Ίσως βιάζομαι να γράψω για το «Poor Things», τη νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου αλλά πραγματικά, όποια συζήτηση κι αν ανοίγει στις παρέες, μονίμως ψάχνω τρόπο να το γυρίσω στο σινεμά για να πω: «μην αμελήσετε να δείτε αυτό το αριστούργημα».
Και λέω πως ίσως βιάζομαι να σας γράψω την «αποψάρα» μου γιατί νιώθω πως το «Poor things» είναι ένα πνευματικό δημιούργημα που το κουβαλάς μαζί σου, σε κάνει να σκέφτεσαι, λειτουργεί και μετά από την απομάκρυνση από την αίθουσα και τελικά… πρέπει να το δεις ξανά και ξανά. Μού έχει τύχει αυτή η ανάγκη του «επανιδείν» με ταινίες, με παραστάσεις, με βιβλία. Και φυσικά με ποδοσφαιρικούς αγώνες του ΠΑΟΚ. Είναι ένα αίσθημα ενθουσιασμού, λαχτάρας και μεγάλης χαράς. Σαν να ανακάλυψες κάτι που υποψιάζεσαι πως θα αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τη ζωή.
Τί είναι, κατά τη γνώμη μου, το «Poor things»; Μία κινηματογραφική «κιβωτός των στοχασμών» (αλά Χάρι Πότερ) που επινόησε ο πολυμήχανος Έλληνας σκηνοθέτης, Γιώργος Λάνθιμος και με την οποία μάς ταξιδεύει στον κόσμο που έφτιαξαν οι άνθρωποι τους τελευταίους αρκετούς αιώνες. Στον «πολιτισμό τους». Από το πρώτο δευτερόλεπτο της ταινίας, οι θεατές «βουτάμε το κεφάλι» σε μια γυάλα και βλέπουμε τον κόσμο μέσα από ένα γυναικείο σώμα. Ένα σώμα γυναίκας με μυαλό και καρδιά παιδιού, ένα υπέροχο «κατασκεύασμα» που συνδυάζει τη δίψα για ζωή και την αυτονόητη, ανυπόκριτη εσωτερική ανάγκη για αγάπη και αθωότητα. Για πληρότητα. Είναι η Μπέλα, δηλαδή η Έμα Στόουν. Μέσα από τα μάτια της Μπέλα Μπάξτερ βλέπουμε ποιοι πραγματικά είμαστε: μικροπρεπή όντα που διψούν για χρήμα και δόξα, για δύναμη και επιβολή. Ένας κόσμος φτιαγμένος από άντρες για άντρες. Κτητικός και εξουσιαστικός, παραδομένος στα κατώτερά του ένστικτα, χωρίς ίχνος ενσυναίσθησης. Έτσι είμαστε όλοι; Όχι. Η αθωότητα της Μπέλα καταφέρνει να εντοπίσει τα πλάσματα που είναι «αλλιώς». Να τους προσελκύσει με την αγάπη και την καθαρότητά της. Να πάρει και να δώσει. Να μάθει και να διδάξει. Να πολλαπλασιάσει την μικρή ζωή της πηγαίνοντας ευθεία κατά τις επιθυμίες της. Η Μπέλα ξέρει τον τρόπο να ιεραρχεί τις βασικές αξίες της ζωής γιατί σκέφτεται απλά και ανυπόκριτα, χωρίς το βάρος των ηθικών φραγμών, των προκαταλήψεων, των κοινωνικών συμβάσεων που κουβαλάμε οι υπόλοιποι άνθρωποι αφότου χάσουμε τον παιδικό μας εαυτό, την καλύτερη δηλαδή εκδοχή της ύπαρξής μας.
Είπα πως την «κιβωτό των στοχασμών» την επινόησε ο Γιώργος Λάνθιμος. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Όλο το σενάριο βασίζεται σε ένα πολύ σημαντικό αλλά σχετικά άγνωστο στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μυθιστόρημα, το «Χαμένα κορμιά» (νομίζω χαμένα σώματα είναι η πιστότερη μετάφραση) του Άλασντερ Γκρέι που κυκλοφόρησε το 1991 και στη χώρα μας στις αρχές του αιώνα αλλά επανεκδίδεται τώρα με αφορμή την ταινία από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα». Ο Λάνθιμος διάβασε πριν αρκετά χρόνια το βιβλίο, το λάτρεψε και το… μετέτρεψε σε ένα εντελώς δικό του σεναριακό σύμπαν (ο ίδιος σε συνεντεύξεις του δηλώνει πως θα προτιμούσε να μην αλλάξει τίποτα αλλά το σινεμά είναι αμείλικτο στους κανόνες του και η προσαρμογή είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη). Ποιο θα είναι το πρώτο βιβλίο του 2024 που θα διαβάσω; Σίγουρα του «Poor things». Έχω βέβαια 654 αδιάβαστα βιβλίο ολούθε στο σπίτι αλλά αυτό, όταν το πάρω από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» θα το αρχίσω αμέσως. Η μετάφραση είναι του Δημήτρη Βαρδουλάκη.
