Για… «τους λάτρεις της στατιστικής», όταν το 2019 η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, «σήκωσε ψηλά» το θέμα του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την ελληνική επανάσταση και προανήγγειλε λαμπρές εκδηλώσεις με την Γιάννα Αγγελοπούλου στο τιμόνι της επιτροπής κι άλλα πολλά που παρέπεμπαν σε «εθνική ανάταση και υπερηφάνεια» (μη χαριστεί και στον Βελόπουλο το ακραίο κομμάτι της δεξιάς πολυκατοικίας). Τα θυμάστε, φαντάζομαι.
Μετά ήρθε η πανδημία, όλα πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, ωστόσο οι επιτροπές που είχαν δημιουργηθεί και η ανάγκη της κυβέρνησης να… «πετάξει την μπάλα στην κερκίδα» επανέφεραν τις εορταστικές εκδηλώσεις στην επικαιρότητα. Ανάμεσα σε εκατοντάδες νεκρούς από κορονοϊό καθημερινά, καυγάδες για τις κλίνες ΜΕΘ και την εκστρατεία εμβολιασμού, βλέπαμε τσολιάδες, σημαιάκια, την Γιάννα ντυμένη Μπουμπουλίνα, τον Άδωνι να διηγείται τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων και την εκκλησία να διεκδικεί το κομμάτι της στην επιτυχία της τότε επανάστασης. Γραφικότητες.
Μιας και μιλάμε για Ιστορία, είχα δει στην Αθήνα την τριλογία της ελληνικής επανάστασης του Μ. Καραγάτση στο θέατρο «Πορεία». Το έργο ήταν να ανεβεί υπό την αιγίδα της επιτροπής για τα 200 χρόνια. Λόγω πανδημίας το σχέδιο ναυάγησε. Η παραγωγή τελικά έγινε από τον ίδιο τον Δημήτρη Τάρλοου (εγγονό του Καραγάτση) σε διασκευή – προσαρμογή σεναρίου του Θανάση Τριαρίδη.
Τότε είχα σκεφτεί πως αν τελικά είχε χρηματοδοτήσει το ελληνικό κράτος το ανέβασμα της Καραγατσικής εκδοχής της ελληνικής επανάστασης, ίσως αναφερόμασταν για πρώτη φορά σε μια γενναία πράξη αυτοκριτικής, αποτίναξης των στερεοτύπων και προσέγγισης της ιστορίας ΚΑΙ από την άλλη πλευρά, αυτή του αντιπάλου. Αν έβλεπαν την ελληνική επανάσταση όπως την κατέγραψε στο ιστορικό μυθιστόρημά του ο «Έλληνας Ντοστογέφσκι» μέσα από τα τρία του βιβλία («Ο Κοτσάμπασης του Καστρόπυργου», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο» και «Τα στερνά του Μίχαλου») ένα… μικρό εγκεφαλικό θα το πάθαιναν.
Κι έρχεται «Η Δημοκρατία του μπακλαβά» να κάνει με έναν άλλο τρόπο το ίδιο πράγμα: Να «βγάλει τη γλώσσα» στο δικό μας εθνικό αφήγημα και να (προσπαθήσει να) αποτινάξει τα εθνικιστικά στερεότυπα, την ανάγκη με το ζόρι ύπαρξης ενός εχθρού.
Κι επειδή πολλές δεκαετίες προσπαθήσαμε να συζητήσουμε σοβαρά την διατήρηση ή όχι της εχθρότητάς μας με την Τουρκία, του μίσους και της αντιπαλότητας μεταξύ δύο λαών με τόσα μα τόσα πολλά κοινά στοιχεία, ε, είναι λογικό στην «Δημοκρατία του μπακλαβά» οι συντελεστές να επιστρατεύσουν το χιούμορ και τον σουρεαλισμό, κόντρα στην σοβαροφάνεια. Το λέει περιφραστικά κι ένας από τους πρωταγωνιστές: «Τα τραγικά γεγονότα πρέπει να τα προσεγγίζεις με ελαφρύ τρόπο…»
Η παράσταση για την οποία σας γράφω, εντάχθηκε στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης και, αφού πραγματοποίησε μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα στέλνοντας τον απόηχό της σε όλη την Ελλάδα, ήρθε για ένα βράδυ και στη Θεσσαλονίκη, στο Βασιλικό θέατρο την περασμένη Κυριακή, στο πλαίσιο των «Δημητρίων». Μπράβο στο δήμο Θεσσαλονίκης που ενέταξε αυτό το έργο στα «Δημήτρια». Κάποτε με τον συντηρητικό τρόπο που σκέφτονταν οι επιτροπές του συγκεκριμένου θεσμού (μιλάω για προ δεκαετίας και βάλε), δε θα προτείνονταν καν.
