Μια μουσική διαδρομή από τον Πόντο ως την Κρήτη, μέσα από την ευρηματική ενορχηστρωτική ματιά του μεγάλου συνθέτη, Σταύρου Ξαρχάκου, πρόκειται να διανύσουν όσοι Θεσσαλονικείς παρευρεθούν απόψε στη Μονή Λαζαριστών. «Ερόδισ’ η ανατολή και ξέφεξεν η δύση», με συνοδοιπόρους τους Δημήτρη Αποστολάκη, Αλέξη Παρχαρίδη και Ηρώ Σαΐα.
Με αρκετούς προορισμούς ανά την Ελλάδα να βρίσκονται «καρφιτσωμένοι» στον φετινό συναυλιακό τους χάρτη, η Θεσσαλονίκη σημαίνει και επίσημα την έναρξη της καλοκαιρινής περιοδείας.
«Αγαπώ τη Θεσσαλονίκη και χαίρομαι που ξεκινάμε από ‘κει. Κι αγαπώ και τους ανθρώπους της, που είναι πάντα πολύ θερμοί και ανοιχτόκαρδοι», σημειώνει η Ηρώ Σαΐα στο TheOpinion.
Κυρία Σαΐα, αυτό το μουσικό γεωγραφικό ταξίδι, αν μου επιτρέπεται η έκφραση, είναι και μια ευκαιρία για τους νεότερους να έρθουν σε επαφή και για τους λίγο μεγαλύτερους, ενδεχομένως, να «επαναπροσδιορίσουν» τις ρίζες τους;
Νομίζω ότι, ένα ικανοποιητικό μέρος του ελληνικού πληθυσμού, δεν έχει χάσει την επαφή του με τις ρίζες. Κι αυτό το είδα πιο πολύ, και μου έκανε εντύπωση, όταν πέρυσι ταξίδεψα αρκετά στη Βόρειο Ελλάδα για την εκπομπή «Οι Θησαυροί του Πόντου», την οποία είχα τη χαρά να παρουσιάσω στην ΕΡΤ1. Εκεί πάνω, λοιπόν, είδα πολύ μικρά παιδιά να έχουν το νταούλι και την Ποντιακή λύρα ανά χείρας. Να ξέρουν τα Ποντιακά, να χορεύουν τους χορούς και πολλούς Πόντιους, όλων των ηλικιών, να «τρέχουν» στα πανηγύρια. Και κυρίως νέους. Αυτό είναι κάτι το τρομερά αισιόδοξο και θέλω να πιστεύω ότι εγώ δεν το γνωρίζω, αλλά συμβαίνει και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Επαφή με τις ρίζες υπάρχει. Και θα υπάρχει. Διότι η παράδοση είναι αυτό που μας παραδίδεται, ουσιαστικά, και ξαναγεννιέται. Παράδοση για ‘μας, πια, μπορεί να είναι το «Ήτανε μια φορά», που γράφτηκε πριν από πενήντα, σχεδόν, χρόνια. Αυτό το τραγούδι ταξιδεύει στον χρόνο. Όσα γίνονται σήμερα, μετά από είκοσι ή τριάντα χρόνια, θα είναι κι αυτά μέρος της. Βέβαια, υπάρχουν και τα γκρουπ –και είναι αρκετά- που ασχολούνται με το παραδοσιακό τραγούδι, διαμορφώνοντάς το με ροκ στοιχεία, με διάφορες διασκευές αν μπορώ να το πω έτσι. Κι αυτό δείχνει την τριβή που έχουν και οι νέες γενιές.
Δεν θεωρώ ότι έχουμε αποκοπεί από τις ρίζες μας. Κι αν αυτό συμβαίνει, θέλω να πιστεύω ότι, μέσα στην ψυχή μας, ακόμα κι αν δεν το γνωρίζουμε το παραδοσιακό τραγούδι, μόλις πάμε σε ένα πανηγύρι, σε μια εκδήλωση, σε μια συναυλία με αντίστοιχα ακούσματα, υπάρχει στο αίμα που κυλάει. Όπως και να ‘χει, κάπου το έχουμε ακούσει και χτυπάει η καρδιά μας. Πιστεύω πολύ στο συναίσθημα που ξυπνά το ελληνικό τραγούδι, ό, τι κι αν είναι αυτό· είτε είναι ρεμπέτικο είτε δημοτικό είτε λαϊκό είτε τραγούδι μεγάλων συνθετών. Ακριβώς επειδή με αυτά μεγαλώνουμε, αυτά είναι τα ακούσματά μας, νομίζω ότι το παραδοσιακό τραγούδι δεν μπορεί να σταματήσει να υπάρχει. Και για αυτό δεν θα μιλήσω για «επαναπροσδιορισμό».
