«Βέρα στο δεξί», «Πολυκατοικία», «Άγριες Μέλισσες», «Ο Όρκος» είναι μερικές μόνον από τις επιτυχίες στις οποίες ο Σπύρος Μιχαλόπουλος έβαλε το σκηνοθετικό του λιθαράκι.
Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος ανήκει στην κατηγορία των «αφανών» επαγγελματιών, που οι τηλεθεατές, συχνά, «αδικούμε». Ξεχνώντας, έστω για λίγο, ότι σε έναν ηθοποιό κάποιος έδωσε τον λόγο, κάποιος άλλος τον τοποθέτησε και υπάρχει κι ένα ολόκληρο επιτελείο από πίσω για να βγει προς τα έξω ένα κινηματογραφικό, θεατρικό ή τηλεοπτικό αποτέλεσμα. «Μας αρέσει, κιόλας, να είμαστε “αφανείς”. Είναι η δουλειά μας τέτοια», σημειώνει, μεταξύ άλλων, στο TheOpinion.
Ξεκινώντας από το 1939 έως τον Μάιο του 1941, με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ο ίδιος θα βρίσκεται, τη νέα τηλεοπτική χρονιά, στο τιμόνι της σκηνοθεσίας της καινούριας σειράς του ΣΚΑΪ· σε prime time ζώνη, με τέσσερα επεισόδια την εβδομάδα, οι «Πανθέοι» επιστρέφουν για να μας κρατήσουν συντροφιά τον ερχόμενο χειμώνα.
Κύριε Μιχαλόπουλε, οι «Πανθέοι» πρόκειται να «ξαναζωντανέψουν» στους δέκτες μας, τη νέα σεζόν, μέσα από το δικό σας σκηνοθετικό πρίσμα. Θα αφορά, ενδεχομένως, σε ένα remake της θρυλικής σειράς της ΕΡΤ;
Ενώ, πράγματι, έγινε η σειρά πριν από 45 χρόνια περίπου, είναι σωστό να λέμε ότι είναι adaptation του βιβλίου. Δεν κάνουμε remake στη σειρά που είδαμε, η οποία ήταν βασισμένη στο βιβλίο. Αλλά ένα adaptation του βιβλίου όλου· δηλαδή, σεναριογράφοι κι εμείς.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, αυτό είναι ένα βιβλίο το οποίο εκδόθηκε το 1961. Είναι χωρισμένο σε τέσσερις τόμους· ο τρίτος τόμος έχει δύο μέρη με τον ίδιο τίτλο. Θεωρούνται τρεις, αλλά είναι, στην ουσία, τέσσερις οι τόμοι.
Αυτό, λοιπόν, το βιβλίο το έγραφε δεκαέξι χρόνια ο Αθανασιάδης και κατάφερε, το ’61 που το τελείωσε, να πάρει και το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Έγινε σειρά το ’77-’78, από τον αείμνηστο σκηνοθέτη Βασίλη Γεωργιάδη. Κι έμεινε στη μνήμη όλων των ανθρώπων που το έβλεπαν. Έκανε κάτι ακροαματικότητες ρεκόρ, 97%. Βέβαια, δεν υπήρχε η ίδια ποσότητα καναλιών, τότε υπήρχε μόνον η ΕΡΤ. Αλλά ήταν πολύ σημαντικό ότι «ερήμωναν» οι δρόμοι όταν έπαιζαν οι «Πανθέοι». Αναπόφευκτα κάποιος θα έχει και ένα μέτρο σύγκρισης.
Εσείς την προλάβατε τη σειρά; Μπήκατε στο τρυπάκι, ως σκηνοθέτης, να υιοθετήσετε κάποια στοιχεία και να τα προσαρμόσετε στα δικά σας, πάντα, δεδομένα;
Την πρόλαβα. Και την πρόλαβα και καλά! Παρακολουθούσα όσο ήμουν στην Αθήνα, γιατί μετά έφυγα για σπουδές έξω. Οπότε, δεν κατάφερα να την ολοκληρώσω.
