Καθυστερήσεις, γραφειοκρατία και έλλειψη χώρου στο δίκτυο βάζουν στον “πάγο” τις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Με “Οδύσσεια” θα μπορούσε να παρομοιαστεί η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών μεσαίας τάσης στη χώρα μας, καθώς οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές αντιμετωπίζουν διαρκείς δυσκολίες στην διεκπεραίωση του έργου τόσο από την πολιτεία, όσο και από τον ΔΕΔΔΗΕ.
Με αφορμή την ετήσια συνάντηση μελών της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Παραγωγών Ηλεκτρικής Ενέργειας από Φωτοβολταϊκά, που θα πραγματοποιηθεί το Σάββατο (04/02) στη Θεσσαλονίκη, παρουσία του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα, ο οργανωτικός γραμματέας της Ομοσπονδίας, Γιάννης Κυανίδης περιγράφει στο TheOpinion τα σημεία που οδηγούν τη διαδικασία ηλεκτροπαραγωγής με φωτοβολταϊκά σε… “βάλτωμα”.
Επ’ αόριστον διακοπή αιτημάτων στον ΔΕΔΔΗΕ – Στο «παιχνίδι» μεγάλοι όμιλοι
Η απουσία διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου για τους μικρομεσαίους παραγωγούς έχει οδηγήσει τον ΔΕΔΔΗΕ να βάλει “φρένο” στις αιτήσεις των ενδιαφερομένων.
Μέχρι πρότινος, και το καλοκαίρι του 2022, οι μικρομεσαίοι παραγωγοί ενέργειας από φωτοβολταϊκά μπορούσαν να συνασπίζονται και να ενώνουν τα μικρά έργα τους και εν συνεχεία να τα καταθέτουν ομαδοποιημένα στον ΑΔΜΗΕ, ώστε να δημιουργούν τον κατ’ αποκλειστικότητα δικό τους μετασχηματιστή κερδίζοντας “θέση” στην υψηλή τάση του ηλεκτρικού δικτύου.
Όπως εξηγεί ο κ. Κυανίδης «Τον Αύγουστο του 2022 η κυβέρνηση με υπουργική απόφαση αναίρεσε αυτή την τροπολογία και ουσιαστικά δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη δημιουργία υποσταθμών στον ΑΔΜΗΕ σε όσα έργα είναι πάνω από 200MW μεμονωμένα. Δηλαδή ο ηλεκτρικός χώρος στην υψηλή τάση έχει χαριστεί σε 5-6 μεγάλους ομίλους και εμάς μας αφαιρέθηκε έτσι η πρόσβαση».
Σύμφωνα με τον ίδιο, πριν εφαρμοστεί η υπουργική διάταξη του ΥΠΕΝ, περίπου 1.000 μικρομεσαίοι παραγωγοί στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, του Κιλκίς, των Σερρών, είχαν προχωρήσει με την διαδικασία αδειοδότησης πολλών μικρών και μαζικών φωτοβολταϊκών έργων συνολικής ισχύος 900MW και αξίας μεγαλύτερης από 600 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, οι αλλαγές που επήλθαν στο αδειοδοτικό πλαίσιο θα οδηγήσουν από εδώ και έπειτα στον αποκλεισμό του διαθέσιμου χώρου από τους μικρούς παίκτες και στη διάθεση του σε μεγάλους παρόχους.
Ξεπερνά τον ένα χρόνο η αναμονή – Στον “πάγο” πάρκα 800MW
Σε εκκρεμότητα βρίσκονται πάνω από 4.000 χιλιάδες αιτήματα μικρών παραγωγών στον ΔΕΔΔΗΕ από τον Ιανουάριο του 2022, εξαιτίας της μεγάλης υποστελέχωσης του φορέα, καταγγέλλει ο γραμματέας.
Χαρακτηριστικά, για όλη τη Μακεδονία και τη Θράκη ο ΔΕΔΔΗΕ διαθέτει μόνο δύο μελετητές, όταν στο παρελθόν υπήρχαν 12, που καλούνται να ελέγξουν και να προχωρήσουν τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων.
Ακόμη, σύμφωνα με τον οργανωτικό γραμματέα της Ομοσπονδίας μεγάλα προβλήματα προκαλεί και η καθυστέρηση του φορέα αναφορικά με την κατασκευή του δικτύου για πάρκα. Σε αυτή την περίπτωση οι ιδιώτες, αφού εγκριθεί η αίτησή τους καλούνται να καταθέσουν στον ΔΕΔΔΗΕ το ποσό των 10.000 ευρώ ως εγγυητική προκειμένου να προχωρήσει η σύνδεση στο δίκτυο μέσα σε διάστημα 12 μηνών σύμφωνα με τη νομοθεσία. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι το χρονοδιάγραμμα όχι μόνο δεν τηρείται, αλλά η αναμονή σύνδεσης φτάνει τους 17-18 μήνες.
Χαρακτηριστικά ο κ. Κυανίδης τονίζει ότι αυτή την στιγμή βρίσκονται στον “αέρα” περιμένοντας την σύνδεση στο δίκτυο κατασκευασμένα πάρκα φωτοβολταϊκών 800MW, όταν η χώρα μέσα σε διάστημα 20 ετών έχει προχωρήσει συνολικά στην σύνδεση φωτοβολταϊκών 4-5GW.
Η ολιγωρία των αρμόδιων φορέων, αλλά και της πολιτείας απέναντι σε αυτό το ζήτημα, την ώρα που σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) στόχος είναι μέχρι το 2030 η παραγωγή ενέργειας κατά 80% από ΑΠΕ, μόνο αντίθετα αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει.
«Σκεφτείτε τι χάνει η χώρα μας. Τις ημέρες με ήλιο, όταν συμμετέχουν οι ΑΠΕ στο 50% του ενεργειακού μείγματος το κόστος της κιλοβατώρας πέφτει στα 60 ευρώ. Όταν δεν συμμετέχουν η κιλοβατώρα φτάνει στα 250 ευρώ», εξηγεί.
Να μπει “φρένο” στο ολιγοπώλιο
Σύμφωνα με τον ίδιο, η πολιτεία οφείλει να βάλει “φρένο” στο ολιγοπώλιο των ομίλων και να ανοίξει το πεδίο στους μικρομεσαίους επενδυτές.
«Στην Ολλανδία το ΕΣΕΚ προβλέπει ότι το 50% της παραγωγής ενέργειας θα γίνεται από τοπικές κοινότητες, ενώ στην περίπτωση της Γερμανίας το 10% μάξιμουμ της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ βρίσκεται στα χέρια μεγάλων ομίλων και το υπόλοιπο 90% είναι διάσπαρτο σε ενεργειακές κοινότητες και μικρομεσαίους επενδυτές. Είναι ξεκάθαρα επιλογή μοντέλου, στην Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο και γι’ αυτό έχουμε την ακριβότερη τιμή κιλοβατώρας», καταλήγει.