Σε αυτήν τη συναυλία, στο μουσικό αυτό ταξίδι με τη σφραγίδα του Σταύρου Ξαρχάκου, προσπαθούμε, βάζοντας τη φωνή και την ψυχή μας, ο καθένας να δώσει ό, τι καλύτερο μπορεί σ’ αυτά τα τραγούδια. Θα επιμείνω λίγο περισσότερο στη ματιά του Σταύρου Ξαρχάκου, διότι εδώ έχουμε έναν μεγάλο συνθέτη ο οποίος, για πρώτη φορά, ασχολείται με το Ποντιακό τραγούδι. Με αφορμή την εκπομπή που ήδη ανέφερα, μάλιστα, έγραψε και το πρώτο Ποντιακό τραγούδι, το «Αροθυμώ και τραγωδώ», σε στίχους του Γιώργου Σερακενίδη. Γνώρισε και τον Αλέξη τον Παρχαρίδη και θέλησε να τον ακούσει περισσότερο και να τον γνωρίσει. Κι έτσι, λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό να ακούσουμε αυτά τα γνωστά παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, του Πόντου αλλά και των ενδιάμεσων σταθμών που τραγουδάω εγώ, από τη Θράκη, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο…
Με την Κρήτη ο Σταύρος Ξαρχάκος έχει ασχοληθεί αρκετά. Έχει κάνει και τη διασκευή του «Ερωτόκριτου» με τον Νίκο Ξυλούρη. Για την ενασχόληση με τον Πόντο χαίρομαι, γιατί μεσολάβησα εγώ, με έναν τρόπο, κι έγινε αυτό το υπέροχο «πάντρεμα» του Πόντου και της Κρήτης. Είναι μαγικό να ακούς τις δύο λύρες, την Κρητική και την Ποντιακή, να παίζουν μαζί. Κι όλους εμάς, επάνω στη σκηνή, να τα τραγουδάμε σε πολλά σημεία όλα· υπάρχουν κοινά σημεία, τα οποία τραγουδιούνται και από τους τρεις μας. Αυτήν η πολύ ωραία ομαδική ατμόσφαιρα νομίζω ότι δίνει άλλον τόνο στη συναυλία. Υπάρχει ένας «διονυσιασμός» απίστευτος, μικρές έως και μεγάλες εκπλήξεις που εμένα προσωπικά με συγκινούν και, σε κάποια σημεία, δεν σας κρύβω ότι με «ξεσηκώνουν». Είναι σπουδαίο να λαμβάνεις τις «δονήσεις» του τραγουδιού μας.
Αναφέρατε ότι αποτελέσατε την αφορμή ώστε ο κύριος Ξαρχάκος να ασχοληθεί με την Ποντιακή παράδοση. Εκτός από την τηλεοπτική σας θητεία στους «Θησαυρούς του Πόντου», έχετε κι η ίδια καταγωγή. Έτσι δεν είναι;
Ναι, βέβαια. Από την πλευρά της μάνας μου έχω Ποντιακή καταγωγή. Ο παππούς είχε έρθει από τη Νεοκαισάρεια του Πόντου και η γιαγιά από τη Σεβάστεια. Χάρη στη γιαγιά την Πόντια, γιατί τον παππού δεν τον πρόλαβα, έμαθα να τραγουδάω και κάποια Ποντιακά. Έμαθα και την Ποντιακή διάλεκτο.
Πώς ξεκίνησε η αγάπη και η επαγγελματική τριβή με το παραδοσιακό και λαϊκό τραγούδι; Δεν σας κρύβω ότι έχοντας ακούσει και δικά σας κομμάτια, όπως, για παράδειγμα, το «Κάπου Κάπου» σε έναν πιο τζαζ τόνο, θα μπορούσατε να εκπροσωπείτε –και θεωρώ ότι δεν είμαι η πρώτη που σας το λέει- κι ένα τέτοιο είδος.