Αυτό που θυμάμαι και ψάχνοντας μετά και στο διαδίκτυο –που, δυστυχώς, σώζεται το μισό πρώτο και ολόκληρο το τελευταίο επεισόδιο- είναι ότι μου είχε κάνει εντύπωση η ατμόσφαιρα. Είχε φτιάξει μια τέτοια εξαιρετική ατμόσφαιρα ο Γεωργιάδης, που έχει μείνει ανεξίτηλη.
Θεωρούμε, πια, και σήμερα ότι πρέπει να πατήσουμε πάνω σε αυτήν. Είναι και η σωστή ατμόσφαιρα για να βγάλει κάποιος ένα τόσο σπουδαίο βιβλίο. Κατατάσσεται στα κλασικά της ελληνικής λογοτεχνίας, οπότε, ταυτόχρονα, πρέπει να το προσεγγίσει κάποιος με πολύ σεβασμό. Να μην κάνει τα δικά του. Δεν μπορεί να αλλάξει πράγματα δομικά. Αλλά αυτό που δεν μπορεί να αποφύγει, σίγουρα, είναι η ατμόσφαιρα που περιγράφει το βιβλίο. Εκεί στηριζόμαστε κι εμείς.
Πρόκειται να δούμε και επιστροφές προσώπων, όπως της Κάτιας Δανδουλάκη;
Η αλήθεια είναι ότι έχουν γίνει επαφές με την κυρία Δανδουλάκη. Έχουμε προχωρήσει σε συζητήσεις, είναι πάρα πολύ θετική. Είναι ενθουσιασμένη με αυτό. Αλλά δεν μπορώ να ανακοινώσω επίσημα, ακόμη, τα ονόματα.
Με ποιο κριτήριο θα επιλέξετε να ηγηθείτε σκηνοθετικά ενός σίριαλ ή μιας ταινίας; Όπως συνέβη και στην προκειμένη περίπτωση, ας πούμε;
Εγώ ξέρω με ποιους θα ήθελα να συνεργαστώ. Κριτήριο για να αναλάβει κάποιος μια δουλειά και, μάλιστα, τόσο μεγάλη, είναι να του αρέσει πολύ ως project. Και ένα δεύτερο, να έχει εμπιστοσύνη στην εταιρεία παραγωγής που του το προτείνει.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ισχύουν και τα δύο. Είναι μια πάρα πολύ καλή εταιρεία παραγωγής η J.K. Productions, πολύ έμπειρη. Είχαμε κάνει και τις «Άγριες Μέλισσες» μαζί. Είναι μια εταιρεία παραγωγής πάρα πολύ μεγάλη και δεσπόζει στον χώρο.
Οι «Πανθέοι» ήταν μια πρόταση που συζητούσαμε με τον παραγωγό μου, τον κύριο Καραγιάννη, πριν από δυο χρόνια. Αλλά σε πρωταρχικά στάδια. Το είχα στον νου μου. Και, μάλιστα, το περίμενα κάποια στιγμή να γίνει. Ήρθε η πρόταση και, σαφώς, την αποδέχτηκα αμέσως.
Από ‘κει κι ύστερα, το καλό είναι ότι μου έχουν αφήσει εν λευκώ με ποιους θέλω να συνεργαστώ. Το ίδιο συμβαίνει και με το κανάλι. Είναι δική μου απόφαση –σαφώς και θα ενημερωθούν και θα συζητήσουμε για τις αποφάσεις μου- ποιοι θέλω να παίξουν σε αυτήν τη σειρά. Κοιτάζω να μπορώ να συνεργαστώ με αυτούς τους ανθρώπους που δεν είναι μόνον ηθοποιοί, είναι και μια σειρά άλλων παραγόντων. Δηλαδή, με ποιους θέλω να κάνω τα σκηνικά. Με ποιους τα κοστούμια, γιατί είναι και μια ιδιαίτερη εποχή. Ποιοι θέλω να είναι οι διευθυντές της φωτογραφίας μου, να φωτίσουν τα σκηνικά αυτά. Τι ατμόσφαιρα θέλω να βάλω. Τι συνσκηνοθέτες θέλω να έχω· θα είμαι ο επικεφαλής, αλλά θα έχω και δύο ακόμα πολύ καλούς σκηνοθέτες δίπλα μου.