Δε θα έγραφα αυτό το κείμενο αν δεν μάθαινα πως είναι πολύ πιθανό «Η Δημοκρατία του μπακλαβά» να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη ως μετάκληση – φιλοξενία του Κρατικού θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Το κάνω γιατί θεωρώ πως ΠΡΕΠΕΙ να έρθει ξανά στη Θεσσαλονίκη αυτό το έργο και θα είναι πολύ πατριωτικό και πολύ εθνικό να το δούνε όσοι περισσότεροι θεατές μπορούν ώστε πραγματικά να απολαύσουν ένα μάθημα πατριδογνωσίας με ευχάριστο, συμβολικό, διόλου διδακτικό τρόπο.
Τι είναι «Η Δημοκρατία του μπακλαβά»; Μια θεατρική παράσταση με στοιχεία τηλεοπτικής εκπομπής (ίσως). Ένα ντοκιμαντέρ που (μπορεί να) παίζεται ζωντανά και έχει αυτοσχέδιο μοντάζ. Μια στατιστική «έρευνα γνώμης» που τα αποτελέσματά της (πιθανόν) έτυχαν δραματουργικής επεξεργασίας και ανάλυσης. Βάζω σε παρένθεση όλες τις υποθέσεις μου γιατί πραγματικά βλέποντας την παράσταση δεν κατάφερα να την κατατάξω κάπου. Έχει και στοιχεία ριάλιτι σόου, παρωδίας, συναυλίας, επιθεώρησης και όλα αυτά με απίστευτο ρυθμό και ένταση πάνω στη σκηνή.
Η «σύλληψη» της «Δημοκρατίας του μπακλαβά» είναι του πολυτάλαντου Ανέστη Αζά. Θα μείνω λίγο εδώ και θα πω στους Θεσσαλονικείς πως αν ντε και καλά πρέπει για κάτι να νιώσουμε περηφάνεια, ας είναι γι’ αυτόν τον δημιουργό που γεννήθηκε και σπούδασε στη Θεσσαλονίκη στο τμήμα θεάτρου του ΑΠΘ κι έπειτα άνοιξε τα φτερά του για την Ευρώπη και για όλο τον κόσμο μελετώντας το θέατρο τεκμηρίωσης και έρευνας με σπουδαίες συνεργασίες, βραβεύσεις, διακρίσεις. Ναι, για τα «παιδιά» της αυτή η πόλη δικαιούται να είναι περήφανη. Για την ιστορία και τους προγόνους, αντιθέτως, δεν υπάρχει κανένας λόγος. Δεν έκανε τίποτα αυτή για να καμαρώνει.
Ο Ανέστης Αζάς έκανε και τη σκηνοθεσία και συνεργάστηκε στο κείμενο με τους Γεράσιμο Μπέκα και Μιχάλη Πητίδη. Όλοι τους βραβεύτηκαν για τον «μπακλαβά» και δικαίως γιατί η παράσταση αυτή καταφέρνει να σε κάνει να γελάσεις με τον πιο πικρό τρόπο και να συγκινηθείς στα όρια του χαβαλέ. Τα μπλέξει όλα, τα βάζει στην κατσαρόλα (στο ταψί του μπακλαβά) και ανακατεύει.
