Η Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου ξεκίνησε με συννεφιά και μια απίστευτη ησυχία που θυμίζει Μεγάλη Παρασκευή. Γράφω αυτές τις γραμμές πριν πάει 12 και ξεκινήσει η στάση εργασίας των δημοσιογράφων με αφορμή την τραγική επέτειο συμπλήρωσης ενός χρόνου από το «έγκλημα των Τεμπών».
Οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης ετοιμάζονται για μια δύσκολη μέρα. Έχει δει πολλά η «καρδιά» αυτής της πόλης, δεκαετίες τώρα αλλά σήμερα, σίγουρα είναι μια σημαντική μέρα που οι πολίτες την σκέφτονται εδώ και καιρό. Μια Τετάρτη σαν Μεγάλη Παρασκευή κι από τις πένθιμες καμπάνες, κι από την αδιόρατη σκοτεινιά κι από την στεναχώρια.
Σκέφτομαι πως βγήκαμε από την πανδημία κι έχουμε ΟΛΟΙ «το σύνδρομο του επιζήσαντα». Φοβηθήκαμε ότι θα πεθάνουμε από Κορονοϊό αλλά ζήσαμε. Φοβηθήκαμε πως θα χάσουμε τις δουλειές μας αλλά τις έχουμε (άσχετο πώς και με ποιους όρους). Μοιραία και ασυναίσθητα κοιτάμε λίγο περισσότερο τον εαυτό μας… «για όσο ζούμε». Και έτσι δεν μπορούμε να δούμε ούτε καν τριγύρω μας, πολύ περισσότερο να δούμε μακριά, να συναισθανθούμε, να κατανοήσουμε το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο συμβαίνουν όλα.
Αυτό εκμεταλλεύονται οι κυβερνώντες οι οποίοι, με κυνικό και «άψυχο» τρόπο, προσπαθούν να μας πείσουν να ξεχάσουμε, να προχωρήσουμε, να ησυχάσουμε γιατί: «πάει αυτό, έγινε» ή «η ζωή συνεχίζεται». Ιεράρχες ψέγουν την Μαρία Καρυστιανού γιατί… «δε βιώνει βουβά τον πόνο». Την ίδια ώρα που η γυναίκα καταγγέλει απίστευτα πράγματα για τις συνθήκες του δυστυχήματος και την επιχείρηση συγκάλυψης, τα κανάλια έχουν χώρο σε όλες τους της εκπομπές για τον θρασύτατο Παλαιοχριστιανό αλλά καθόλου χρόνο και ενδιαφέρον γι αυτή τη γυναίκα που κάτι θέλει να πει και κάτι να αλλάξει για το «από δω και πέρα».
Σήμερα, λοιπόν, συμπληρώνεται ένας χρόνος από το δυστύχημα των Τεμπών που στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους αλλά καθόρισε και τον υπόλοιπο βίο δεκάδων τραυματιών, απλών επιβαινόντων, των συγγενών τους, των εργαζομένων στα τρένα και τελικά, εν δυνάμει, όλων των Ελλήνων. Λέω «δυστύχημα» και όχι «έγκλημα» γιατί δε θέλω μια τέτοια μέρα να μείνω στον φανατισμό και στην καταγγελία. Δυστυχώς, όμως, είναι. Είναι έγκλημα. Χωρίς εισαγωγικά.
«Άνθρωπος είσαι όταν σε αφορά ένα έγκλημα για το οποίο εσύ δεν ευθύνεσαι». Αυτό λέει ο Τάσος Λειβαδίτης. Κι εμείς δεν είμαστε «άνθρωποι». Δεν είμαστε άνθρωποι γιατί πείσαμε τον εαυτό μας πως «εμείς δε φταίμε, φταίνε άλλοι». Δεν είμαστε άνθρωποι γιατί σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις «ξεχάσαμε» ποιους πρέπει να τιμωρήσουμε. Δεν είμαστε άνθρωποι γιατί ακόμα και σήμερα που θα έπρεπε να σταματήσουν τα πάντα από λύπη, από περισυλλογή κι από ανάγκη «αλλαγής μας», η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις είναι μικρή, άχρωμη.
«Δεν είμαστε άνθρωποι». Είμαστε… κάτι άλλο. Κάτι «υβριδικό». Ας προσπαθήσουμε, τουλάχιστον, αυτό το «κάτι υβριδικό» να μην είναι χαμερπές. Να αποκτήσει λίγη ευαισθησία. Να πλησιάσει το ανθρώπινο.
Δεν περιμένω τίποτα από την δικαστική πλευρά της τραγωδίας. Η απόφαση, με τόση συγκάλυψη και απόκρυψη στοιχείων, θα μεταφέρει ένα εντελώς στρεβλό μήνυμα σε όλη την κοινωνία. Θα μας κάνει χειρότερους και η ιστορία θα ξεχαστεί γρήγορα. Το μόνο που ίσως περιμένω είναι μια αντίδραση από τη νεολαία. Από αυτούς που σήμερα ίσως δεν ψηφίζουν καν. Προετοιμάζονται όμως να αναλάβουν τις τύχες αυτής της χώρας όταν εμείς, θέλοντας και μη, θα την αφήσουμε από τα χέρια μας, πλήρως αποτυχημένοι και ηθικά «χρεοκοπημένοι».