«Το Ταγκαλάκι», η παράσταση μνεία στον μεγάλο ποιητή και άνθρωπο των «αντιφάσεων», Ντίνο Χριστιανόπουλο, έρχεται στο Θέατρο Αμαλία από 29/09 έως 01/10.
Θα ισχυρίζομαι ότι δεν γνωρίζω την παρακαταθήκη που άφησε, πίσω του, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος… Όχι γιατί την αγνοώ. Αλλά, αντιθέτως, επειδή όσο ζω θα συνεχίζω να ανακαλύπτω και, κάθε φορά, να αντιλαμβάνομαι αυτά που ανακαλύπτω υπό ένα διαφορετικό πρίσμα.
Με ένα τέτοιο σκεπτικό προσπάθησα να προσεγγίσω -όσο αυτό ήταν εφικτό- πτυχές του Χριστιανόπουλου, μέσα από τα βιώματα ενός συναδέλφου, πια, του οποίου τη γραφή δεν «χορταίνω» να διαβάζω.
Η συνέντευξη που παραχώρησε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στον Αντώνη Μποσκοΐτη, το 2013, «ζωντανεύει» ξανά στο πάλκο του Θεάτρου Αμαλία, για τρεις μόνον παραστάσεις.
Δεύτερη σεζόν για «Το Ταγκαλάκι», κύριε Μποσκοΐτη…
Η πρεμιέρα έγινε τον περασμένο Απρίλιο, λίγες μέρες μετά την τραγωδία των Τεμπών. Οπότε, δεν είχαμε καθόλου ψυχική διάθεση ούτε για την παράσταση ούτε να προσμετρήσουμε καν τις δυνάμεις μας… Ήταν σαν να μην έγινε, κατά τη γνώμη μου.
Παρόλα αυτά έγινε, όμως. Δόθηκε η πρεμιέρα και παίχτηκε για τέσσερις παραστάσεις.
Ξεκινώντας από τον τίτλο, «Το Ταγκαλάκι» με παραπέμπει σε αυτό που λέμε «διαβολάκι», πιο «ανήσυχο» πνεύμα…
Υπάρχουν κι άλλες σημασίες, ας πούμε το «πειραχτήρι». Όπου, ο Χριστιανόπουλος, κατεξοχήν πειραχτήρι υπήρξε. Οπότε προς τα ‘κει συγκλίνει ο τίτλος. Αυτήν τη λέξη τη διαλέξαμε, γιατί είναι μια λέξη που ναι μεν είναι γνωστή στη Θεσσαλονίκη -την πόλη του ποιητή- αλλά στην Αθήνα είναι σχεδόν άγνωστη. Φαντάζομαι και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Και είναι και ερώτηση που μου κάνουν οι πάντες, όταν κάνω συνεντεύξεις. Από αυτό ξεκινάνε. Είναι και ωραίο, βέβαια, γιατί ο κόσμος θέλει να μάθει για αυτήν τη λέξη που είναι ο τίτλος του θεατρικού.
Την «αμαρτία» μου θα την παραδεχτώ. Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, δεν είχα ξανακούσει τη λέξη παρά μόνον υπό μια θρησκευτική σκοπιά.
Το καταλαβαίνω… Είναι σαν μια άλλη λέξη που έχετε στη Θεσσαλονίκη, ο «τιτίζης». Εγώ δεν την ήξερα και την άκουσα από τον Χριστιανόπουλο στη συνέντευξη.
Μου λέει: «Ξέρεις, εγώ είμαι τιτίζης». «Τι είναι αυτό;», του λέω. Με άφησε εντυπωσιασμένο. Και μου εξήγησε ότι είναι αυτός ο οποίος φροντίζει υπερβολικά για το έργο του, για τη δουλειά του.
