Αρθρογραφεί στο TheOpinion η Ιωάννα Κοσμοπούλου, αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πολιτικής του δήμου Θεσσαλονίκης.
Εδώ και καιρό ήθελα να γράψω κάτι για να επικοινωνήσω με τον κόσμο. Κάτι πιο προσωπικό, απολογιστικό, μια κατάθεση ψυχής ίσως. Το οφείλουμε όσοι ασχολούμαστε με τα κοινά, στους συμπολίτες μας και στον εαυτό μας.
Από πριν τα Χριστούγεννα το τριγυρνούσα, αλλά κάτι δεν μου «κολλούσε». Ξεκίνησα να γράφω για το έργο μου από τις θέσεις ευθύνης μου στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Κι αυτά που είχα να γράψω δεν ήταν λίγα. Αλλά δεν μου βγήκε. Δεν προβάλλεις το αυτονόητο, σκέφτηκα. Τα όσα έκανα ήταν καθήκον και υποχρέωση απέναντι στους δημότες και την πόλη. Άλλωστε οι συμπολίτες μου ενημερώνονται καθημερινά για τη δουλειά μας και τις δράσεις, στις οποίες καλούνται να συμμετέχουν, από σχετικές αναρτήσεις και δελτία τύπου.
Μετά προέκυψε ένα νέο ζήτημα, που βρήκα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τον δημόσιο διάλογο. Η υποβάθμιση των πτυχίων των καλλιτεχνών και κατά βάση των αποφοίτων των δραματικών σχολών και των σχολών χορού, γιατί τα πτυχία των μουσικών ευτυχώς έμειναν «αλώβητα» από το ΠΔ 85/2022. Έκανα μάλιστα περήφανη μια ανάρτηση για το μοναδικό ως τώρα ομόφωνο ψήφισμα του Δημοτικού μας Συμβουλίου, που στήριζε τους καλλιτέχνες. Και ήμουν περήφανη, όχι μόνο γιατί το ψήφισμα ήταν ομόφωνο, αλλά και γιατί πέρα από το ότι για μένα η τέχνη -και ιδιαίτερα οι παραστατικές τέχνες- είναι η ηρεμία μου και το «μαξιλάρι» μου, το έψαξα πολύ και πίστευα ιδιαίτερα στην ορθότητά του. Δυστυχώς όμως από κάτω δέχθηκα ιδιαίτερα «ευπρεπή και πλήρη επιχειρημάτων» σχόλια του τύπου «Ποιος το σκέφτηκε αυτό, ώστε να ξέρουμε προς τα πού να ρίχνουμε τα φάσκελα» και άλλα παρόμοια. Κι έτσι εξαντλήθηκε κι αυτό το θέμα στα πλαίσια της ανάρτησης…
Και ήρθε η τραγωδία της 1ης Μαρτίου. Και σαν χείμαρρος ένιωσα να βγαίνουν από μέσα μου τα εσώψυχά μου, ο πόνος και ο θυμός μου. Ως δια μαγείας είχα κάτι να πω, λύθηκε ο κόμπος στη γλώσσα μου. Οι λέξεις κλειδί στον δημόσιο βίο είναι δύο. Τσίπα κι ευθύνη. Κι αυτό απαντώ σε όποιον με ρωτήσει ενάντια σε ποιον στρέφεται ο θυμός μου μετά την πρόσφατη, ανείπωτη τραγωδία. Θυμώνω με όποιον έχει θέση ευθύνης είτε πολιτική είτε υπηρεσιακή και κοιμάται τα βράδια. Εγώ από μια πραγματικά ευαίσθητη θέση ευθύνης, όταν στην δικαιοδοσία μου ήταν τα σχολεία, δεν κοιμόμουν τα βράδια αν έστω λίγο φυσούσε ή αν έστω υπήρχε κίνδυνος να σκοντάψει ένα παιδάκι. Και προσπάθησα πολύ και μέσα από τον κυκεώνα του «αυτή είναι η Ελλάδα» πέτυχα πράγματα. Όχι μόνη μου, αλλά έχοντας δίπλα μου φιλότιμους και υπεύθυνους υπηρεσιακούς. Γιατί όλοι στο δημόσιο δεν είναι ίδιοι. Κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με κόμματα, ούτε με παρατάξεις. Έχει μόνο να κάνει με ανθρώπους με αίσθημα ευθύνης και τσίπα.
Έχω πει πολλές φορές δημόσια το τελευταίο διάστημα ότι δυσκολεύομαι να χαρώ τα “πράγματα της ζωής”. Είναι αυτό το βάρος της ευθύνης που νιώθω μόνιμα στους ώμους μου. Είναι η φωνή της συνείδησης που μονότονα σου θυμίζει ότι βρίσκεσαι σε μια θέση που πρέπει συνέχεια να αγωνίζεσαι, συνέχεια να προσπαθείς να αποτρέψεις να τύχει «η στραβή στη βάρδια σου». Γιατί η ποιότητα ζωής -και πολλές φορές η ίδια η ζωή- ενός κοινωνικού συνόλου εξαρτάται από σένα, τη δουλειά σου και το αίσθημα καθήκοντος. Και προσπαθώ. Και ποτέ δεν μου φτάνει. Και προσπαθώ κι άλλο. Κι ο πήχυς ανεβαίνει, λίγο, λίγο, λίγο… Κι εγώ πρέπει να τον φτάσω. Κι όχι μόνο εγώ. Αλλά ο καθένας μας και κυρίως οι έχοντες θέσεις ευθύνης.
Γιατί δεν «είναι αυτή η Ελλάδα». Δεν πρέπει να είναι. Ο Σαββόπουλος κάθε φορά στις συναυλίες του μετά τους «Κωλοέλληνες» τραγουδούσε «Η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει». Γι’ αυτήν την Ελλάδα πρέπει να δουλέψουμε όλοι με αίσθημα καθήκοντος κι ευθύνης. Γι’ αυτήν την Ελλάδα αξίζει να μην κοιμόμαστε τα βράδια.