Στην υπόθεση της «Δημοκρατίας του μπακλαβά», δύο νέα παιδιά γνωρίζονται στην Αγγλία. Το κορίτσι είναι Ελληνίδα και το αγόρι Τούρκος. Οκ, το έχουμε δει στους «Συμπεθέρους από τα Τίρανα» όπου το αγόρι ήταν Αλβανός αλλά εδώ μιλάμε για εντελώς διαφορετική προσέγγιση αφού η ματιά δεν είναι αυτή των εξηντάρηδων συντηρητικών μικροαστών αλλά των (μετά βίας) τριαντάρηδων, εξοικειωμένων με την τεχνολογία και προσαρμοσμένων στις σύγχρονες μορφές επικοινωνίας.
Ο Φατίχ και η Σοφία παντρεύονται και κάνουν κι ένα παιδί. Έρχονται να ζήσουν στην Ελλάδα ελπίζοντας πως πολλά θα έχουν αλλάξει από τότε που άφησαν τις χώρες τους για να σπουδάσουν σε μια «ουδέτερη έδρα», μια χώρα με ανεκτικότητα στο διαφορετικό. Κι όμως, η πραγματικότητα είναι σκληρή.
Μέσα από σουρεαλιστικές καταστάσεις το ζευγάρι (που ζει στο Μεσολόγγι με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής επανάστασης) έρχεται αντιμέτωπο με τον ρατσισμό, την μισαλλοδοξία, τα βαθιά εδραιωμένα εθνικιστικά στερεότυπα και έτσι αδυνατεί να δημιουργήσει μια κανονική ζωή με ηρεμία και προκοπή. Κι εκεί που οι δύο νέοι απελπίζονται και ετοιμάζονται να φύγουν (για την Τουρκία; Για κάπου αλλού;) «τα παίρνουν κρανίο» και αποφασίζουν να ιδρύσουν το δικό της ανεξάρτητο κρατίδιο, μια Νεφελοκοκκυγία, όπου όλα είναι αλλιώς και κυρίως κανένας δεν ενδιαφέρεται αν είσαι Έλληνας ή Τούρκος, μαύρος ή λευκός.
Δεν έχει νόημα να πούμε τι συμβαίνει σεναριακά «Στη Δημοκρατία του μπακλαβά». Το αν η χώρα αναγνωρίζεται από τα άλλα κράτη, αν ευημερεί, αν διαλύεται, δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς ψέμα είναι όλα. Το ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο τίθενται και τελικά αποδομούνται όλα τα – δήθεν – σπουδαία ζήτημα όπως η εθνική ταυτότητα, η εθνική υπερηφάνεια, ο σωβινισμός, η μισαλλοδοξία, η επιρροή της θρησκείας, τα αφηγήματα περί ανωτερότητας της φυλής μας, η αποδοχή, η ανεκτικότητα. Και αυτός ο τρόπος στην «Δημοκρατία του μπακλαβά» είναι συναρπαστικός, είτε τον γευτείς τον μπακλαβά με καρύδι, είτε με φυστίκι Αιγίνης (άντε, με σαν φυστίκ, που λέμε εδώ στα βόρεια).
Ώρες ώρες η παράσταση μετατρέπεται σε συναυλία. Άλλες φορές πάλι σε ένα ντίσκο πάρτι. Αντικείμενα ίπτανται, αλεύρια πετιούνται παντού, μικρόφωνα και ηλεκτρικές κιθάρες δίνουν ένταση. Κανείς δεν παίρνει το ρόλο που υποδύεται εντελώς στα σοβαρά κι αυτό είναι το πιο σοβαρό πράγμα που μπορεί να επιλέξει να κάνει ένας πολίτης στις μέρες μας όταν του μιλούν για «κράτος», «εξωτερικό κίνδυνο», «εθνικά θέματα».
Γελάσαμε με την ψυχή μας το βράδυ της Κυριακής στο Βασιλικό θέατρο. Πάνω στη σκηνή το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Κάτω από αυτήν, διέκρινε κανείς μια εντυπωσιακή ανθρωπογεωγραφία νέων και μεγαλύτερων ανθρώπων, εναλλακτική και ελπιδοφόρα. Το θέατρο ήταν ασφυκτικά γεμάτο με αυτούς τους ανθρώπους που εγώ χαρακτηρίζω «σιωπηρή πλειοψηφία». Ξέρετε, αυτούς που μπορεί να μην κάνουν φασαρία στο δημόσιο λόγο αλλά έχουν και άποψη και κρίση για όλα τα συγκρουσιακά μας θέματα: το προσφυγικό, τα ελληνοτουρκικά, τη συμφωνία των Πρεσπών και πάει λέγοντας.
