Η Μικρή Άρκτος και η Αλυσίδα Πολιτισμού IANOS διοργανώνουν παρουσίαση, στο κατάστημα IANOS της Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, της νέας ποιητικής συλλογής του Γιώργου Ανδρέου «Χαλίκια», την Τρίτη, 14 Μαρτίου στις 19:00.
Συχνά οι λέξεις «ωχριούν» για να περιγράψουν τη διαδρομή μερικών ανθρώπων. Και τι να συμπεριλάβεις, άλλωστε, από αυτήν, σε μερικές μόνον σειρές, όταν έχεις απέναντί σου κάποιον σαν τον Γιώργο Ανδρέου; Μία πολυσχιδή καλλιτεχνική προσωπικότητα που διαμορφώθηκε και πορεύθηκε πλάι στα ιερά «τέρατα» της ελληνικής μουσικής σκηνής; Όταν ακούς να σου μιλάει για τον Παπάζογλου, τον Χατζιδάκι, τον Σαββόπουλο, τον Ξυδάκη κι άλλους τόσους;
Ο Γιώργος Ανδρέου ξεκίνησε τα μουσικά του βήματα από τη Θεσσαλονίκη, με το συγκρότημα «Αλέ Ρετούρ» μαζί με τον Στάθη Παχίδη, την «ευκολία» της οποίας, όμως, «απαρνήθηκε». Εξομολογείται στο TheOpinion: «Ήθελα να ψαχτώ στο “δράμα”. Να μπω, δηλαδή, στην ενδοσκόπηση· ήθελα να μιλήσω για το πώς αντιλαμβάνομαι το ιερό αυτό πράγμα που λέγεται τραγουδοποιΐα. Και για να το κάνω, έπρεπε να φύγω από τις “ευκολίες” μου. Έπρεπε να φύγω από τη Θεσσαλονίκη που μου έδινε ένα εύκολο ζην, παίζοντας σε διάφορα σχήματα. Και να πάω στη δυσκολία της Αθήνας, που δεν την ήξερα καθόλου. Έπρεπε να “διαβάσω” τον περίγυρο ξανά από την αρχή. Στην Αθήνα πήγα γιατί έπρεπε να βρω τον εαυτό μου βαθύτερα και, μέσα από αυτήν την αναζήτηση, βρήκα τους ανθρώπους, τους συνεργάτες που έγινα η φωνή τους. Έγιναν η δική μου φωνή».
«Πιστεύω ότι γράφουμε από εμάς, όχι για ‘μας»
Αυτήν την φορά, ο Γιώργος Ανδρέου επιστρέφει στην πόλη που άρχισαν όλα με την ιδιότητα του ποιητή, για να παρουσιάσει τη νέα του συλλογή «Χαλίκια», επισημαίνοντας ότι πάντα τον απασχολούσε η ιδέα της έκδοσης. Εξηγεί στο TheOpinion:
«Μια σαφής δική μου σκέψη ήταν αυτό που συμβαίνει στην εποχή μας σε σχέση με τον δημόσιο λόγο. Όπου ο δημόσιος λόγος έχει γίνει τοξικός, αυτοαναφορικός και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, κενός. Γιατί αρθρώνεται πάρα πολύ εύκολα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, μέσα από μια φαινομενική ευκολία του καθενός να λέει το “μακρύ και το κοντό του”.
Εγώ, λοιπόν, θυμήθηκα τον αρχαίο ρήτορα, τον Δημοσθένη. Ο οποίος, επειδή δεν μπορούσε να μιλήσει καλά και να απευθυνθεί στο πλήθος -αλλά είχε να πει, όμως, σίγουρα- πήγαινε και έβαζε στο στόμα του χαλίκια και προσπαθούσε να μιλήσει με αυτά για να καλυτερεύσει την άρθρωσή του.
Δεν ξέρω αν αυτή η μέθοδος είναι πετυχημένη, αλλά το ιστορικό παράδειγμα έχει έναν συμβολισμό. Τα ποιήματα αυτά, σε ένα πρώτο επίπεδο, συνοδεύονται από αυτόν τον τίτλο. Κατά δεύτερον, όμως, το καθένα από αυτά είναι ένα “χαλικάκι” σε μία διαδρομή δική μου, ως προς το χτίσιμο ενός τρόπου γύρω από τον ποιητικό λόγο.