Για την παραγωγή της ταινίας, θα μιλήσουν ειδικότεροι. Ήδη το κάνουν και υμνούν την αισθητική, την αρτιότητα, τον επαγγελματισμό με τον οποίο αυτή στήθηκε. Σκηνικά και κοστούμια, μουσικές, φωτογραφία, μοντάζ, ήχος, όλα μαζί δημιουργούν ένα πραγματικό παραμύθι που εξελίσσεται με ρυθμό και ισορροπία, με ένταση και πληρότητα. Δεν βαριέσαι καθόλου, δεν κουράζεσαι (κι ας θέλει ανακαίνιση η σάλα του Ολύμπιον), δεν αποσπάται στιγμή η προσοχή σου. «Μπαίνεις» στον κόσμο της Μπέλα και δε βγαίνεις ούτε όταν πια ανάβουν τα φώτα. Η ταινία θα σκίσει στα βραβεία και με το σπαθί της δηλαδή, όμως εμένα το θέμα μου δεν είναι αυτό.
Γιατί το «Poor Things» υποψιάζομαι πως είναι κάτι περισσότερο από μια ταινία. Κάτι περισσότερο από μια προσπάθεια καλλιτεχνών (Γουίλεμ Νταφόε, Μάργκαρετ Κουόλεϊ και Μαρκ Ράφαλο και άλλων) που θέτουν τον εαυτό τους στην κρίση κοινού και ειδικών με σκοπό να κριθούν και να επιβραβευθούν με όσκαρ, με χρήμα, με επόμενες κινηματογραφικές προτάσεις. Η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου είναι… ό,τι κοντινότερο σε επανάσταση μέσα από την τέχνη έχω αντιληφθεί τα τελευταία πολλά χρόνια γιατί έχει ευθεία απεύθυνση στην κοινωνία και της ζητά… να αλλάξει. Της δείχνει με σουρεαλιστικό τρόπο τον πραγματικό εαυτό της και τα έργα της. Της δείχνει το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει ο πολιτισμός μας. Της αποδεικνύει πως δεν αξίζει να το συνεχίσουμε έτσι. «Υπάρχει κι άλλος τρόπος». Πιο απλός και πιο ουσιαστικός, πιο βαθύς και στέρεος. Υπάρχει ένας τρόπος πιο ελευθεριακός, λιγότερο ανταγωνιστικός, περισσότερο αλληλέγγυος και ανθρωποκεντρικός. Αφού δεν κατάφερε η πολιτική να τον προτείνει, έρχεται ένας σκηνοθέτης να τον παρουσιάσει ως παραμύθι, ως «επιστημονική φαντασία» και κινηματογραφικό θέαμα ζητώντας μας να προβληματιστούμε πάνω σε αυτό το «what if». Τι θα γίνονταν εάν συνεχίζαμε να σκεφτόμαστε σαν παιδιά; Να λέμε αυτό που νιώθουμε; Να θέτουμε ως ζητούμενο την προσωπική μας απόλαυση και την εσωτερική μας πληρότητα η οποία δε θα έπρεπε να ενοχοποιείται; Να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους; Να ξεφύγουμε από ανταγωνισμούς και εχθρότητες; Κι αν πολλούς «ενοχλήσει» αυτή η εισαγωγή καινών δαιμονίων από τον Λάνθιμο, το επιχείρημα ημών των υπολοίπων μπορεί να είναι ατράνταχτο: «εντάξει… στα ψέματα τα είπαμε. Μια ταινία είναι μόνον το «Poor Things».
Σίγουρα όσο σκέφτομαι και γράφω αυτές τις λέξεις, «πορώνομαι» με όρους ποδοσφαιρικούς, οπαδικούς και αναζητώ τον σύνδεσμο των «Λάνθιμος χούλιγκανς» να πάω να γραφτώ μέλος τους. Ναι, είναι και υποκειμενικό, προσωπικό το ζήτημα γιατί αυτή η καλλιτεχνάρα που λέγεται Γιώργος Λάνθιμος είναι Έλληνας. Είναι ένα γέννημα της δικής μας κουλτούρας, της δικής μας κοινωνίας που με τα καλά και με τα στραβά της βγάζει απίστευτα πλάσματα που δημιουργούν θαύματα. Είναι ο Λάνθιμος ένα «παιδί» που σε αυτόν τον τόπο «έψαξε την άκρη του αλλιώς». Συνάντησε δυσκολίες και τις ξεπέρασε. Οραματίστηκε κάτι και το πάλεψε. Αγάπησε μια τέχνη και πήγε κατά τις επιθυμίες του. Δούλεψε, πάλεψε και πέτυχε πράγματα που ίσως ούτε ο ίδιος δεν περίμενε πριν 20 χρόνια. Βλέποντας όλη την πορεία του Γιώργου Λάνθιμου, την εξέλιξη του και το καλλιτεχνικό του «σήμερα», διαπιστώνει κανείς ότι, ναι, υπάρχει ανθρώπινος πλούτος στην Ελλάδα, υπάρχουν δικά μας παιδιά που αξίζουν της στήριξης, της ενθάρρυνσης, της παροχής όλων των μέσων ώστε να πετύχουν τα επιστημονικά, καλλιτεχνικά, αθλητικά, επιχειρηματικά όνειρά τους.
