Αρθρογραφεί στο TheOpinion, ο Αναστάσης Ασκητάς, Οικονομολόγος / MSc Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών.
Οι εκλογές της 21ης Μαΐου, ορίζονται κυρίως από τη μεγάλη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως από τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Άλλωστε η συγκράτηση των ποσοστών για το κυβερνόν κόμμα ήταν μέσα στην περιοχή του αναμενόμενου, αν και κανείς δεν περίμενε την οριακή αύξησή τους. Η εκλογική κατάρρευση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης όμως σίγουρα δεν αναμενόταν, αν και καμπανάκια σχετικά με την εικόνα του από το 2019 και έπειτα, σίγουρα υπήρχαν.
Το ερώτημα που γεννάται και αφορά τα εσωκομματικά του ΣΥΡΙΖΑ είναι πρωτίστως «τι έφταιξε». Το ερώτημα όμως που αφορά τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και άλλα κόμματα και φορείς, αλλά κυρίως αφορά την μεγάλη παράδοση της δημοκρατικής παράταξης, είναι ποιος θα εμπνεύσει ξανά τους προοδευτικούς πολίτες της χώρας. Ποιος θα είναι εκείνος ο φορέας, εκείνα τα πρόσωπα, εκείνη η πλατφόρμα, εκείνο το πρόγραμμα που θα μπορέσει να σταθεί απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και θα τον νικήσει στη μάχη των ιδεών, του οράματος και της κάλπης.
Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2019 – 2023 είναι οδηγός για τα μελλούμενα για όποιον θέλει να ανακάμψει απέναντι στη ΝΔ που κέρδισε πλήρως. Όρισε την ατζέντα, επικοινώνησε το πρόγραμμα, διάβασε τις ανάγκες του εκλογικού σώματος και του έδωσε αυτό που ζητούσε. Με λίγα λόγια, είχε μια πρόταση διακυβέρνησης που έπεισε το ελληνικό λαό. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε. Δεν προσπάθησε καν να ορίσει την ατζέντα, έτρεχε πίσω από τη ΝΔ σε όλη τη διάρκεια της τετραετίας, είχε θολό στίγμα, έκανε λάθος επιλογές προσώπων που θόλωσαν ακόμα περισσότερο το στίγμα, κινήθηκε άτολμα, δεν επεξεργάστηκε λύσεις και δεν έπεισε κανέναν ότι είχε συγκεκριμένο πρόγραμμα. Και για αυτό ηττήθηκε. Η αυτοκριτική για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αυτονόητη αν θέλει να είναι εκείνο που θα απαντήσει στο ερώτημα του τίτλου.
Όλοι – ακόμα και η αμηχανία του συντηρητικού χώρου – καταμαρτυρούν πως δεν είναι θετικό να μην έχουμε στιβαρή αντιπολίτευση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. Σπάει αν μη τι άλλο το μεταπολιτευτικό τρόπο άσκησης πολιτικής και δημιουργεί συνθήκες που ευτυχώς είχαμε αφήσει πίσω μας εδώ και δεκαετίες ως χώρα. Πιθανώς να «αλλάζει πίστα» την Ελλάδα και να την τοποθετεί πιο κοντά στην Ουγγαρία παρά στη δυτική Ευρώπη. Αλλά αυτό θα το κρίνει οριστικά η κάλπη της 25ης Ιουνίου. Το μακροπρόθεσμο ερώτημα παραμένει: Ποιος θα είναι αυτός που θα εμπνεύσει ξανά τους προοδευτικούς πολίτες;
Κατά τη γνώμη μου θα είναι εκείνος που θα δείξει πως έχει ανάλυση. Πως καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του, αντιλαμβάνεται τις μετατοπίσεις και τις δυναμικές, θα καταλάβει τις διεθνείς εξελίξεις και θα αναζητήσει το ρόλο της Ελλάδας σε έναν κόσμο που αλλάζει. Θα απαντήσει με προοδευτικό τρόπο στα ερωτήματα που βάζει στην Ελλάδα η μετατόπιση ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή. Θα αντιληφθεί πως ο ρόλος της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας μειώνεται και χρειάζεται άμεσα μια αλλαγή πορείας.
Θα είναι εκείνος που αφού θα έχει κάνει την ανάλυση που πρέπει, θα εκφράσει το όραμα για λιγότερη ανισότητα, περισσότερη διαφάνεια και δημοκρατία και μια διαφορετική Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Αυτός που θα περιγράψει πως βλέπει την Ελλάδα και τους Έλληνες το 2030, το 2040 και το 2050. Αυτός που θα ασχοληθεί και θα λάβει υπόψιν τους μακροπρόθεσμους στρατηγικούς κινδύνους. Την κλιματική κρίση, το δημογραφικό, την αποσταθεροποίηση εξαιτίας φτώχειας, πολέμων και ανισορροπίας ισχύος στην περιοχή μας.
Και κυρίως θα είναι εκείνος που αφού έχει λάβει υπόψιν του όλα αυτά, θα γνωρίζει σε ποιους απευθύνεται και ποιες λύσεις τους προτείνει. Σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον, οι πολίτες έχουν ανάγκη να τους περιγράψει κάποιος τη σταθερότητα με δίκαιο τρόπο. Δεν αρκεί ούτε η σταθερότητα μόνη της, ούτε η δικαιοσύνη μόνη της. Χρειάζεται να μεγαλώσει η πίτα και να μοιραστεί καλύτερα, σε όλους. Ακόμα και η ΝΔ που πέτυχε να νικήσει στο γήπεδο της σταθερότητας, δεν διεκδικεί δάφνες στο κομμάτι της δικαιοσύνης. Θα πετύχει εκείνος που θα εγγυηθεί και τα δύο ή έστω το καλύτερο μίγμα των δύο.
Δεν είναι εύκολη προσπάθεια αυτό. Χρειάζεται θέληση, γνώσεις, κινητοποίηση πόρων, εργατικότητα και αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου της πατρίδας μας. Η κοινωνία πρέπει να έχει ενεργό ρόλο σε αυτό, να είναι κομμάτι της διαδικασίας για να νιώθει το κίνητρο της επόμενης μέρας. Να νιώθει πως η ζωή θα είναι καλύτερη, να εμπλακεί ενεργά και να κινητοποιηθεί για να φέρει την αλλαγή.
Ο πολιτικός χώρος και τα πρόσωπα που θα λύσουν αυτή την εξίσωση, θα πετύχουν να εκφράσουν ξανά την ελπίδα της κοινωνίας για καλύτερη ζωή και θα εμπνεύσουν τους προοδευτικούς πολίτες. Αυτό πρέπει να είναι οδηγός και για τον ΣΥΡΙΖΑ που είναι σήμερα ο χώρος που εκφράζει μαζικότερα αυτά τα αιτήματα, αλλά και για όσους θέλουν να εκφράσουν τους πολλούς, τους πάλαι ποτέ μη προνομιούχους, την εργατική τάξη, την δημιουργική Ελλάδα, την Ελλάδα που δεν μπορεί να εκφραστεί στο κλειστό σύστημα συμφερόντων της ΝΔ.