεργείο και με τις συνθήκες.
Εν τω μεταξύ όταν είσαι σε ένα νησί, εκ των πραγμάτων, αλλάζει η νοοτροπία σου και η κούραση δεν «γράφει» μέσα σου το ίδιο βαριά, όπως γράφει στην Αθήνα. Όπου και να κοιτάξεις, έχεις έναν όμορφο αέρα. Ένα όμορφο τοπίο. Έχεις μια όμορφη θάλασσα. «Κλειδώνει» το μυαλό σου σε μια άλλη κατάσταση, όπου όλα μοιάζουν με διακοπές.
Όλο αυτό δημιουργεί τις συνθήκες για να φτιάξεις ένα υπέροχο κλίμα. Κι όταν φτιάξεις ένα υπέροχο κλίμα μεταξύ των ανθρώπων, είναι το κλίμα αυτό που περνάει ως ενέργεια ή αύρα μέσα στο σώμα της σειράς και την κάνει ακόμα πιο εξαιρετική από ό, τι θα ήταν σε άλλες περιπτώσεις. Πιστεύω ότι, όταν βλέπεις μια σειρά -πέρα από την ιστορία- αυτό το παραπάνω που σε κρατάει πάνω της, είναι αυτή η αγάπη και το μεράκι των ανθρώπων που την έφτιαξαν.
Σαν σήμερα που διεξάγουμε την κουβέντα μας, 9 Μαρτίου του ‘20, κηρύχθηκε το πρώτο «εμπάργκο» για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις λόγω κορονοϊού. Τέσσερα χρόνια μετά, πώς τα βλέπετε τα πράγματα;
Το καλλιτεχνικό κομμάτι, άσχετα εάν κλείσεις ή δεν κλείσεις ένα θέατρο, απ’ την πλευρά, τουλάχιστον, των δημιουργών δεν σταματάει. Ο ηθοποιός, ο κειμενογράφος, ο σεναριογράφος, ο σκηνοθέτης είναι επαγγέλματα που δεν τα διαλέγεις. Σε διαλέγουν. Κι εσύ μπαίνεις σε αυτά και αναρωτιέσαι γιατί σε διάλεξαν. Αυτήν την αναζήτηση, ουσιαστικά, επικοινωνείς με τον κόσμο.
Το να στερείς από έναν καλλιτέχνη, ειδικά στο κομμάτι του θεάτρου, την επικοινωνία με τον κόσμο, είναι ό, τι χειρότερο μπορείς να του κάνεις. Αλλά εκεί ήταν ένα διαφορετικό πλαίσιο. Ήταν ένα πλαίσιο, που και πάλι μας δυσκόλεψε. Που, όταν οι παππούδες μας χρειάστηκε να πάρουν τα όπλα και να βγουν στα βουνά για να σώσουν την πατρίδα, εμάς τι μας ζήτησαν; Να κάτσουμε σε έναν καναπέ. Και πάλι μας έπεσε βαρύ.
Από την άλλη, είμαι από τους ανθρώπους που θεωρούν ότι, ουδέποτε, ήταν τα πράγματα τόσο σοβαρά και τραγικά όσο ήθελαν να μας τα παρουσιάσουν. Πέρα από αυτό που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ως ανθρωπότητα ή ως κοινωνίες, όπως σε όλες τις καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, υπήρχε και μια διάθεση στατιστικής ή πειραματισμού, αν θέλετε. Μπορούν να δουλέψουν οι επιχειρήσεις σε κατάσταση απομόνωσης; Μπορεί να δουλέψει η τηλεργασία;
Ο άνθρωπος, ξέρετε, είναι συμφορά απ’ το πολύ μυαλό. Και φτάνουμε σε επίπεδα που σας είπα πριν, να σκέφτεσαι να βάλεις κινητήρα σε ένα στιλό αντί να χρησιμοποιήσεις μολύβι. Δηλαδή, θα προτιμήσει να κάνει τηλεργασία και να κλείσει τα πάντα και να μπει στις σπηλιές για δύο χρόνια, παρά να μειώσει την κατανάλωση κρέατος και την εκπομπή ρύπων. Προσπαθεί να ξοδεύει ένα τρισεκατομμύριο δολάρια για να κάνει τον Άρη κατοικήσιμο, όταν με το μισό ποσό μπορεί να κάνει τη Γη παράδεισο. Και δεν το κάνουμε. Έχουμε μάθει να ροκανίζουμε το κλαδί, στο οποίο καθόμαστε. Είναι ο μύθος του Σίσυφου, ο πιο αντιπροσωπευτικός μύθος της ανθρωπότητας.