Ποιος, λοιπόν, ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος; Από την εμπειρία σας αυτήν και την οποία αναβιώνετε επί σκηνής πια;
Ποιος ήταν, ε; Κοίταξε… Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον γνώρισα. Τον είχα ξαναδεί πάλι στη Θεσσαλονίκη, πριν από κάποια χρόνια, όταν, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής, είχε κληθεί να τραγουδήσει η Μαρίζα Κωχ τραγούδια λαϊκά και του Τσιτσάνη. Και ήταν και ο Χριστιανόπουλος, ο οποίος ήρθε και κάτσαμε παρέα. Πρέπει να αναφέρομαι στο 2010 ή 2011.
Εκεί, λοιπόν, συνομιλήσαμε λίγο για ρεμπέτικα. Μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση, ήξερα ότι είναι και μεγάλος φαν του ρεμπέτικου και του Τσιτσάνη. Βέβαια, φυσικό είναι μετά από λίγα χρόνια, που τον επισκέφτηκα στο σπίτι του, να μην με θυμάται καν. Φαντάζομαι, δεν τον ρώτησα κιόλας… Κι ενώ μου είχε πει ότι θα με δεχτεί για είκοσι πέντε λεπτά, ας πούμε, εγώ κάθισα εκεί σχεδόν τρεις ώρες.
Για ‘μένα, ο Χριστιανόπουλος ήταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ιδιαίτερος. Με πολύ χιούμορ. Με τρομερή ευαισθησία, η οποία έβγαινε και μέσα από τα λεγόμενά του. Απ’ την άλλη, όμως, αυτό που περίμενα να δω, αυτό ήταν. Θα μπορούσα να μην τον πετύχω καλά, να τον πετύχω πολύ «ξινό» και να μου κάνει τον βίο αβίωτο για όσο συνομιλήσαμε. Δεν συνέβη, όμως, τίποτα από όλα αυτά.
Είδα έναν άνθρωπο με τον οποίο υπήρξε, μεταξύ μας, μια πολύ ωραία επικοινωνία. Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις. Όπως μου είπε και στη συνέντευξη, του άρεσε που δεν τον κοιτούσα σαν το «ιερό τοτέμ». Του έκανα κάποιες ερωτήσεις και μου λέει: «Όσο εσύ θεωρείς θρασείες τις απαντήσεις μου, τόσο κι εγώ θεωρώ θρασείες τις ερωτήσεις σου. Αλλά κοίταξε, όμως, που κάθομαι και σου απαντάω κι εσύ κάθεσαι και με ρωτάς». Του έκανε εντύπωση και του ιδίου αυτό.
Αναρωτιέμαι, ωστόσο: μπατόν σαλέ, από τότε, ξαναφάγατε;
Η αλήθεια είναι πως όχι, δεν έχει τύχει να ξαναφάω. Αλλά εκεί πέρα όταν ήμουν, τα «τσάκισα». Τους «άλλαξα τα φώτα».
Από τη διεξαγωγή της συνέντευξης και μέχρι τέλους, είχατε σχέσεις; Διατηρήσατε επαφές;
Ναι ναι, θα σας πω… Η συνέντευξη έγινε το ’13, νομίζω γύρω στο ’15 ο Χριστιανόπουλος κατέπεσε, που λέμε.
Υπήρξε, όμως, κι ένα πολύ, έτσι, αστείο περιστατικό. Με πήρε τηλέφωνο κάποιους μήνες αργότερα. Εγώ, τότε, έγραφα σε ένα άλλο μέσο και με πήρε τηλέφωνο για να μου ζητήσει να δημοσιεύσω έναν λίβελο εν είδει κριτικής κατά του δίσκου μιας μουσικού, που θα κυκλοφορούσε με δικά του ποιήματα. Εγώ δεν το έκανα, όμως. Και να σου πω την αλήθεια κατάλαβα ότι αυτό θα το ξεπεράσει, θα το ξεχάσει. Χώρια που εμένα μου άρεσε πάρα πολύ εκείνη η δουλειά.