Το «Κάπου Κάπου» όπως κι ένα άλλο τραγούδι που έχω γράψει και δεν έχω τολμήσει να το δημοσιεύσω ακόμη, είναι αυτό που λέμε «άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου». Δεν μεγάλωσα με τζαζ, σίγουρα. Μεγάλωσα σε ένα χωριό της Κορινθίας και τα πρώτα μου ακούσματα ήταν βυζαντινά. Είχαν σχέση με την Εκκλησία, γιατί κι ο πατέρας μου είναι ιερέας. Ήταν τα λαϊκά τραγούδια της εποχής. Τα τραγούδια των μεγάλων συνθετών. Η φωνή της Βιτάλη. Του Ζάχου, που έλεγε τα δημοτικά. Της Γλυκερίας πολύ έντονα, που τότε είχε πρωτοεμφανιστεί. Ήταν τα πανηγύρια. Ήταν τα Ποντιακά.
Έτσι, λοιπόν, είχα αυτά τα ακούσματα. Και προσπαθούσα, σαν παιδάκι, τραγουδώντας, να πιάσω αυτά τα γυρίσματα του δημοτικού τραγουδιού. Ρεμπέτικα οι δικοί μου δεν άκουγαν τόσο. Κατά την εφηβεία, ειδικά το δημοτικό τραγούδι λίγο το υποτίμησα και το έβγαλα από τη ζωή μου. Ξέρετε, οι έφηβοι τότε, στην επαρχία, το θεωρούσαμε λίγο παρωχημένο.
Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που απαντάται και σήμερα στη συγκεκριμένη ηλικιακή περίοδο…
Ακριβώς. Αλλά είναι παρεξηγημένο. Όπως σας είπα, θεωρώ ότι, οι νεότερες γενιές, το έχουν δει πολύ πιο σωστά το θέμα. Τότε εμείς ακούγαμε ροκ κι ό, τι ήταν της μόδας, όπως κάνουν συνήθως οι έφηβοι. Γύρω στα δεκαοκτώ, όμως, που ήρθα στην Αθήνα και χωρίς κάποια επιβολή από κανέναν να ακούσω κάτι, αφού είχα αρχίσει να ασχολούμαι με το τραγούδι, ξεκίνησα να ακούω ρεμπέτικα, λαϊκά και παραδοσιακά.
Επειδή με έχει βοηθήσει και ο Θεός, η φύση, με μια φωνή η οποία είναι αρκετά ευέλικτη και μπορεί να τραγουδήσει κάποια δημοτικά τραγούδια, άρχισα να «ξεσηκώνω» τις μεγάλες φωνές. Όπως την Ελένη Βιτάλη, για παράδειγμα, και τη Χαρούλα Αλεξίου, σε ό, τι δημοτικό είχαν πει. Τη Μαρίκα Νίνου. Έτσι, στην αρχή, προσπαθώντας να κάνω ό, τι αυτές οι τραγουδίστριες, άρχισα να το αγαπώ περισσότερο και να ψάχνω, πια, και πιο πολύ. Άρχισα να ακούω και Σοφία Κολλητήρη και Τασία Βέρρα, τραγουδίστριες, δηλαδή, που ήταν αμιγώς παραδοσιακές. Και ρεμπέτικο· από το ρεμπέτικο του Βαμβακάρη μέχρι του Ξαρχάκου.
Αυτό που έχει σημασία είναι να το αγαπάμε από μόνοι μας το κάθε είδος. Εγώ, ευτυχώς, είχα και θέλω να πιστεύω ότι ακόμη έχω, ένα ανήσυχο πνεύμα που μου αρέσει να γνωρίζω, πρώτα απ’ όλα, πράγματα και να δοκιμάζω. Το «Κάπου Κάπου», ας πούμε, ήταν μια δοκιμή για ‘μένα. Αλλά αφού είναι δικό μου, εγώ έγραψα τη μουσική και τους στίχους, είπα γιατί να μην το μοιραστώ;
Ο Θεός, η φύση, πράγματι σας ευλόγησαν με αυτήν την ευέλικτη φωνή. Αναρωτιέμαι, πόση προσπάθεια απαιτείται για να διατηρηθεί και να εξελιχθεί σε καθημερινή βάση;
Τα δεδομένα της ζωής μας αλλάζουν. Στη φάση αυτήν της ζωής μου, δεν μπορώ να πω ότι έχω χρόνο για να κάνω οικονομία φωνής με δυο μικρά παιδιά. Ή για να κάνω ιδιαίτερα πράγματα για τη φωνή μου. Ίσως θα ‘πρεπε.