Το lockdown δεν άλλαξε κάτι για εμένα προσωπικά. Ως άνθρωπος, είμαι σε διαρκές lockdown. Είμαι αρκετά «μούχλας», δεν βγαίνω. Η ξεκούρασή μου είναι να κάτσω στο σπίτι και να δω μια σειρά, μια ταινία, να διαβάσω ένα βιβλίο, να μιλήσω με τους φίλους μου. Αλλά είναι άλλο να κάνεις κάτι κατ’ επιλογή κι άλλο κατ’ επιβολή. Η ανθρώπινη φύση, ειδικά η ελληνική, «κλωτσάει» πάντα.
Παρόλα αυτά, μετά την πανδημία, αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι, ο κόσμος, επέστρεψε στα θέατρα πολύ δυναμικά. Γιατί του είχε λείψει αυτή η επαφή. Κι επέστρεψε, αναζητώντας, κυρίως, πιο «βαριά» έργα. Όχι πιο εύπεπτα. «Αγκάλιασε» παραστάσεις που, κάτω από άλλες περιπτώσεις, δεν θα το ‘κανε. Μας έκανε εντύπωση, δηλαδή, πώς αυτό το έργο –συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου- έκοψε τόσα εισιτήρια. Άρα, ξαφνικά ο κόσμος βγήκε με έναν προβληματισμό. Βγήκε να ξεσκάσει. Δεν ξέχασε αυτά που πέρασε. Κι είχε την ανάγκη, σε πρώτη φάση, να έρθει σε επαφή με πιο δύσκολες έννοιες και ερωτήματα.
Θα περάσουμε σιγά σιγά και στη φάση, που θα πάμε σε άλλα θεάματα. Όλα τα ‘χει ανάγκη ο άνθρωπος. Αλλά παρατήρησα τη μεγάλη προσέλευση στα θέατρα -ο κόσμος το αγαπάει το θέατρο, του ‘χε λείψει- και την ανάγκη του να έρθει σε επαφή με πιο δύσκολα μονοπάτια έργων.
Θα μοιραστείτε μαζί μας ένα σκηνοθετικό «μυστικό», που υιοθετείτε ή εφαρμόζετε στις δουλειές σας;
Δεν πιστεύω στα «μυστικά» και στις «συνταγές» επιτυχίας. Γιατί η δική μου «συνταγή» επιτυχίας, μπορεί να γίνει η «συνταγή» αποτυχίας κάποιου άλλου. Και το ανάποδο.
Είχα κόψει, παλιά, μια γελοιογραφία από εφημερίδα του παππού μου, που έδειχνε ένα αυτοκίνητο με δύο επιβάτες. Σε κάποια φάση, ο ένας επιβάτης βγάζει το κεφάλι του απ’ το παράθυρο και απολαμβάνει τον αέρα. Και κάνει κι ο συνοδηγός το ίδιο, βγάζει το κεφάλι του να απολαύσει τον αέρα και «τρώει» μια πινακίδα STOP στη μούρη. Και γράφει ο τίτλος: «Αυτό που βολεύει τον έναν, μπορεί να μην βολεύει τον άλλον».
Ως σκηνοθέτης, εμπιστεύομαι πάρα πολύ τους ηθοποιούς μου. Το ένστικτό τους. Τις δυνατότητές τους. Εμπιστεύομαι αυτό το κράμα υλικού και άυλου, που ονομάζεται «ταλέντο». Όταν, λοιπόν, αποφασίσω να δώσω σε έναν ηθοποιό έναν ρόλο -εξυπακούεται ότι τον έχω δει είτε στην τηλεόραση είτε στο θέατρο είτε στον κινηματογράφο, έχω δει μια γκάμα του, έχω δει τα στοιχεία του χαρακτήρα που θέλω να ενσαρκώσει- επί της ουσίας, δεν του λέω τίποτα. Δεν δίνω κατευθύνσεις. Αφήνω το κείμενο να δω πού θα οδηγήσει το ίδιο το ένστικτο και το ταλέντο του ηθοποιού.