Μετά από είκοσι μέρες, κι ενώ σκέφτομαι ότι θα το έχει ξεχάσει, ξαναχτυπάει το τηλέφωνό μου και μου λέει: «Κύριε Μποσκοΐτη, το γράψατε αυτό που σας είπα;». Του λέω: «Όχι, κύριε Χριστιανόπουλε. Δεν πρόλαβα, δυστυχώς». Και μου απαντάει: «Α, καλύτερα! Γιατί αύριο προλογίζω τον δίσκο της». Είχε πολύ πλάκα! Φαντάσου εγώ να δημοσίευα κάτι, να με είχε βάλει ο ίδιος και τελικά εκείνος με χαρά να πήγαινε να παρουσιάσει τον δίσκο στην εκδήλωση… Αυτό είναι ενδεικτικό των αντιφάσεων που τον χαρακτήριζαν ως άνθρωπο.
Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στην παράσταση, υποδύεται ο Χάρης Φλέουρας. Κι εσείς παραμένετε, φυσικά, ο δημοσιογράφος της υπόθεσης. Πώς οραματιζόσασταν, για να καταλήξετε τελικά στον κύριο Φλέουρα, τον ηθοποιό που θα ενσαρκώσει τον Χριστιανόπουλο;
Τον Χάρη είχα στον νου μου όταν σκεπτόμουν για το θεατρικό, να σου πω την αλήθεια. Αν δεν ήταν ο Χάρης, δεν ξέρω αν θα έμπαινα στο τριπάκι να ψάξω έναν ηθοποιό, να το κάνω πιο επαγγελματικό να το πω; Εννοώ πως δεν μπήκα στη λογική ενός ανθρώπου ο οποίος έχει ένα έργο στα χέρια του και πρέπει να ψάξει να βρει τον ηθοποιό. Τον ηθοποιό τον είχα εξαρχής.
Με τον Χάρη είμαστε κολλητοί φίλοι πέντε χρόνια. Μένει απ’ το σπίτι μου δυο στενά παραπέρα, οπότε βρισκόμαστε πολύ τακτικά μεσ’ τη βδομάδα αυτά τα τελευταία χρόνια. Και κατευθείαν του είπα: «Χάρη, έχω αυτό το έργο. Νομίζω ότι εσύ πρέπει να παίξεις». Μόνο που τον έβλεπα σαν φιζίκ… Είναι ψηλός, αδύνατος, έχει το μουστάκι. Είναι ένας ηθοποιός που έχει πολύ σπουδαίες περγαμηνές· έχει σπουδάσει με τον Ντάριο Φο και την Φράνκα Ράμε για δυο συνεχόμενα καλοκαίρια, πριν από 15- 20 χρόνια, που έκανε μαζί τους σεμινάρια υποκριτικής.
Ήξερα ότι είναι ένας ηθοποιός πολύ ευέλικτος, πολύ εύπλαστος. Ασχολείται πάρα πολύ με το σώμα του, με την κινησιολογία. Έτσι, λοιπόν, όταν ξεκινήσαμε την πρώτη πρόβα, είχα πάθει την πλάκα μου. Μελέτησε κι ο ίδιος πάρα πολύ. Άκουσε ολόκληρη τη συνέντευξη που του την έστειλα. Μελέτησε τον Χριστιανόπουλο από συνεντεύξεις του, διάβασε τα βιβλία του. Είμαι πολύ χαρούμενος, με την έννοια ότι βρήκα τον κατάλληλο ηθοποιό για να κάνει αυτόν τον ρόλο.
Αν ζούσε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κι ερχόταν να σας παρακολουθήσει, τι νομίζετε ότι θα σας έλεγε;
Πολύ προβλεπόμενη ερώτηση, με πολύ απρόβλεπτη απάντηση! Ή μάλλον με περισσότερες από μία απαντήσεις… Τι να σου πω; Μπορεί και να μας έπαιρνε με τις πέτρες.