Όμως, ανάλογα με τα δεδομένα και τις δυνατότητες που είχα στα είκοσι και στα τριάντα μου, έκανα διάφορα όχι μόνον για τη φωνή μου, αλλά και για την ψυχή και το πνεύμα μου. Για την κατάρτισή μου όχι μόνον πάνω στο τραγούδι, αλλά πάνω σε αυτό που λέγεται Ελληνικός Πολιτισμός, στο θέατρο, πάνω στο πώς θα τοποθετήσουμε τη φωνή μας όταν τραγουδάμε. Και, κυρίως, όσον αφορά στη δική μου περίπτωση, έχω να σας πω ότι το σημαντικότερο είναι να νιώθουμε ελεύθεροι μέσα μας να εκφραστούμε.
Τα τελευταία χρόνια νομίζω πως έχω κάνει, σε σύγκριση με τον παλιότερο εαυτό μου, μεγάλα βήματα. Διότι, ακριβώς, ελευθερώθηκα από πολλά πράγματα και, ταυτόχρονα, δεν σταμάτησα να προσπαθώ να ανταγωνίζομαι τον εαυτό μου και να νικάω αυτά που δεν μ’ αρέσουν. Για ‘μένα, ο μόνος ανταγωνιστής είναι ο κακός μας εαυτός, ο οποίος μας κρατάει πίσω και νομίζω ότι εκεί έχω κερδίσει. Τα κατάφερα και παρά το γεγονός ότι η ζωή μου, πια, είναι απορροφημένη από τα δυο μου παιδιά και τον άντρα μου φυσικά, δεν έχω ξεχάσει το καλλιτεχνικό κομμάτι. Δεν αφήνω την καθημερινότητά μου να περνάει χωρίς να ασχοληθώ έστω και λίγο με την τέχνη, με την όποια της μορφή· να διαβάσω ένα βιβλίο, να δω μια ωραία έκθεση. Αυτό που μας κρατάει ζωντανούς είναι να μην αφήνουμε τη ρουτίνα και την καθημερινότητα να μας καταπιεί.
Είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι η ζωή τελικά δεν είναι μόνον ωραία, όπως μας έχουν δείξει. Είναι και δύσκολη. Αλλά γι ‘αυτό είναι ωραία, γιατί μέσα από τις δυσκολίες φτιάχνουμε τον χαρακτήρα μας, μαθαίνουμε. Μέσα από τις δυσκολίες προσπαθούμε. Καλώς ή κακώς αν δεν προσπαθήσουμε σκληρά, δεν θα έχουμε καρπούς. Κι ακόμα κι αν έχουμε, είναι πρόσκαιροι όσοι κατακτιούνται εύκολα. Το σημαντικό είναι να μην επαναπαυόμαστε. Ξέρετε, πολλές φορές ο κόσμος νομίζει ότι εμείς οι καλλιτέχνες ζούμε σε ένα άλλο σύννεφο. Ότι έχουμε τα προβλήματά μας λυμένα και το μόνο που έχουμε να ασχοληθούμε μπορεί να είναι η φωνή μας ή να φτιάξουμε τα μαλλιά μας. Δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει η Celine Dion στην άλλη άκρη της γης, πάντως για την πλειονότητα των καλλιτεχνών της Ελλάδας δεν ισχύει αυτό.
Θα ήθελα να σταθούμε και στον μεγάλο αυτόν συνθέτη και να γνωρίσουμε τον Σταύρο Ξαρχάκο μέσα από τα δικά σας μάτια και αυτήν τη συνεργασία.
Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε ποιος είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος. Δεν θέλω να προσθέσω κάτι. Το σίγουρο είναι ότι είναι ένας τελειομανής καλλιτέχνης. Είναι ένας άνθρωπος σπουδαίος, όχι μόνον για αυτά που έχει γράψει.
Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες, για τα δικά μου, τουλάχιστον, κριτήρια, είναι σπουδαίοι σε όλα. Η ομορφιά βρίσκεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τους· από το πώς θα πιούνε τον καφέ, από το πώς θα πούνε καλημέρα, μέχρι το τι διαφορετικό θα σε κάνουν να σκεφτείς. Αυτά τα πράγματα τα έχει σίγουρα ο συγκεκριμένος άνθρωπος και διαμορφώνουν αισθητική.
Ο άνθρωπος αυτός διαμορφώνει αισθητική, η οποία δεν έχει να κάνει μόνον με το τραγούδι. Και δεν τη διαμορφώνει μόνον για ‘μένα, που είμαι μαζί του. Όταν φροντίζουμε κι επιδιώκουμε, αν θέλετε, να γνωρίζουμε ανθρώπους που βλέπουν τη ζωή με άλλα μάτια και δεν πατάνε πολύ στη γη, όπως λέω, αλλά λίγο πετάνε, μας ανοίγουν άλλους δρόμους.