Ενώ γράφω από πολύ παιδί ποιήματα, πολύ πριν γράψω τραγούδια και στίχους για τραγούδια, μέχρι να φτάσω στο σημείο να εκδώσω τον “Απερίσκεπτο Πλοηγό”, πριν έξι χρόνια χονδρικά, ήθελα να μαζέψω το υλικό μου, τον τρόπο που αντιμετωπίζω τα ποιήματα. Σαν παιδί του τραγουδιού και της συντομογραφίας –της “ασθματικής” συντομογραφίας που μας επιβάλλει το τραγούδι, όπου πρέπει μέσα σε ένα τρίλεπτο να αρθρώσεις κάτι που να είναι για τον άλλον αποκαλυπτικό, να μπορέσεις να τον “σοκάρεις” σε τόσο γρήγορο διάστημα- μου δίνεται ένα δίδαγμα ότι και το ποίημα, όπως το καταλαβαίνω εγώ, πρέπει να έχει θέμα, πρέπει να έχει story που αρέσκονται να λένε αυτοί που γράφουν τα μυθιστορήματα.
Δεν μου αρέσει η αυτοαναφορικότητα που χαρακτηρίζει ένα τεράστιο κομμάτι της σημερινής ποιητικής παραγωγής. Ποτέ δεν πίστεψα στην αυτοαναφορικότητα. Πιστεύω ότι γράφουμε από εμάς, όχι για ‘μας. Δηλαδή, γράφουμε από τη δική μας θέση, από το δικό μας βλέμμα, αλλά δεν γράφουμε για εμάς. Θα έλεγα, κι από την εμπειρία που έχω ως καλλιτέχνης της μουσικής, ότι αυτός ο κόσμος που ζει μαζί μας, που “ταξιδεύει” στην ίδια ιστορική στιγμή χρονικά με εμάς, αυτός μας υπαγορεύει όσα γράφουμε. Γιατί μας έχει διαλέξει να τα εκφράσουμε. Δεν μας ανήκουν. Είναι πράγματα που υπάρχουν σε ένα βαθύτερο πηγάδι κι απλώς εμείς είμαστε το στόμα ή το ηχείο.
Έτσι, λοιπόν, αντιμετωπίζω και τα “Χαλίκια”. Αισθάνομαι ότι δεν είναι εύκολο να γράψεις ούτε να απευθυνθείς στον δημόσιο χώρο, άμα δεν “μασήσεις” μερικά χαλίκια».
«Θεωρώ ότι το κομμάτι του πολιτισμού, στις μικρότερες κοινωνίες, δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει προπαγάνδες»
Ο Γιώργος Ανδρέου, έχοντας, πλέον, αναλάβει καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών, επιδιώκει, μέσα από την εμπειρία του, να βάλει το δικό του «χαλικάκι» στην οικοδόμηση του πολιτισμού της γενέτειράς του. Εξάλλου, όπως παραδέχεται κι ο ίδιος, έχει ήδη κάνει μία “γερή” προπόνηση όντας, επί 20 χρόνια, εθελοντής άμισθος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αστυπάλαιας.
«Ζω μεταξύ Σερρών και Αθηνών. Ένα κομμάτι της δουλειάς μου, μού ζητάει να είμαι στην Αθήνα. Για τις Σέρρες. Είναι ενδιαφέρον, ίσως και αδυσώπητο, το ότι ξαναγυρίζω τώρα εδώ, 60 χρονών, με το βλέμμα και τη μνήμη του ανθρώπου που διαμόρφωσε ένα ισχυρό κομμάτι της αντίληψής του για τη ζωή.
Πιστεύω ότι μπορώ να δώσω κάποια πράγματα. Θεωρώ ότι το κομμάτι του πολιτισμού, στις μικρότερες κοινωνίες, δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει προπαγάνδες. Είμαι εκεί για να στηρίξω κάποιες πρωτοβουλίες, να φτιάξω κάποιους θεσμούς.
Το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. είναι αυτό που είχε ονειρευτεί η Μερκούρη, στην ουσία. Δεν είναι μια προσπάθεια να υπάρχει απλώς, σε μια επαρχιακή πόλη, ένα θέατρο καλά ή μέτριο εξοπλισμένο, το οποίο να ανεβάζει κάποιες θεατρικές παραστάσεις και να πηγαίνουν εκατό ή διακόσιοι θεατρόφιλοι. Αλλά να είναι στέγη του παιδικού και του εφηβικού θεάτρου, των ερασιτεχνικών θεατρικών ομάδων, να φιλοξενεί πολιτιστικούς συλλόγους.
Είναι ένα “μελίσσι” το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.. Εκτός από τις δικές του παραγωγές, έχει και την υποχρέωση -που τη θεωρώ ιερή και στεναχωριέμαι όταν δεν γίνεται- της περιοδείας, τουλάχιστον το καλοκαίρι, στην περιφέρεια. Κι όταν λέω περιφέρεια, εννοώ σε χωριά και κοινότητες του νομού. Οι πόλεις που δεν έχουν τα αμιγώς τουριστικά χαρακτηριστικά, χρειάζονται έναν συμβολισμό», σημειώνει στο TheOpinion.