Είναι, αυτό που λένε, μια «μαγική» συνταγή που πρέπει να γίνει. Παράγοντες διάφοροι, οι οποίοι θα πρέπει να έρθουν σε έναν σωστό δρόμο ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Με προβλήματα που ξέρουμε ότι θα έρθουν. Κάποια θα τα αντιμετωπίσουμε, κάποια όχι. Όπως σε όλες τις δουλειές.
Αν μπορούσαμε να το οριοθετήσουμε, να το βάλουμε σε ένα πλαίσιο, γιατί ασχοληθήκατε με την τέχνη της σκηνοθεσίας; Τι σας κέρδισε;
Μπορώ να πω με σιγουριά ότι με επέλεξε η ίδια η τέχνη, όχι εγώ τόσο. Σινεμά έβλεπα από μικρός. Δεν το περίμενα ότι θα σπουδάσω σκηνοθεσία, δεν ήξερα ότι σπουδάζεται η σκηνοθεσία. Να καταλάβετε, εγώ πήγα για Χημικός Μηχανικός στην Πολωνία, αλλά πολύ γρήγορα στράφηκα προς τη σκηνοθεσία.
Ήταν κάτι το οποίο με ιντρίγκαρε από μικρό, δεν είχα, όμως, εμβαθύνει τόσο πολύ σε αυτό. Δεν θεωρούσα ότι υπάρχει τέτοια τέχνη. Σπουδάζοντάς το άρχισα, σιγά σιγά, να μπαίνω σε αυτόν τον χώρο και, τώρα, που κλείνω σαράντα χρόνια, πια, σε αυτήν τη δουλειά, έχω καταλάβει ότι υπάρχει η ίδια φλόγα που υπήρχε τότε. Έχω τις ίδιες αγωνίες. Μπορεί να κατακτήσεις μια τεχνική, αλλά αυτό που, νομίζω, δεν θα κατακτηθεί ποτέ, είναι η τέχνη η ίδια. Γιατί δεν έχει και όριο. Κάθε φορά βγαίνει και κάτι άλλο. Και είσαι πάλι σαν «πρωτοετής» σε κάτι άγνωστο.
Και μπορώ να πω ότι σε αυτό το κομμάτι τα έχω καταφέρει. Με πολλά εμπόδια, όπως σε όλα τα πράγματα, αλλά έχω καταφέρει και βιοπορίζομαι από αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ.
Ολοκληρώσατε, λοιπόν, τις σπουδές σας στην Πολωνία και, μάλιστα, μαθητεύσατε δίπλα στον Κισλόφσκι…
Έφυγα το 1978. Ήταν μια εποχή που πάρα πολλοί νέοι από ‘δω φεύγαμε για να σπουδάσουμε στις τότε σοσιαλιστικές χώρες: Ρουμανία, Βουλγαρία, Ρωσία, Πολωνία και Τσεχία λιγότεροι.
Πηγαίναμε να σπουδάσουμε εκεί για δύο λόγους: πρώτον, ήταν πολύ καλό το επίπεδο σπουδών. Και, δεύτερον, ήταν πάρα πολύ οικονομικά. Αντίστοιχα, αν θα έπρεπε να πάμε σε μια σχολή της Δύσης, νομίζω ότι δεν θα τα κατάφερνε κανένας. Οικονομικά τουλάχιστον. Γιατί ήμασταν παιδιά φτωχών οικογενειών.
Δεν είχα στόχο, βέβαια, ποτέ να μείνω έξω. Μ’ αρέσει η Ελλάδα. Θεωρούσα και θεωρώ ότι ο κινηματογράφος στην Ελλάδα, τότε, ήταν στα σπάργανά του. Εδώ θα είχα περισσότερες ευκαιρίες να μπω καλά στον χώρο και να δουλέψω κοντά σε μεγάλους δασκάλους.
Εκεί, λοιπόν, συνάντησα τον Κισλόφσκι. Έκανε κάποια σεμινάρια σκηνοθεσίας στη Σχολή Κινηματογράφου του Λοτζ. Συναναστραφήκαμε αρκετά και μετά τα σεμινάρια. Είναι ένας άνθρωπος που σημάδεψε τη ζωή μου και είμαι πάντα ευγνώμων από τη ζωή την ίδια που κατάφερα να τον συναντήσω και να τον συναναστραφώ, όσο μπόρεσα. Γιατί είχαμε και μεγάλη διαφορά ηλικίας. Αλλά είναι κάτι που μένει. Και τα διδάγματά του.
