Η ειδησεογραφία των ημερών έχει ως εξής: Πληροφορίες που διοχετεύονται κυρίως στον ξένο τύπο κάνουν λόγο για συμφωνία Ελλάδας – Μεγάλης Βρετανίας για μερική και συγκεκριμένης διάρκειας επιστροφή των κλεμμένων από τον Έλγιν μαρμάρων στη χώρα μας.
«Ωραία, και πού το πρόβλημα», θα αναρωτηθεί ο περισσότερος κόσμος που, σημειωτέον, έχει να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, την εργασιακή αβεβαιότητα, την έλλειψη φαρμάκων και τόσα ακόμα καθημερινά «απόνερα» της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης. Κι όμως, υπάρχει πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο. Γιατί μια ενδεχόμενη συμφωνία είναι πιθανό να βάλει ταφόπλακα για πάντα στο ενδεχόμενο συνολικής επιστροφής στην Ελλάδα των ΔΙΚΩΝ ΤΗΣ, κλεμμένων αρχαιοτήτων.
Καταρχάς, πληροφορίες από το κυβερνητικό ρεπορτάζ μεταφέρουν πως είναι πραγματικά τόσο άθλια, μονομερής και προσβλητική από πλευράς Βρετανικού Μουσείου η πρόταση η οποία έπεσε στο τραπέζι που ΟΥΤΕ ΚΑΝ ο «ενδιαφερόμενος για συμφωνία», Κυριάκος Μητσοτάκης την έκανε ως τώρα δεκτή. Το σκέφτεται. Το μελετά και διαπραγματεύεται προσωπικά παρακάμπτοντας το αρμόδιο υπουργείο.
Φυσικά το πρόβλημα ξεκινά ακριβώς από εκεί. Από την εμμονή της συγκεκριμένης κυβέρνησης και του πρωθυπουργού να φέρει με κάθε τρόπο στην Ελλάδα μέρος των αρχαίων γλυπτών του Παρθενώνα με τη μορφή δανείου.
«Να δανειστούμε τα δικά μας», δηλαδή. Μιλάμε για μια διαδικασία νομιμοποίησης των κλεμμένων αρχαιοτήτων και τελικά οριστικής λύσης του ζητήματος ιδιοκτησίας αφού ουσιαστικά μάς καλούν να υπογράψουμε πως θα επιστρέψουμε αυτά που θα «δανειστούμε». Από κάθε άποψη αυτή η ενδεχόμενη συμφωνία είναι lose – win.
Βέβαια, προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης αλλά και το υπουργείο πολιτισμού μελέτησε ως win – win την κατάσταση γιατί όπου Ελλάδα έβαλε τα συμφέροντα της κυβέρνησης. Φυσικά και είναι win για την κυβέρνηση το να έρθουν κάποιες κλεμμένες αρχαιότητες στην Ελλάδα εν μέσω προεκλογικής χρονιάς. Θα το «πουλήσει» ως επιτυχία. Ως διπλωματική νίκη. Στους πολίτες που θα σπεύσουν στο νέο μουσείο της Ακρόπολης να δουν τα κομμάτια του Παρθενώνα θα πει πως χάρη σε αυτήν ήρθαν στην Ελλάδα. Θα βοηθήσουν σε αυτό και τα ΜΜΕ. Ήδη η Τατιάνα Στεφανίδου και ο Νίκος Ευαγγελάτος έπιασαν δουλειά από τις εκπομπές τους.
Ο ενδεχόμενος δανεισμός, ωστόσο, κάποια στιγμή θα ολοκληρωθεί και τα γλυπτά θα πρέπει να γυρίσουν πίσω. Τότε θα καταστεί σαφές και υπογεγραμμένο ότι γυρίζουν εκεί όπου παραδεχτήκαμε εμείς ότι ανήκουν. Κι αυτό θα τερματίσει μια εθνική διεκδίκηση η οποία ξεκίνησε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, συνεχίστηκε και κορυφώθηκε από την Μελίνα Μερκούρη αλλά παρέμεινε ψηλά στην ατζέντα της εξωτερικής μας πολιτικής ακόμα και σε περιόδους αλλαγής προτεραιοτήτων και διεκδικήσεων. Η επιστροφή των Ελγίνειων μαρμάρων ήταν πάντα μια υπόθεση Εθνική, υπερκομματική. Ήταν πάντα ένα διαχρονικό ζήτημα ηθικής τάξης και περηφάνειας και όχι απλής διαπραγμάτευσης για το σε ποιο μουσείο θα εκτίθενται οι συγκεκριμένες αρχαιότητες.
Η Ελλάδα κυρίως διατρανώνει όλα αυτά τα χρόνια στην παγκόσμια κοινότητα και στην UNESCO την αναγκαιότητα τα αρχαία του Παρθενώνα να είναι ενωμένα και όχι διαιρεμένα, όπως πρέπει να είναι όλες οι αρχαιότητες.
Όλοι καταλαβαίνουμε πως με μια ενδεχόμενη συμφωνία δανεισμού ΜΕΡΟΥΣ των μαρμάρων και μάλιστα για ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ διάστημα αποτελεί απλώς παραδοχή ότι τα Ελγίνεια ΔΕΝ μάς ανήκουν. Οποιοσδήποτε μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία συζήτησης μιας τέτοιας υπογραφής συμφωνίας, είναι το λιγότερο επικίνδυνος για τη χώρα.