Σε μια ακόμα ανεξήγητη ενέργεια προχωράει η κυβέρνηση και μάλιστα «ανεξήγητη» με κυριολεκτικό τρόπο, αφού δεν ένιωσε καν την ανάγκη να την εξηγήσει στον ελληνικό λαό, ο οποίος έμαθε – για άλλη μια φορά – τα νέα από ξένα χείλη και συγκεκριμένα από το στόμα του Γερμανού Καγκελαρίου, Όλαφ Σολτς.
Ο Γερμανός Καγκελάριος, ενώ δεν ένιωσε την ανάγκη να πει το παραμικρό για την ένταση στα ελληνοτουρκικά, δηλαδή για μια απειλή αποσταθεροποίησης στα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, επισήμανε πως η Ελλάδα προτίθεται να στείλει στην Ουκρανία τεθωρακισμένα οχήματα BMP-1, σοβιετικής κατασκευής, για να χρησιμοποιηθούν στον πόλεμο. Η Γερμανία, σε αντάλλαγμα θα προσφέρει στην Ελλάδα, άλλα συστήματα γερμανικής κατασκευής, τα οποία έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα BMP-1.
Πέρα από την εύλογη αγανάκτηση για το γεγονός πως οι Έλληνες μαθαίνουν τα νέα από τον Γερμανό Καγκελάριο και όχι από τον Έλληνα Πρωθυπουργό, εγείρεται και ένα ακόμα ερώτημα. Σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν τη διάρθρωση της άμυνας της χώρας, όπως ο πρώην Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, κ. Καμπάς, αυτά τα όπλα χρησιμοποιούνται για την παράκτια άμυνα των νησιών του Αιγαίου, για το γεωγραφικό εκείνο σημείο δηλαδή, στο οποίο εστιάζεται η τουρκική επιθετικότητα και για τα οποία οι Τούρκοι θέτουν ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης.
Ακόμα δεν έχει αποσαφηνιστεί αν τα νέα όπλα θα παραχωρηθούν στην Ελλάδα ή αν θα πληρώσουμε για αυτά, αν πρώτα θα έρθουν και μετά θα φύγουν τα BMP-1, αν είναι το ίδιο αποδοτικά, είναι καλύτερα ή χειρότερα και αν το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων θα εκπαιδευτεί επαρκώς πριν κληθεί να τα θέσει σε υπηρεσία. Αλλά ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι σε κάθε ένα από αυτά τα ερωτήματα, η απάντηση είναι η ευνοϊκότερη για την άμυνα της χώρας, είναι πραγματικά απορίας άξιο το πως η κυβέρνηση αποφασίζει να αλλάξει τα όπλα στα οποία είναι εκπαιδευμένος, γύρω από τα οποία είναι διαρθρωμένος και με τα οποία το προσωπικό είναι εξοικειωμένο, στο πιο κρίσιμο σημείο της άμυνάς μας, στην πιο κρίσιμη χρονική στιγμή των τελευταίων ετών.
Πώς η Ελλάδα αποφασίζει να μειώσει ή έστω να διασαλεύσει την ποιότητα της άμυνας της και την ποσότητα των όπλων της στο γεωγραφικό χώρο για τον οποίο η Τουρκία ζητά αποστρατιωτικοποίηση; Είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία ελήφθη αυτή η απόφαση, εγείροντας ερωτηματικά για το αν την έλαβαν επιτελικοί του στρατού (δηλαδή οι αρμόδιοι) ή είναι αποτέλεσμα δημοσίων σχέσεων της κυβέρνησης και του Πρωθυπουργού.
Σε κάθε περίπτωση η χώρα δεν γίνεται να πληρώσει το τίμημα για προσωπικές επιλογές του Πρωθυπουργού και μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού συμβούλων του. Είναι πολύ επικίνδυνα και κρίσιμα αυτά τα ζητήματα, ιδιαίτερα στην αναθεωρητική εποχή που ζούμε. Είναι διαφορετικό το θεμιτό, να σταθούμε δίπλα στον ουκρανικό λαό, στους αμάχους που χάνουν ζωές και σπίτια, είναι διαφορετικό να καταδικάζουμε την εισβολή που παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο και είναι εντελώς άλλο πράγμα, να εμπλεκόμαστε ενεργά σε έναν πόλεμο θέτοντας σε κίνδυνο την ποιότητα της άμυνας μας, την ικανότητα της διπλωματίας μας να βρίσκει φίλους και συμμάχους και την ποιότητα των θεσμών μας, καθώς δεν είναι και ό,τι πιο κολακευτικό για μια Δημοκρατία να ενημερώνεται για αυτά που την αφορούν από ξένους ηγέτες και όχι από αυτόν που ψήφισαν οι Έλληνες για να τους κρατά ασφαλείς, να αυξάνει την ευημερία τους και να τους οδηγεί στην πρόοδο.