Απ’ την άλλη είμαι σίγουρος ότι κατά βάθος, όπως σε όλους συμβαίνει, θα του άρεζε να είναι μέσα σε μια θεατρική αίθουσα και να βλέπει κάποιον να υποδύεται τον ίδιο. Δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά. Όσο θα ήταν αρνητικός, άλλο τόσο μπορεί να ήταν και θετικός.
Κι εγώ αυτό νομίζω…
Ναι, σε αυτό καταλήγω. Και, μάλιστα, στο ίδιο καταλήγουν και οι φίλοι του. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τον συντρόφευαν επί χρόνια και ήρθαν στην παράσταση. Κι αυτό για ‘μένα ήταν η μεγαλύτερη τιμή.
Το μεγάλο «άγχος» δεν ήταν η οικογένεια του Χριστιανόπουλου. Είχε έναν πνευματικό κληρονόμο, ο οποίος επικοινώνησε μαζί μου. Μας έδωσε αμέσως την άδεια και το ελεύθερο να προχωρήσουμε. Οπότε, πια, το δύσκολο ήταν πώς τώρα θα ‘ρθω εγώ, ένας Αθηναίος -και δεν το λέω τοπικιστικά- να «χτίσω» μια παράσταση για έναν εμβληματικό ποιητή της Θεσσαλονίκης μπροστά στους διανοούμενους φίλους του;
Ε, αυτός ο σκόπελος παρακάμφθηκε. Όλοι ήταν πολύ ευχαριστημένοι. Μετά βγαίναμε και τρώγαμε, το ‘χαμε καθιερώσει σε κάθε παράσταση με επικεφαλής τον Θωμά τον Κοροβίνη. Κι έρχονταν κι όλοι οι υπόλοιποι φίλοι του Χριστιανόπουλου και ήταν υπέροχα. Ακούσαμε πάρα πολύ ωραία σχόλια, τόσο εγώ όσο και ο Χάρης.
Βέβαια, «απασχολείτε» τη Θεσσαλονίκη και με μία ακόμα παράσταση…
Αμέσως μετά, έρχεται η παράσταση «Την λένε Εύα». Είναι ένα έργο που παίζεται ανελλιπώς από το 2016, με εξαίρεση τα διαλείμματα του κορονοϊού.
Πλέον, να σου πω, το Θέατρο Αμαλία το αισθανόμαστε κάπως σαν το σπίτι μας. Όταν κάναμε την παράσταση πέρυσι, αρχές του ’22, δεν φανταζόμασταν ότι θα γίνουν δύο απανωτά sold out. Κι εκεί κατάλαβα ότι, προφανώς, ένα ΛΟΑΤΚΙ κοινό που μεγάλωσε, ενηλικιώθηκε, έρχεται και βλέπει τώρα την παράσταση. Αυτήν η παράσταση έχει το «χάρισμα» να ανανεώνει το κοινό της.
Πληροφορίες
Ντίνος Χριστιανόπουλος – «Το Ταγκαλάκι»
Θέατρο Αμαλία (Αμαλίας 71, Θεσσαλονίκη)
Παρασκευή 29/09, Σάββατο 30/09, Κυριακή 01/10 στις 21.00
Εισιτήρια: Γενική είσοδος 15€, Φοιτητικό – ανέργων 13€
Προπώληση εισιτήριων: more.com & στο ταμείο του Θεάτρου Αμαλία
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 231 084 2509
Συντελεστές
Κείμενο – σκηνοθεσία: Αντώνης Μποσκοΐτης
Παίζουν: Χάρης Φλέουρας – Αντώνης Μποσκοΐτης
Μουσική: Γιώργης Χριστοδούλου
Τραγούδι: Παντελής Θεοχαρίδης
Τους στίχους έγραψε ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ηλίας Καρακωνσταντάκης
Γραφιστικά – αφίσα – reel: Γιάννης Μουράρος
Παραγωγή: Πόλις Πολιτισμού