«Αν δεν οριστεί, στα σοβαρά, ποια είναι η ανώτατη βαθμίδα, δεν μπορούμε να μιλάμε για την ανώτερη, τη μέση και την κατώτερη»
Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, δεν θα μπορούσε να παραληφθεί μία τοποθέτηση δική του για όσα λαμβάνουν χώρα στον καλλιτεχνικό χώρο, καθώς και για τη δυστοπική προσέγγιση από πλευράς του συστήματος. Αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο TheOpinion:
«Είναι απαράδεκτο μία Ευρωπαϊκή χώρα, όπως θέλει να ονομάζεται, να μην έχει ακαδημία μουσικής, χορού, θεάτρου και να μην έχει ίδρυμα μελέτης και έρευνας του ελληνικού τραγουδιού. Όλα αυτά στο ανώτατο επίπεδο! Αν θα λέγεται κονσερβατουάρ ή πανεπιστήμιο τεχνών, δεν με απασχολεί αυτό.
Δημιουργήθηκαν κάποια τμήματα θεατρολογίας και μουσικολογίας, αποσπασματικά, κι όλο αυτό μεγάλωσε το χάος. Γιατί την ίδια ώρα που οι σπουδές στο Εθνικό Θέατρο θεωρούνται ανώτερης βαθμίδας, κάποιος σπουδάζει ηθοποιός στο πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα Καλών Τεχνών, κι ανήκει σε ένα τμήμα ανώτατης βαθμίδας. Όλο αυτό είναι ένα ατέλειωτο μπάχαλο.
Φυσικά έχουν δίκιο τα παιδιά. Σε κανέναν δεν αρέσει να υποβαθμίζονται οι προσπάθειές του, ο μόχθος του. Και η τέχνη δεν είναι ένα απλό πράγμα, που το σπουδάζεις τυπικά και σταματάς εκεί. Αλλά πιστεύω, ακράδαντα, ότι αν δεν οριστεί, στα σοβαρά, ποια είναι η ανώτατη βαθμίδα, δεν μπορούμε να μιλάμε για την ανώτερη, τη μέση και την κατώτερη.
Ήδη δημιουργούνται ζητήματα. Τι σημαίνει τελικά, επί της ουσίας, το να σπουδάζει κανείς μια καλή τέχνη; Σημαίνει ότι υπάρχει από την πολιτεία, όπως κάνουν στις προηγμένες κοινωνίες, ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπαίνει η οπτική με την οποία μία χώρα βλέπει τον πολιτισμό, σε συγκεκριμένο πεδίο.
Αν δεν υπάρχει ανώτατη εκπαίδευση οργανωμένη και συμφωνημένη από τους ανθρώπους του πολιτισμού σε έναν τόπο, δεν θα γίνεται ποτέ αυτό το πράγμα όπως πρέπει να γίνεται και, δυστυχώς, το μόνο θέμα που θα μπαίνει είναι με ποιο κριτήριο θα κάνει κάποιος μια δουλειά στο Δημόσιο και όχι τι θα διδάξει. Το τι θα διδάξεις, όμως, θα το ορίσει η ακαδημία του τόπου σου. Αυτοί, λοιπόν, που έκαναν την ανώτατη βαθμίδα, τις τέχνες που τις έχουν “εγγεγραμμένες”;
Δεν είναι η προσέγγιση αυτή σωστή. Είναι λαθεμένη, παρωχημένη και μας ζημιώνει, μια χώρα, στον 21ο αιώνα, να μην έχει πανεπιστήμια που να δημιουργούν ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Η τάση των Ελλήνων καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων είναι να θεωρούν ότι η παιδεία είναι ένα δημόσιο αγαθό. Το άρθρο 16 του Συντάγματος, όμως, καταστρατηγείται έμμεσα, εντόνως. Γιατί η πλειοψηφία των σχολών είναι ιδιωτικές. Αυτό δεν είναι μια τεράστια αντίφαση;».
«Η ιδέα της αθώας νεολαίας έχει, προ πολλού, καταπέσει»
Το τελευταίο διάστημα, υπάρχει μία προσκόλληση των νεότερων στο μουσικό υποείδος της τραπ. Αποτελεί τη μουσική «παιδεία» της πλειοψηφίας των εφήβων, την ίδια στιγμή που εμείς συζητάμε για τον Χατζιδάκι ή τον Σαββόπουλο.
«Οι νέοι άνθρωποι σε μια κοινωνία, έχουν πάντοτε μία συναισθηματική –ερωτική που έλεγε κι ο Χαζιδάκις- ρηξικέλευθη οπτική. Είναι “επαναστάτες”.