Διαβάζω σε μια συνέντευξη του Λάνθιμου ότι η ταινία «Poor things» γυρίστηκε στην Ουγγαρία κι ότι, παρότι ο ίδιος θα το ήθελε, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γυριστεί στην Ελλάδα από άποψη υποδομών. Τι κρίμα… Και τί κατάντια! Και να πεις ότι η Ελλάδα δεν έχει κονδύλια για τον πολιτισμό και δεν «τρέχει» αναπτυξιακά οικονομικά προγράμματα για το σινεμά; Τι κρίμα να παρακαλάμε τον κάθε Αντόνιο Μπαντέρας να γυρίσει στην Ελλάδα τις «τριτοκλασάτες βιντεοκασέτες» του επιτρέποντας σε κινηματογραφικούς παραγωγούς από τα Βαλκάνια να έρθουν εδώ και να κάνουν μπίζνες με τιμολόγια και φοροαπαλλαγές… Όχι πως δεν βοηθά την τοπική οικονομία της βόρειας Ελλάδας αυτή η συνθήκη εκμετάλλευσης ευρωπαϊκών κονδυλίων αλλά πόσο πιο στέρεο και ουσιαστικό θα ήταν αν εφαρμόζαμε μια μακροπρόθεσμη πολιτική εκμετάλλευσης των δικών μας assets δημιουργώντας υποδομές οι οποίες θα αναδείξουν τους επόμενους Λάνθιμους σε βάθος χρόνου… Αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας άνθρωπος με καταγωγή από την Ελλάδα που αναγκάζεται να εργάζεται στο εξωτερικό και μάλιστα όχι σε κάποια ισχυρότερη από την Ελλάδα χώρα αλλά στην «προβληματική» Ουγγαρία. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Σ.σ.: Όσο γράφω το κείμενο κι ενώ από την πρώτη παράγραφο έχω χαρακτηρίσει το «Poor Things» αριστούργημα, φίλη στο φέισμπουκ που εμπιστεύομαι απόλυτα την κρίση της, σημειώνει (χωρίς να έχει διαβάσει τη δική μου γνώμη): «Νταξ παιδιά, αριστούργημα δεν είναι πάντως σε καμία περίπτωση…». Τι ωραίο να βλέπουν οι άνθρωποι με διαφορετικά μάτια την Τέχνη και να συζητούν γι αυτήν… Θα της προτείνω να τη δει ξανά κι αν αλλάξει γνώμη και θελήσει να την δει και πάλι θα της πω: «νταξ, δεν είναι και το «ας περιμένουν οι γυναίκες» να την δούμε καμιά κατοσταριά φορές και μετά να την κάνουμε audio cd για το αυτοκίνητο…».
Υ.γ.: Να δείτε την ταινία σε κάποιον εναλλακτικό κινηματογράφο. Στο Βακούρα, στο Ολύμπιον, στο Μακεδονικό. Οι αίθουσες δίνουν αγώνα για να αντέξουν στην κρίση της νέας συνθήκης στο σινεμά που δίνει δυνατότητες θέασης ακόμα και στο κινητό και κατ’ απαίτηση μέσω πλατφορμών. Ναι, είμαστε πάντα με την εξέλιξη της τεχνολογίας. Χωρίς αυτήν δε θα υπήρχε σινεμά όπως το μάθαμε αλλά η «συνεμπειρία» θέασης μιας ταινίας στη σκοτεινή αίθουσα είναι τελετουργία, κοινωνική συνθήκη, δράση και εγκεφαλική επανεκκίνηση. Να μην ξεχάσουμε ότι είμαστε και παραμένουμε υποκείμενα και όχι αντικείμενα. Οφείλουμε να αντισταθούμε στην υπερπληθώρα πληροφοριών και στην παθητική πρόσληψή τους. Ο άνθρωπος ανασαίνει καλύτερα μεταξύ άλλων ανθρώπων. Σκέφτεται καλύτερα, αισθάνεται καλύτερα. Μέτρο όλων ο (άλλος) άνθρωπος. Πρέπει να βλέπουμε σινεμά μαζί με αυτούς με τους οποίους ζούμε και μάλιστα «εκεί που ζούμε».