Αργά τη νύχτα χθες στα Διαβατά συναντήθηκαν δύο μεγάλες ανεπάρκειες του πολιτισμού μας και, όπως πάντα, όταν είναι να συμβεί μια αδικία, αυτός που την πληρώνει είναι ο πιο απροστάτευτος.
Η πρώτη ανεπάρκεια αυτής της κοινωνίας που εμείς φτιάξαμε είναι η αδυναμία να προστατέψουμε τα παιδιά μας, τα δεκαεξάχρονά μας. Σαν αγρίμια τριγυρνούν στις πόλεις όταν νυχτώνει τα νεαρά τσιγγανάκια. Μακριά από το σχολείο και την μόρφωση, παντρεμένα από μικρά, μεγαλωμένα στην ανέχεια, στην χλεύη, στην παρανομία. Ο ρατσισμός βαλμένος καλά μέσα στα κεφάλια μας, η ανοχή στο διαφορετικό μηδαμινή, η αδυναμία του σχολείου, της πλατείας, της εργασίας για ενσωμάτωση αυτών των παιδιών ανύπαρκτη.
Τους βαφτίσαμε «Ρομά» για να τους δείχνουμε με το δάχτυλο ευκολότερα και να σιγοψιθυρίζουμε στερεοτυπικές κοινοτοπίες: «έτσι έχουν μάθει», «αν ήθελαν θα σπούδαζαν», «δεν πηγαίνουν να δουλέψουν», «κι εμείς δεν έχουμε αλλά δεν κλέβουμε».
Ας πούμε την αλήθεια: Δεν ήταν «ρομά» ο Κώστας Φραγκούλης! Στο μυαλό μας μέσα ήταν πάντοτε… «γύφτος». Ενας απροσάρμοστος, ένας παρείσακτος, ένας «μπελάς». Του «γύφτου» ο δρόμος πήγε ως εκεί: Εβαλε πετρέλαιο στη Μοναστηρίου, γκάζωσε για να γλυτώσει 20 ευρώ, έκανε ελιγμούς μήπως προλάβει να φτάσει στο «άβατο» του οικισμού του, στο «γκέτο» του, αλλά τον βρήκε μία σφαίρα στο κεφάλι. Σφαίρα αστυνομικού που δε σημάδεψε στα λάστιχα αλλά κατά πάνω του.
Του γύφτου ο δρόμος σταμάτησε εκεί. Στην είσοδο του Δενδροποτάμου. Πόσες φορές να τον βοηθήσει η τύχη όταν τα δεκάξι του χρόνια ήταν όλα γεμάτα κρύο και φτώχεια, και ιλιγγιώδης ταχύτητα και χαλασμένα φρένα και μικροκλεψιές; Πόσες φορές να μείνει μακριά από τη σφαίρα όταν κανείς σ’ αυτή τη χώρα δεν πιστεύει ότι του αξίζει κάτι καλύτερο;
Η δεύτερη ανεπάρκεια, πάλι αυτής της κοινωνίας, ήταν κρυμμένη στο μυαλό ενός αστυνομικού. Με άλλη αφετηρία, με άλλες διαδρομές και ευκαιρίες σε σχέση με τον «γύφτο» αλλά το ίδιο ανεπαρκής, «λίγη», «προβληματική». Πρόκειται για την ανεπάρκεια του ανεκπαίδευτου, του αψυχολόγητου, του πλανεμένου για τον ρόλο, την εξουσία και τη δύναμή του αστυνομικού. Του αστυνομικού που κρίνει ότι πρέπει να πυροβολήσει. Που κρίνει ότι αξίζει να ρισκάρει να σκοτώσει έναν άνθρωπο, όποιο κι αν είναι το έγκλημα που διέπραξε (ακόμα και του φόνου, όχι ενός γεμίσματος πετρελαίου…).
Η ανεπάρκεια αυτή δεν είναι μόνον του ίδιου του αστυνόμου. Είναι και του υπουργού που κάλυψε κάθε προηγούμενη αστυνομική αυθαιρεσία. Είναι και του φιλήσυχου πολίτη που δικαιολογεί, που σχετικοποιεί, του μιλάει για τον νόμο και την τάξη. Ισως η ανεπάρκεια αυτή να είναι χειρότερη κι από του ίδιου του ανθρώπου που σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε το «γυφτάκι». Είναι χειρότερη γιατί ευθύνεται για περισσότερες δολοφονίες από όσες μπορεί να μαντέψει ότι προκάλεσε.
Οχι, τίμιοι, φιλήσυχοι, οικογενειάρχες Κυρ Παντελήδες! Το αφήγημα των «κακών γύφτων», των απροσάρμοστων, των κλεφτών, των επικίνδυνων κακοποιών, δεν μπορεί να περάσει. Πέρσι τον έλεγαν Νίκο Σαμπάνη, φέτος τον λένε Κώστα Φραγκούλη, αύριο θα τον λένε κάπως αλλιώς και η ανεπάρκεια αυτής της κοινωνίας, αυτού του πολιτισμού, αυτής της ανθρωπότητας, θα μεγαλώνει. Κι όμως, όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, η λύση υπάρχει και είναι όσο δύσκολη είναι κάθε αυτονόητη ανθρώπινη πράξη: Λέγεται «δικαιοσύνη» ή, όπως την έγραψαν οι ίδιοι οι τσιγγάνοι: ΔΗΚΕΟΣΗΝΙ.
Υ.Γ.2: Να γίνει καλά το παιδί η ζωή του οποίου κρέμεται σε μια κλωστή. Το ευχόμαστε όλοι. Ελπίζω πρώτος από όλους ο αστυνομικός που πυροβόλησε.
Υ.Γ.3: πόσο δίκιο είχε ο ποιητής της μεγάλης (μας) ήττας:
«… φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα…»
Τάσος Λειβαδίτης, «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», εκδόσεις Μετρονόμος