* Της Άννας Φυτιανίδου.
«Δολοφονίες», «Βιασμοί», «Γυναικοκτονίες»…
Λέξεις βαρύγδουπες, που εκφράζουν γεγονότα αποτρόπαια, μα το χειρότερο απ’ όλα είναι πως τον τελευταίο καιρό αρχίζουμε να συνηθίζουμε στο άκουσμα τους.
Τα περιστατικά βίας δεν αποτελούν νέο φαινόμενο, υπήρχαν πάντα στις κοινωνίες και με διάφορες εκφάνσεις. Ωστόσο, η έξαρσή τους το τελευταίο χρονικό διάστημα αποτελεί γεγονός. Οι πρωτόγνωρες συνθήκες, που βίωσε η ανθρωπότητα με την πανδημία του COVID-19, αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για την έξαρση κυρίως της ενδο-οικογενειακής και έμφυλης βίας.
Η κακοποίηση των γυναικών αποτελεί ένα φαινόμενο που συνοδεύει όλη την ανθρώπινη ιστορία. Η επίδραση, όμως, της πανδημίας στην αύξηση των περιστατικών βίας είναι αξιοσημείωτη και οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτό είναι πολλαπλοί. Η καραντίνα και η κοινωνική αποστασιοποίηση έδωσαν στους δράστες τη δυνατότητα να ασκήσουν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο στα θύματά τους, καθώς οι γυναίκες, που κακοποιούνταν, αισθάνονταν ανήμπορες να διαφύγουν λόγω των ειδικών κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν. Έτσι, το σπίτι, που στη διάρκεια της καραντίνας για τους περισσότερους αποτέλεσε ένα καταφύγιο προστασίας, για μία μερίδα γυναικών ήταν πηγή φόβου και ανασφάλειας. Χιλιάδες γυναίκες, τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκοσμίως, βρέθηκαν εγκλωβισμένες στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα με τον κακοποιητή τους – σύζυγο, σύντροφο ή συγγενή.
Παράλληλα, οι συνθήκες του εγκλεισμού επέβαλαν στους ανθρώπους τη συμβίωση σε συγκεκριμένο χώρο υπό συγκεκριμένες περιστάσεις χωρίς δυνατότητες διαφυγής και εκτόνωσης της πίεσης. Το γεγονός αυτό έφερε στην επιφάνεια πολλά στρεσογόνα στοιχεία, τα οποία σε συνδυασμό με τον φόβο, την υγειονομική ανασφάλεια και την οικονομική αβεβαιότητα, που επικρατούσαν, οδηγούσαν τους δράστες, και όχι απροσδόκητα, σε συχνότερα και εντονότερα ξεσπάσματα βίας.
Από την άλλη πλευρά, αυτή των θυμάτων, η κοινωνική απομόνωση, η αποκοπή από την εργασία και η οικονομική ανασφάλεια αποδυνάμωναν ακόμη περισσότερο την οποιαδήποτε προσπάθεια απομάκρυνσης. Σημαντικό είναι, επίσης, να αναφερθεί πως ο εγκλεισμός περιόρισε σημαντικά την πρόσβασή τους σε δομές, στις οποίες θα μπορούσαν να αναζητήσουν βοήθεια. Η εστίαση στην υγειονομική κρίση περιορίστηκε κατά βάση στη φυσική υγεία, παραμελώντας την ψυχική.