Ποιος ήταν ο Κισλόφσκι, μέσα από τα δικά σας μάτια και αυτήν τη συναναστροφή;
Ήταν ένας άνθρωπος βαθιά φιλοσοφημένος. Κατακτούσε τη γνώση για «πλάκα». Ήταν διαβασμένος άνθρωπος, γενικότερα· από τη φιλοσοφία, από την τέχνη, από την ψυχολογία. Ένας άνθρωπος που αγαπούσε πάρα πολύ τους ανθρώπους. Μοναχικός, στα όρια της κατάθλιψης πολλές φορές. Μανιώδης καπνιστής. Αλλά κι ένας άνθρωπος με τον οποίον χαιρόσουν να περπατάς και να συζητάς.
Περπατούσε πολύ, συζητούσε πολύ. Χαιρόμασταν την παρέα. Και το κυριότερο, δεν ήταν αυτό που λέμε δάσκαλος με την έννοια του να σε κάνει να μάθεις πράγματα. Αλλά σε υποκινούσε, σου έδινε κίνητρα για να αρχίσεις να ψάχνεις μόνος σου, αν ήθελες, το τι είναι η ζωή. Τι είναι ο θάνατος. Τι συμβαίνει στην καθημερινότητά μας. Στις συγκρούσεις. Στις σχέσεις μας.
Και για να κάνω και μία σύνδεση, και ο Αθανασιάδης -δεν ξέρω αν έχετε διαβάσει το βιβλίο- κάπως έτσι χειρίζεται τους ήρωές του. Δεν είναι απλώς ένα βιβλίο, που διαβάζεις μια υπόθεση. Είναι επίσης βαθιά φιλοσοφημένος. Οι ήρωές του έχουν βαθιά υπόσταση. Έχουν σκέψεις δυνατές. Αυτή είναι και η ομορφιά του βιβλίου αυτού. Και μέσα από αυτές τις σκέψεις, περνάει κι ο Αθανασιάδης τις δικές του αναζητήσεις και τις θεωρήσεις για τη ζωή.
Η αέναη μάχη του καλού και του κακού. Η μάχη του παλιού με το καινούριο. Αυτά ήταν παγκόσμια διακυβεύματα κάποτε. Ειδικά στη δεκαετία του ’30, που είναι μια πολύ σκληρή εποχή και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Μην ξεχνάτε ότι είναι η άνοδος του Χίτλερ, ο φασισμός στην Ιταλία, η δικτατορία του Μεταξά στην Ελλάδα. Είναι οι καλλιτέχνες που προσπαθούν να αποκηρύξουν το παλιό και να περάσουν σε νέες τάσεις σε όλα τα επίπεδα της τέχνης. Οπότε, καταλαβαίνετε, γίνονται τριβές οι οποίες βγάζουν νέες ηθικές αξίες. Αυτό ο Αθανασιάδης το σέβεται. Και καταγράφει, στην ουσία, όλη την κοινωνία της Ελλάδας του τότε· με μεγαλοαστούς (οι «Πανθέοι»), με αστούς, με δημόσιους υπαλλήλους, με μικροαστούς, ακόμα και με ρεμπέτες. Και με την κλασική ελληνική εργατική τάξη. Το χειρίζεται άψογα το θέμα.
Για να απαντήσω και στην απορία σας, δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Κι ανήκω και στους ηλικιακά μικρότερους, που δεν πρόλαβαν ούτε τη σειρά. Και τώρα, τι να κάνω; Να αρχίσω να διαβάζω ή να περιμένω να δω πρώτα τη σειρά;
Θα κάνετε, φυσικά, αυτό που συμφέρει εμένα…
Είναι ένα μεγάλο θέμα αυτό, που απασχολεί όλο το καλλιτεχνικό στερέωμα. Τι γίνεται με ένα βιβλίο. Είναι καλό να το μεταφέρουμε στην οθόνη ή όχι; Κατά τη γνώμη μου, είναι καλό. Απλώς πρέπει, κάποτε, να καταλάβει ο θεατής ότι αυτό που βλέπει είναι η σκέψη και η άποψη του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη πάνω σε ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Διαβάζοντας, ο καθένας μας φτιάχνει έναν κόσμο δικό του. Δεν είναι δυνατόν ποτέ να υπηρετήσουμε τα «θέλω» του κάθε θεατή. Είναι αδύνατον. Γι ‘αυτό και, πολλές φορές, ακούμε κακή κριτική για μια μεταφορά βιβλίου.
