Το ραντεβού ήταν κλεισμένο καιρό. Η αναμονή μέχρι την έναρξη, ελάσσονος σημασίας, μπροστά στην προσμονή για να αρχίσει η συναυλία…
Ο ιεροφάντης της ροκ κάνει την εμφάνισή του, με ένδυση στα λευκά, που συμβολίζει την ελπίδα και με κόκκινα φώτα πίσω, βασικό χρώμα της εραλδικής και σύμβολο του πάθους και της επανάστασης. Η έναρξη του live δίνεται με «τρίτο παγκόσμιο» και 4.332 και πλέον κόσμου που κάλυψαν κάθε τμ. σε κερκίδες και πλατεία του θεάτρου Γης παραληρεί. Κάπου εκεί μέσα στο πλήθος, νοητά, βρίσκονται ο Μπράουν, ο Φίσερ και Κραφτ, φήμες λένε ότι ξανάσμιξαν πάλι και φτιάξανε τραστ…
Ο κόσμος έδειχνε σε ελάχιστο χρόνο, μετά από λίγα τραγούδια, να παίρνει πίσω τη μουσική του ζωή, ό,τι συναίσθημα στερήθηκε μακριά από σκηνές, θέατρα και πλατείες εδώ και δύο έτη, γεμάτα περιορισμούς εξαιτίας του κορωνοϊού και αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα.
Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γίγαντες όπως ο γνωστός καλαθοσφαιριστής, Δημήτρης Χαριτόπουλος και νεούδια στις πλάτες των γονιών τους, ζευγάρια και άνθρωποι μονάχοι να αναγνωρίζουν πως αν μπορούσαν θα έκαναν μία από τα ίδια, για τη γλύκα που αφήνουν αυτές οι μικρές νοθείες στον καθένα.
Το αλκοόλ έρρεε άφθονο, χωρίς βροχή, για να μεθύσει τον κόσμο, όλοι λίγο πολύ καλούσαν κάποιον να πιει στην υγεία του αν θυμάται, δεν ήταν βράδυ σαν τα υπόλοιπα, δεν υπήρχαν περιθώρια. «Ξέρω καλά πως θα σαλτάρω αν δεν σε βρω…», ούρλιαξε ο Βασίλης κάνοντας τον Άλκη Αλκαίο να γελάσει μυσταγωγικά από εκεί ψηλά.
Και τι δεν είχε το χθεσινό βράδυ, «οδός του οδοστρώματος, του έτσι, του κυκλώματος…» τραγούδησαν τα σαρδόνια χείλη του 72χρονου έφηβου, ωδή μοιραία, τη μέρα που άνοιξαν… δύο τρύπες στο μαρτυρικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Συναίσθημα σε αφθονία, «μια φορά μου’ χες πει δεν μπορεί, θα το νοιώσανε κι άλλοι», τραγούδησε βάζοντας το κοινό σε μία εσωτερική αναζήτηση περί ατόφιου συναισθήματος, που μοιάζει ίδιο και συνάμα, τόσο διαφορετικό στον καθένα μας.
Και μετά την μικρής διάρκειας εκεχειρία με τα υψηλά ντεσιμπέλ, ήρθε η σειρά του Αλκαίου να χαμογελάσει ξανά για την καρποφορία της σοδιάς που έσπειρε επί χρόνια. «Κάποια ζεστή βραδιά σε ένα μπλουζάδικο…», ξεστόμισε αυτός που κουβάλησε και κουβαλά ακόμη στις… πλάτες του μουσικά τέσσερις γενιές αγγόγυστα και τα καπνογόνα πήραν φωτιά σε μία απέλπιδα προσπάθεια, με μία συγγνώμη βγαλμένη από τα μύχια της ψυχής του, να βρει με την πυξίδα του αν χάθηκε στο Μετς ή στο Πόρτο Ρίκο.
Και έπειτα, πάλι βαθιά σιωπή και περισυλλογή, ήταν η ώρα του ποιητή των δρόμων, του Νικόλα Άσιμου, και ένα ερώτημα δίχως απάντηση: «Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;». Mάτια βαριά, δακρυσμένα σε άλλους, νεαρά παιδιά, 35 χρόνια μετά την πρώτη του εκτέλεση να ζητούν «καμιά ματιά και χάμω…».
Η ώρα πέρασε, οι δείκτες του ρολογιού γύρισαν κοντά τρεις φορές μέχρι το φινάλε της συναυλίας. Το τέλος συμβολικό με το παιχνίδι να παίζεται ακόμα γιατί «μέσα απ’ όλα κάτι κλέβω» αλλά «κάτι αποφάσισε να ζήσει…». Μία παρέα παραδίπλα μετρούσε πόσες φορές έχει πάει ο καθένας ατομικά να τον ακούσει σε συναυλίες του. Ο ένας είπε «22 φορές», ο άλλος αποκρίθηκε «αυτή είναι η 35η μου φορά». O τρίτος της παρέας ομολόγησε ότι δεν τα ξέρει όλα τα τραγούδια αλλά τα μάτια του πρόδιδαν την ικανοποίηση για την αλληλεπίδραση που δίνει και παίρνει αυτός ο καλλιτέχνης με το κοινό του.
Όσες φορές και να πάει κανείς σε συναυλία του νιώθει την ίδια ικανοποίηση όπως την πρώτη φορά, παίρνει την ίδια ανάσα για να συνεχίσει με αισιοδοξία και απόθεμα ελπίδας. Άλλωστε και τίποτα να μην αλλάξει, το ξέρεις καλά ότι γι’ αυτό ζούμε, για να σ’ ακούμε…