Κι αν υποθέσουμε ότι -να το πω σχηματικά- για να φτιάξεις έναν ρόλο, χρειάζονται δέκα σκαλιά, αφήνω τον ηθοποιό να ανέβει. Κι εγώ θα επέμβω στο πέμπτο με έκτο σκαλί, να δουλέψω πάνω σε αυτό που ήδη έχει χτίσει. Να αφαιρέσω κάποια πράγματα που θεωρώ ότι πρέπει να αφαιρεθούν, να «φωτίσω» κι άλλα που ήδη έχει και θεωρώ ότι πρέπει να «φωτιστούν». Και, μετά, να φύγω και να τον αφήσω να πάει στο δέκατο σκαλί μόνος του.
Εμένα, αυτό το πράγμα, με βοηθάει πάρα πολύ. Δίνει ένα πλαίσιο στον ηθοποιό να φέρει το ταλέντο και τη γνώση του στη δουλειά περισσότερο από το αν του πεις εσύ πώς να κινηθεί και πώς να μιλήσει και τι να κάνει. Κι όση περισσότερη αγάπη κι όσα περισσότερα ταλέντα έρχονται μες σε μια δουλειά, είναι προς όφελος της δουλειάς. Και στο σινεμά και στο θέατρο, το ζητούμενο είναι να είμαστε καλοί όλοι μαζί. Όχι ο καθένας μόνος του.
Υπήρξε μια χρονιά όπου, αν θυμάστε, η Ρεάλ Μαδρίτης είχε κάνει τις ακριβότερες μεταγραφές για κάθε θέση σε κάθε παίκτη· η ομάδα αυτή σε κάθε πόστο, από τον τερματοφύλακα μέχρι τον επιθετικό, είχε τα κορυφαία ονόματα του χώρου. Εκείνη τη χρονιά, το πρωτάθλημα το πήρε η Μπαρτσελόνα.
Δεν είναι το ζητούμενο να είσαι καλός ως μονάδα. Το ζητούμενο είναι να «δέσει» καλά η ομάδα. Να μην ξεχωρίζει η μία δουλειά εις βάρος της άλλης. Να μην «καπελώνει» η σκηνοθεσία τον ηθοποιό, το φως τη σκηνοθεσία ή τον ηθοποιό. Να μην «καπελώνει» ο ηθοποιός τη σκηνοθεσία. Πρέπει όλο αυτό να γίνει ένα ομοιογενές μείγμα που, μετά, να χρειάζεται προσπάθεια για να κρίνεις τα πράγματα επιμέρους, αφού έχει τελειώσει το έργο. Αν την ώρα που βλέπεις ένα έργο, ενώ παίζεται κι είσαι στα μισά του, γυρίσεις και πεις «Πω πω, τι ωραία σκηνοθεσία έχει κάνει ο Τσαφούλιας», για ‘μένα η σκηνοθεσία έχει αποτύχει. Την ώρα του παραμυθιού, τίποτα δεν πρέπει να σου τραβήξει την προσοχή από το παραμύθι. Όταν αυτό τελειώσει, μπορείς να δεις ό, τι θες.
Το ζητούμενό μου είναι αυτό, να κατανοήσω το κείμενο και να δω τι κάνει το κείμενο αυτό στους συνεργάτες μου. Να δω κατά πόσο τους «δονεί» στον ίδιο ρυθμό που «δονεί» εμένα ή τι άλλες ερωτήσεις τους γεννά. Από ‘κει και πέρα, να αφήσω τον καθένα να καταθέσει τον προβληματισμό του πάνω στο κείμενο και, από ένα σημείο κι έπειτα, να συνταχθούμε και να πάμε όλοι μαζί. Είμαι υπέρ, δηλαδή, της ελευθερίας των ηθοποιών και των συνεργατών σε ένα project, την οποία εσύ, αφού την πάρεις, την «ενορχηστρώνεις» αν θες, την «κουμπώνεις», την κάνεις να είναι στην ίδια γραμμή και την παρουσιάζεις. Νομίζω ότι αυτή είναι η δουλειά ενός σκηνοθέτη. Δεν είναι να λέει στους ανθρώπους τι να κάνουν. Είναι να παίρνει τα καλύτερα στοιχεία τους και να τα «παντρεύει» σαν μαέστρος.