Ξέχωρα από το πώς θα μεταφερθεί η ιστορία, θα σας πρότεινα να διαβάσετε το βιβλίο. Γιατί κάποιος πρέπει να ψάξει τον λόγο που τα λέει αυτά ο Αθανασιάδης και τι συμβαίνει σε αυτό το βιβλίο, πέρα από την πλοκή.
Έχετε, αδιαμφισβήτητα, διαγράψει μια επιτυχημένη πορεία. Στα νεότερα παιδιά που προσπαθούν να εδραιωθούν, τι θα συμβουλεύατε;
Είχα εμπόδια, όπως κάθε νέος που μπαίνει σε μια δουλειά. Και, μάλιστα, σε ένα κύκλωμα τότε κινηματογραφικό που ήταν λίγο «κλειστό». Δεν έμπαινες εύκολα. Συνήθως απαρτιζόταν από έμπειρους κινηματογραφιστές ή σκηνοθέτες, από ανθρώπους που είχαν τεράστια διαδρομή στον χώρο. Οπότε, ήταν και λίγο διστακτικοί να σε εμπιστευτούν.
Κατάφερα να πάω, την πρώτη φορά, να δουλέψω σαν δεύτερος βοηθός σε ένα μικρό τηλεπαιχνίδι. Κι άρχισα να ασχολούμαι από τότε· να πηγαίνω σινεμά, να διαβάζω, να πηγαίνω σε χώρους γυρισμάτων. Να συναναστρέφομαι με αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά είχα και μια άλλη ανάγκη: να δουλέψω. Δεν άφησα ποτέ τον χώρο αυτόν για να κάνω κάτι άλλο. Μπορεί να μην ήξερα την πορεία, ήξερα, όμως, ένα πράγμα: ότι, εγώ, αυτήν τη δουλειά θα κάνω. Με κάθε τρόπο. Και δεν έμεινα ποτέ άνεργος.
Και δοκίμασα όλα τα είδη του θεάματος· από ντοκιμαντέρ και βίντεο κλιπ μέχρι μεγάλου μήκους ταινίες, σειρές, πολλή διαφήμιση, θέατρο. Έμπαινα παντού. Όλα είναι σκηνοθεσία, δεν το ξεχώριζα. Στην αρχή ήταν ανάγκη, μετά ήταν χαρά. Γιατί κάποια στιγμή αρχίζεις και είσαι ικανοποιημένος από τη δουλειά σου και οικονομικά. Όχι πολύ, αλλά είσαι κάπως. Μετά ψάχνεις να βρεις δρόμους και τους βρίσκεις.
Αυτό που πρέπει να μάθουν οι νεότεροι είναι ότι δεν πρέπει να αφήνουν το όνειρό τους. Το όνειρό τους μπορεί να γίνει εφιάλτης, μόνον εάν το αφήσουν. Αλλιώς θα είναι ένα ωραίο όνειρο να κυνηγούν.
Χωρίς να αδικήσω άλλες δουλειές, θα ήθελα να σταθώ στις «Άγριες Μέλισσες». Υπήρξε μια σειρά – σταθμός, η οποία άλλαξε τον ελληνικό τηλεοπτικό ρου.
Οι «Μέλισσες» ήταν ένα πάρα πολύ μεγάλο «στοίχημα». Για την επιτυχία ευθύνεται ο Λευτέρης ο Χαρίτος, που ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης της σειράς. Ο ΑΝΤ1 που εμπιστεύτηκε τους σεναριογράφους, την Τσαμπάνη και τον Καλκόβαλη, να κάνουν αυτήν τη σειρά. Και, μάλιστα, εμπιστεύτηκαν και την εταιρεία παραγωγής –την ίδια που κάνουμε τους «Πανθέους»- να κάνουν, γιατί ήταν η πρώτη φορά, καθημερινό εποχής.