Το τέλος, όμως, του εγκλεισμού έφερε στο φως και μία νέα πανδημία, την πανδημία των γυναικοκτονιών, που πλήττει ακόμα και σήμερα πολλές χώρες ανά τον κόσμο, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα. Η σύνδεση της έξαρσης αυτής με την πανδημία και τις συνθήκες εγκλεισμού έγκειται στο γεγονός της «απώλειας ελέγχου» από την πλευρά του δράστη. Με την επιστροφή των γυναικών – θυμάτων στην κανονική ζωή και την ελευθερία τους, οι δράστες έχασαν ξαφνικά τον αποκλειστικό έλεγχο, που ασκούσαν τόσο καιρό στα θύματά τους, και σε μία φάση ψυχολογικής ανισορροπίας οδηγούνταν σε ακόμη πιο ακραίες και επικίνδυνες αντιδράσεις. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τον μεγάλο αριθμό των γυναικοκτονιών κατά τους τελευταίους μήνες. Επίσης, αξίζει να προσθέσουμε πως μετά το πέρας της περιόδου εγκλεισμού, πολλά ζευγάρια οδηγήθηκαν στο χωρισμό ή στο διαζύγιο, γεγονότα που είχαν αναβληθεί εν μέσω της καραντίνας και αποτέλεσαν στη συνέχεια την αφορμή για τέτοιου είδους εν βρασμώ αντιδράσεις.
Και ενώ ολοένα και περισσότερα περιστατικά βίας λάμβαναν χώρα, μία αχτίδα φωτός έκανε την εμφάνισή της στη χώρα μας μέσα από το κίνημα #MeToo. Το τέταρτο κύμα του φεμινιστικού κινήματος εμφανίστηκε με στόχο την αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας και ξεκίνησε μέσα από το Twitter και τη δημόσια καταγγελία #MeToo. Με την έναρξή του άνοιξε ο ασκός του Αιόλου για κάθε είδους περιστατικά σεξουαλικής βίας, μετά από σχετικές καταγγελίες, που έγιναν από επώνυμους και έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα. Ο ρόλος των ΜΜΕ και, ειδικότερα, των social media ήταν καταλυτικός στην εξάπλωση του κινήματος αυτού παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας.
Η συμβολή του #MeToo είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλη, καθώς όχι μόνο έδωσε το θάρρος σε πλήθος γυναικών να μοιραστούν τις εμπειρίες τους χωρίς φόβο ή ντροπή και να καταγγείλουν τους δράστες τους, αλλά τις ενθάρρυνε ώστε να μην αποδέχονται οποιαδήποτε τέτοιου είδους συμπεριφορά και στο μέλλον. Οι γυναίκες πήραν δύναμη από το κίνημα #MeToo, ένιωσαν ενωμένες, ένιωσαν ότι σε ένα τέτοιο περιστατικό δεν είναι μόνες, αλλά υπάρχει κάποιος που ενδιαφέρεται να τις ακούσει και να τις βοηθήσει.
Επιτέλους, τα ΜME άρχισαν να δίνουν πολύ μεγάλη έμφαση στο να παρουσιάζουν σχεδόν το κάθε περιστατικό που συμβαίνει, ενώ τα social media αποτέλεσαν γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη δημόσιας κατακραυγής για οποιοδήποτε περιστατικό έμφυλης – και όχι μόνο – βίας. Η ραγδαία εξάπλωση του κινήματος και οι έντονες και σύσσωμες αντιδράσεις της κοινωνίας ανταμείφθηκαν, καθώς η νομοθεσία σχετικά με την έμφυλη βία τελικώς αυστηροποιήθηκε, δικαιώνοντας μια μεγάλη μερίδα γυναικών.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως τα περιστατικά βίας απασχόλησαν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη τον τελευταίο καιρό, είτε μέσω της έξαρσής τους και της δημόσιας συζήτησης, που είχε ξεκινήσει γύρω από αυτό το θέμα, είτε μέσω των προσπαθειών αντιμετώπισής τους, που ξεσήκωσε πολλές φωνές ανά τον κόσμο. Ας ελπίσουμε αυτές οι φωνές να συνεχίζουν να πληθαίνουν, μέχρις ότου να καταφέρουν να αλλάξουν τα δεδομένα ή, ακόμη καλύτερα, να τα εξαλείψουν.
Εξάλλου, οι φωνές που παλεύουν για το δίκαιο, δεν είναι ποτέ θόρυβος!
* Η Άννα Φυτιανίδου, είναι ψυχολόγος.