Άμα δείτε σε μια φιλαρμονική, τα όργανα που παίζουν, είναι διαφορετικά όργανα. Διαφορετικά κουρδισμένα, σε διαφορετικές τονικότητες. Όμως ο ήχος που βγάζουν, ενώ παίζουν άλλα πράγματα το καθένα, είναι αυτό που εμείς ονομάζουμε «αρμονία». Αυτή είναι η δουλειά του σκηνοθέτη· να παίρνει τα αντίθετα, να εντοπίζει τα κοινά τους και να προσφέρει ένα αρμονικό μείγμα.
Πληροφορίες
«Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα», του Eric-Emmanuel Schmitt
Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Τσιμισκή 136, Πλατεία ΧΑΝΘ)
Πρεμιέρα: Τετάρτη 13 Μαρτίου στις 21.00
Ημέρες και ώρες παραστάσεων (μέχρι τις 31/03): Τετάρτη έως Σάββατο στις 21.00, Κυριακή στις 20.00
Εισιτήρια: 20€ κανονικό, 15€ φοιτητικό – ανέργων – ΑμεΑ
Προπώληση εισιτηρίων: more.com, ταμείο Θεάτρου ΑΥΛΑΙΑ
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 231 023 0013
Διάρκεια: 80’
Συντελεστές
Συγγραφέας: Eric-Emmanuel Schmitt
Μετάφραση: Λουίζα Μητσάκου
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας
Μουσική: Χρήστος Θάνος
Σκηνικά: Δημήτρης Πολυχρονιάδης
Κοστούμια: Κατερίνα Παπανικολάου
Σχεδιασμός φωτισμού: Αλέκος Αναστασίου
Διαφήμιση – Social Media: Renegade Media/Βασίλης Ζαρκαδούλας
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Βοηθός σκηνοθέτη: Καρολίνα Ζαπατίνα
Παραγωγή: «ΗΡΩ»
Οργάνωση παραγωγής: Μαριάννα Πανά
Επικοινωνία – Προβολή: Γιάννης Δαλάκας
Πρωταγωνιστούν
Ναταλία Τσαλίκη
Άρης Λεμπεσόπουλος
«Ο Επισκέπτης», του Eric-Emmanuel Schmitt
RadioCity Theatre (Λεωφ. Βασιλίσσης Όλγας 11 – Παρασκευοπούλου 9, Θεσσαλονίκη)
Πρεμιέρα: Παρασκευή 29 Μαρτίου στις 21.00
Ημέρες και ώρες παραστάσεων (μέχρι τις 07/04): Παρασκευή στις 21.00, Σάββατο στις 18.00 & 21.00, Κυριακή στις 18.30
Εισιτήρια: Α’ ζώνη 25€ – Μειωμένο 20€, Β’ ζώνη 20€ – Μειωμένο 16€
* Τα μειωμένα εισιτήρια ισχύουν σε περιορισμένο αριθμό
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr, ταμείο RadioCity Theatre
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 231 325 4500
Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Τσαφούλιας
Μετάφραση: Σωτήρης Τσαφούλιας – Αντώνης Γαλέος
Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος: Πολυτίμη Μαχαίρα
Μουσική σύνθεση: Θοδωρής Οικονόμου
Σχεδιασμός φωτισμών: Σωτήρης Τσαφούλιας – Έλενα Πετροπούλου
Φωτογράφιση: Πέτρος Χόντος, Θωμάς Δασκαλάκης
Παραγωγή: www.robin4arts.com
Παίζουν
Μάνος Βακούσης
Φώτης Θωμαΐδης
Δημήτρης Παπαδάτος
Μαρία Παπαλάμπρου