Όσοι καταλαβαίνουν λίγο από τον χώρο, το να κάνεις καθημερινό σίριαλ και, μάλιστα, εποχής, είναι τρομερή ευθύνη. Οι ρυθμοί που γυρίζεται μια τέτοια σειρά είναι καταιγιστικοί για να προλάβεις να βγεις στον «αέρα». Άρα, ένα σταμάτημα που θα κάνεις γιατί πέρασε ένα μηχανάκι… Ένα άλλο γιατί πέρασε ένα αεροπλάνο ή να αλλάξεις ένα πλάνο, γιατί πίσω σου φαίνεται μια πολυκατοικία σύγχρονη… Όλα αυτά τα οποία θεωρούμε λίγο λεπτομέρειες, για ‘μας, πάνω σε ένα σφιχτό πρόγραμμα, είναι τεράστια προβλήματα. Εκεί μπαίνεις και κάνεις γύρισμα. Οτιδήποτε πρέπει να το έχεις προβλέψει πια. Επομένως, αυτό ήταν πάρα πολύ μεγάλο «στοίχημα». Και νομίζω τα καταφέραμε. Είχαμε ένα εξαιρετικό σενάριο και πάρα πολύ καλούς ηθοποιούς. Αλλά ήταν ένα «στοίχημα» που αν δεν έβαζε ο ANT1, δεν θα γινόταν ποτέ. Από τότε, από την περίοδο των μετα-«Μελισσών», έχουμε δει πάρα πολλές σειρές εποχής. Ήδη ξέρω ότι, του χρόνου, θα βγουν έξι ή επτά σειρές εποχής.
Οι θεατές, πια, έχουν πρόσβαση σε πολλές πλατφόρμες και έχουν απαιτήσεις. Δεν μπορείς να τους «κοροϊδέψεις». Θα σου γυρίσουν την πλάτη. Αν θες να κρατήσεις και εμπορικά τους θεατές και σαν παραγωγός και σαν κανάλι, πρέπει να είσαι καλός.
Ποια θα λέγατε ότι είναι η πιο άβολη στιγμή μεταξύ ενός ηθοποιού κι ενός σκηνοθέτη; Ως τηλεθεατές, νομίζω έχουμε, κυρίως, τις ερωτικές σκηνές στο μυαλό μας.
Σίγουρα οι ερωτικές σκηνές δεν είναι άβολες. Γιατί είναι πάντα πολύ προσεγμένες, προστατευμένες και πολύ συζητήσιμες με τους ηθοποιούς που παίρνουν μέρος. Και είναι μέσα σε ένα παιχνίδι. Πρέπει να πείσεις τους ηθοποιούς σου πώς θα το κάνουν, για να είναι αισθητικά ωραίο. Να μην είναι κάτι περίεργο. Να είναι κάτι που να ταιριάζει στον χαρακτήρα τους, στον ρόλο τους. Και το αποτέλεσμα θα είναι σίγουρα αξιοπρεπές.
Η άβολη στιγμή είναι όταν ο ηθοποιός έχει, αυτό που λέμε, σκηνοθετικές «ανησυχίες». Δεν θα τον μαλώσεις ποτέ, αλλά πρέπει να του εξηγήσεις για ποιον λόγο πρέπει να γυριστεί έτσι η σκηνή κι όχι όπως την έχει στο μυαλό του. Συμβαίνει αυτό συχνά. Και καλά κάνουν οι άνθρωποι, γιατί πρέπει να έχουν γνώμη. Απλώς ο σκηνοθέτης έχει στον νου του το όλον. Ο ηθοποιός έχει μέρος του όλου κι αυτό είναι το κομμάτι της σκηνής του. Μπορεί να είναι ωραίο αυτό που λέει, αλλά να μην συμβαδίζει με το όλον που έχω εγώ στο μυαλό μου. Κατά 99% τους πείθεις και κάνουν αυτό που θέλεις. Το βλέπουν και μένουν, στο τέλος, ευχαριστημένοι. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, η άβολη στιγμή σε ένα γύρισμα.