Κι αν όλα γύρω μοιάζουν σκοτεινά, κι αν όλα όσα ζούμε καθημερινά μας τραβούν «κάτω» στην πιο ανέλπιδη ίσως εποχή της νεότερης ιστορίας, πρέπει να βρούμε τρόπους να αντιστεκόμαστε. Κλείνουμε το χαζοκούτι της προπαγανδιστικής τηλεόρασης, διαβάζουμε όσο αντέχουμε και παρακολουθούμε κατά το δυνατόν όμορφες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Σεργιανίζουμε με παρέα ή και κατά μόνας σε ό,τι μας δυναμώνει και μας θρέφει.
Στην προσπάθεια αυτής της καταφυγής, ζεστή γωνιά στην αντιφατική Θεσσαλονίκη που αναζητά την χαμένη της ταυτότητα είναι το μικρό μαγαζάκι της Ζώγιας. Τολμώ να πω, πως ειδικότερα φέτος λόγω των συνθηκών, καθημερινά σχεδόν χτίζεται μια μικρή ιστορία σε ένα σκηνικό που μοιάζει κάπως με τα Εξάρχεια. Καθημερινά μια δύο κλούβες στημένες απ’ έξω, διμοιρίες επί της Εθνικής Αμύνης, το πανεπιστήμιο βρυχάται σε απόσταση αναπνοής και τα καλέσματα στην Καμάρα κάθε εβδομάδα ως απάντηση στην άσχημη επικαιρότητα, με δυσάρεστη συχνά απόληξη, φέρνουν την περιοχή στο επίκεντρο των εξελίξεων .
Αν κάτι μας παρηγορεί από όλο αυτό, είναι να επιστρέφουμε στις πιο αθώες, πιο αγνές εποχές. Οι αναμνήσεις των περασμένων δεκαετιών έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κι ένα από αυτά είναι τα μουσικά βιώματα του καθενός. Αναμφισβήτητα η πορεία του συγκροτήματος των Μικρών Περιπλανήσεων έχει συνδεθεί με την πρωτογένεια των νεανικών ερώτων, τις παρεϊστικες εμπειρίες τριών δεκαετιών πριν και αυτή η αθωότητα που εκπηγάζει από το μουσικό τους έργο, με όλο το νοηματικό της βάθος, εξακολουθεί και παραμένει αναγκαία διαχρονικά.
Απαύγασμα της προηγούμενης εβδομάδας λοιπόν, όαση στην καθημερινότητα των δρόμων, ήταν η παρουσία του Νίκου και Μάνθου Αμπιλιά, του Γιάννη Κολοβού και Γιάννη Παπαστεργίου στην πόλη μας, όπου μας παρουσίασαν μεταξύ άλλων και το νέο τους δίσκο με τίτλο «Βαρύτητα». Για δύο βραδιές, ο κόσμος που επέλεξε και πρόλαβε να κλείσει τραπέζι για να τους παρακολουθήσει μοιράστηκε στιγμές ξεχωριστής συγκίνησης. Γιατί πώς να ακούσεις ζωντανά μετά από καιρό τις «Μέρες απραξίας», το «Έλα μικρό» ή το «Λευκό πουκάμισο» δίχως να θυμηθείς ποια σύνορα έσπαγες τότε που το άκουγες ξανά και ξανά χωρίς αυτή τη γλυκιά μελαγχολία που διέπει τον καλπασμό του χρόνου.
Ένα πρόγραμμα γεμάτο αυτοσχεδιασμούς κι εντάσεις όπου ο κόσμος συμμετείχε με όλο του το είναι, άλλοτε τραγουδώντας δυνατά, άλλοτε σωπαίνοντας κι ακούγοντας την αφηγηματική εξιστόρηση με τη βραχνάδα της ωριμότητάς τους. Ιστορίες της θάλασσας και της στεριάς, καταβύθιση στον υγρό «Νόστο» χορεύοντας το «Βαλς της βαρύτητας» κι όλα αυτά με αφετηρία τη Σαλονίκη και προορισμούς τον Περαιά, το Γιβραλτάρ και την Αμέρικα.
Οι ίδιοι συχνά δηλώνουν ερασιτέχνες μουσικοί κι αυτό ίσως είναι το πιο υπέροχο από όλα. Είναι αυτοδίδακτοι και η βασική τους ενασχόληση είναι μαρμαράδες, χειρώνακτες στο νησί της Κω, το οποίο συχνά τους παρατηρούσε με επιφύλαξη στα πρώτα τους βήματα. Τραγουδούν από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ΄80 και ένας άλλος εξαίρετος «χειρωνάκτης», ο δικός μας ο Νίκος Παπάζογλου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία του συγκροτήματος, που ενώ επρόκειτο να κάνει τεράστια επιτυχία με το ομώνυμο τραγούδι του, είχε ξεκινήσει να παίζει δίχως καν να έχει όνομα. Ο Τάκης Βούης πριν από μια εμφάνιση στη Ρόδο, τους βάφτισε διορατικά με το τραγούδι που τους χαρακτηρίζει. Οι ίδιοι δεν εμφανίζονται με ρυθμούς εμπορικούς, ίσως να περάσουν και μακρά διαστήματα, όταν όμως δίνουν το παρόν καταργούν τον χρόνο και τις συμβάσεις του.
Η βραδιά έκλεισε με το «Εγώ δεν είμαι ποιητής» ως φόρο τιμής στον Νίκο Παπάζογλου. Όπως είπε κι ένα αγαπημένο πρόσωπο, ήταν σαν να ξεκλειδώθηκε το «χρονοντούλαπο». Κάπου εκεί σε μια ρωγμή ανάμεσα σταθήκαμε δίχως ηλικία, δίχως ότι ζήσαμε στα αλήθεια, μόνο με την μυρωδιά όσων ονειρευόμαστε, διαπιστώνοντας τελικά πως ακόμη κι αν θέλαμε κάτι να αλλάξει στην πραγματικότητα της ζωής, αν ξανακάναμε όνειρα, θα κάναμε τα ίδια.