Άνθρωποι σαν τον Ξαρχάκο δεν υπάρχουν πολλοί… Και σας το λέω, γιατί αυτήν την ησυχία που έχει μέσα του, δεν την έχω ξανασυναντήσει στον χώρο μας. Δεν ανησύχησε ποτέ για το τι θα γίνει, με το πώς θα προβληθεί. Δεν τον νοιάζουν όλα αυτά. Κοιτάει να προχωράει με τους δικούς του χρόνους και μόνον όταν αισθάνεται κάτι. Χαίρομαι που έχω παραμείνει θαυμάστρια και του έργου και του ίδιου του Σταύρου Ξαρχάκου. Αυτό είναι το παν. Και που κατάφερα, θέλω να πιστεύω, να πάρω κάποια πράγματα από την αισθητική του στη ζωή και όχι μόνον στην τέχνη.
Σχετικά με τους επόμενους καλοκαιρινούς σας σταθμούς;
Αυτό το καλοκαίρι είναι ένα δύσκολο, αλλά ωραίο καλοκαίρι. Η περιοδεία ξεκινάει από τη Θεσσαλονίκη. Και συνεχίζουμε στο Ηρώδειο, στις 18 Ιουνίου, σε συναυλία πάλι του Σταύρου Ξαρχάκου με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Γιάννη Κότσιρα και εμένα. Και με καινούριο υλικό. Η συναυλία αυτήν έγινε πολύ γρήγορα sold out, οπότε προστέθηκε από το Φεστιβάλ Αθηνών άλλη μία, στις 4 Ιουλίου.
Στις 19 Ιουνίου, θα παρουσιάσω στην Αθήνα, σε εξωτερικό χώρο, ένα πρόγραμμα που επιμελήθηκα, δημιούργησα και παρουσίασα πριν από έναν μήνα στο Άλσος, που λέγεται «Πάρτι Λαϊκό».
Έχω τη χαρά, στις 21 Ιουνίου, να βρίσκομαι μαζί με άλλους υπέροχους καλλιτέχνες στο Θέατρο Βράχων για να τιμήσουμε τη σπουδαία μας Ελένη Βιτάλη. Η Ελένη, θέλω να πω ότι είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Είμαι πολύ τυχερή που την γνώρισα. Είναι γενναιόδωρη και αληθινή. Ξέρετε, «άμα δεν σε πάει», που λέμε, εάν δεν σε πιστεύει, δεν πρόκειται να σου χαριστεί σε κανέναν τομέα. Οπότε, χαίρομαι πάρα πολύ που με τίμησε, προσκαλώντας με σε αυτήν τη συναυλία.
Υπάρχουν αρκετοί προορισμοί. Θα ακολουθήσουν συναυλίες, ανά την Ελλάδα, με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Γιάννη Κότσιρα. Έχουμε και μία συναυλία στις Σέρρες, που θα είμαστε με τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Μίλτο Πασχαλίδη.
Και τον Σεπτέμβριο, θα έχω επίσης τη χαρά να βρεθώ και με τον Χρήστο Λεοντή στο Ηρώδειο.
Πληροφορίες
Ο Σταύρος Ξαρχάκος σε ένα οδοιπορικό από τον Πόντο ως την Κρήτη: «Ερόδισ’ η ανατολή και ξέφεξεν η δύση»
Ερμηνεύουν: Χαΐνης Δημήτρης Αποστολάκης, Αλέξης Παρχαρίδης, Ηρώ Σαΐα
Μονή Λαζαριστών (Κολοκοτρώνη 21, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)
Τετάρτη, 7 Ιουνίου στις 21.00 (Ώρα προσέλευσης: 20.00)
Εισιτήρια: Από 15€ (Α’ ΖΩΝΗ μόνο ηλεκτρονικά / Β’ & Γ’ ΖΩΝΗ στα φυσικά σημεία)
Προπώληση εισιτηρίων: viva.gr, σε όλα τα φυσικά σημεία PUBLIC, MEDIA MARKT, NOVA, MY MARKET, στο Ταμείο του Φεστιβάλ Μονής Λαζαριστών, στο Σάρωθρον Cafe Bar
Τηλ. πληροφοριών: 231 051 0081, 231 058 9200