Το θέμα είναι, όμως, ότι αν μια κοινωνία ή η κοινωνία στην οποία ανήκουν δεν έχει προβλέψει, μέσα από μια συνολική διαδρομή των πατεράδων τους, των παππούδων τους, των γιαγιάδων τους και των μανάδων τους, όλο αυτό να το οδηγήσει σε μια βαθύτερη καλλιέργεια και σε μία ενσωμάτωση η οποία θα έχει πολιτιστικά και πνευματικά χαρακτηριστικά, ο νέος, μοιραία, λειτουργεί σαν προβοκάτορας. Θέλει, δηλαδή, να δημιουργήσει τον εντυπωσιασμό. Να δημιουργήσει το “σκανδαλάκι”», τονίζει ο Γιώργος Ανδρέου στο TheOpinion.
Και συμπληρώνει: «Στην περίπτωση της τραπ, όμως, δεν είναι “σκανδαλάκι”. Γιατί, δυστυχώς, η σημερινή ποπ κουλτούρα είναι βαθύτατα αντιδραστική. Διαμορφώθηκε έτσι από την ασυδοσία της εικόνας. Γιατί η εικόνα ήρθε και κάθισε στον παγκόσμιο πολιτισμό, από το ‘90 και μετά, σαν ένας δικτάτορας ο οποίος διέλυσε όλες τις άλλες τέχνες. Και έφτασε σε ένα σημείο, σαν παρασήμανση, να συμβολίζει όλων των ειδών τις κυριολεξίες. Οι οποίες κυριολεξίες είναι ποταπές. Γιατί αν ο άνθρωπος δεν λειτουργεί με το φαντασιακό, με τη βαθύτερη επιθυμία, με το όνειρο, δεν έχει κανένα νόημα.
Οι μουσικές αυτές είναι, πρώτα πρώτα, φασίζουσες. Δεύτερον, είναι εξόχως αντιφεμινιστικές και προσβλητικές για τη γυναικεία προσωπικότητα. Τρίτον, είναι όλες μουσικές ενός υπόβαθρου που θεωρεί μαγκιά τα ναρκωτικά, τη βία, την υποκουλτούρα κάθε είδους. Αυτό όλο το “σκανδαλάκι” οι κοινωνίες είναι ανέτοιμες να το αντιμετωπίσουν, στην ουσία του, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να είχαν προβλέψει να εκπαιδεύσουν τους γονείς για αυτό.
Γιατί όταν ο γονιός μπορεί, και ένα σύστημα, γενικότερα, κοινωνικής στάσης μπορεί να βάλει κάποια αναχώματα στα οποία ο νέος να έχει εμπιστοσύνη και να μην αισθάνεται προδομένος και μόνος του, τότε αυτά θα είχαν αποφευχθεί.
Μην ξεχνάτε ότι ζούμε σε μία εποχή στην οποία, τουλάχιστον σε λιγότερο προηγμένες οικονομικά χώρες, οι νέοι είναι βέβαιοι ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους. Ενώ, έτσι, ένα κλισέ του δυτικού πολιτισμού ήταν ότι, η επόμενη γενιά, θα ζει καλύτερα από την προηγούμενη.
Ένας νέος άνθρωπος που ζει μέσα σε μια οικογένεια παραιτημένη ή φτωχή λόγω της κρίσης, η οποία είναι κολλημένη όλη μέρα στην τηλεόραση χωρίς μια πνευματική στάση -μην πω και με λοιδορία της πνευματικής στάσης και δραστηριότητας- τι θα κάνει συναισθηματικά; Θα πει “Προσέξτε με”. Πώς θα το κάνει αυτό; Πατώντας τα κουμπιά αυτά που δημιουργούν σκάνδαλα.
Πιστεύω ότι είναι ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος από τον οποίο απειλούμαστε και απειλείται η κοινωνική συνοχή. Η ιδέα της αθώας νεολαίας έχει, προ πολλού, καταπέσει. Θέλει συντονισμένη δράση, γιατί αυτό θα γεννήσει τέρατα. Κάποιοι θα τα πάρουν όλα αυτά στα σοβαρά και, μεγαλώνοντας, θα τα κάνουν πρωτόκολλο ζωής και θα τα εφαρμόσουν».
Πληροφορίες
Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής «Χαλίκια», του Γιώργου Ανδρέου
(Εκδόσεις: Μικρή Άρκτος)
IANOS, Αριστοτέλους 7
Τρίτη, 14 Μαρτίου στις 19.00
Με τον Γιώργο Ανδρέου συνομιλούν, με αφορμή την έκδοση, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο τραγουδοποιός Στάθης Παχίδης. Ενώ ο ηθοποιός και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. Αστέριος Πελτέκης και η ηθοποιός Νατάσσα Δαλιάκα θα διαβάσουν ποιήματα της συλλογής.