Είναι δεδομένο πως για να ανεβεί αυτή η παράσταση δούλεψε πολύς κόσμος. Θα εστιάσω στους ηθοποιούς γιατί αυτό που κατάφεραν να παρουσιάσουν στη σκηνή ήταν άρτιο καλλιτεχνικά. Ο Τζεμ Γιίτ Ουζούμογλου, η Κατερίνα Μαυρογεώργη, ο Γιώργος Κατσής και ο Γκάρι Σάλομον έπαιξαν εντελώς φυσικά επιστρατεύοντας σπουδαίες τεχνικές και απέδειξαν ότι η γενιά ηθοποιών που έρχεται είναι γεμάτη ταλέντο και διάθεση για σκληρή δουλειά.
Όπως αλλάζει η κοινωνία και οι εδραιωμένες ιδέες ξεπερνιούνται και καταργούνται στην πράξη, έτσι και το θέατρο αλλάζει και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, γίνεται σφιχτό, βάζει το βίντεο στη σκηνή, τον ήχο, τα εφέ, τους φωτισμούς και εξελίσσεται. Είναι όμορφο αυτό. Και είναι απαραίτητο γιατί το νέο κοινό είναι περίπου όπως το περιγράφει «Η Δημοκρατία του μπακλαβά»: με ένα κινητό στο χέρι προσπαθεί να αφομοιώσει τον τεράστιο όγκο πληροφορίας που βλέπει. Εθισμένο στην εναλλαγή εικόνων, στις υψηλές ταχύτητες, στην επικοινωνία εξ αποστάσεως, περιμένει να το προσεγγίσεις με έναν «άλλον» τρόπο, μπας και καταφέρεις να το κερδίσεις… για λίγα δευτερόλεπτα.
Ναι, το κοινό πια δε γίνεται ποτέ «δικό σου» πάρα μόνον περιστασιακά, παροδικά. Πώς το έλεγε ο Εξιπερί στον «Μικρό Πρίγκιπα»; «Δικό σου είναι μόνον αυτό που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εσένα» (δηλαδή τίποτα) άρα το σύγχρονο θέατρο οφείλει να ψάξει τρόπους να δώσει στο κοινό κάτι που αυτό δε βρίσκει στα σόσιαλ μίντια και να του το δώσει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που του το δίνουν τα σόσιαλ μίντια. Αυτό το καταφέρνει «Η Δημοκρατία του μπακλαβά» γι’ αυτό και τελικά απέκτησε… «δικό της κοινό».
Υ.γ.: Πρόσθεσα ένα «Νέα» στον τίτλο «κανιβαλίζοντας» το άρθρο. Δεν αντέχω όμως την υποκρισία της δεξιάς παράταξης στα εθνικά θέματα. Ο τρόπος που όταν «σφίγγουν» τα πράγματα στην οικονομία και στην καθημερινότητα των πολιτών επιλέγουν να επαναφέρουν «τον εθνικό κίνδυνο» είναι υποκριτικός και κουτοπόνηρος. Κι εμείς Έλληνες είμαστε κύριοι.
Και φυσικά και θέλουμε ειρήνη και ευημερία. Αλλά αυτό που «οι κακοί Τούρκοι» μάς οδηγούν μονίμως σε εξοπλισμούς, κόντρα εξοπλισμούς, ενώ ο κοσμάκης κυριολεκτικά πεινάει εκατέρωθεν του Αιγαίου, κούρασε. Πείτε κι εσείς την ιστορία «αλλιώς». Το παραμύθι του «κακού Τούρκου», δεν πουλάει πια. Και οποία ειρωνεία:
Να μιλάμε για τον «κακό Τούρκο» όταν τον περιμένουμε με ανοιχτές αγκάλες στη Θεσσαλονίκη με τη νέα γραμμή της Σμύρνης να έρθει, να αφήσει τα ωραία του λεφτά μπας και αυτή η πόλη ορθοποδήσει οικονομικά μιας και οι «πατριώτες» που μάς κυβερνούν την έχουν αφήσει στη μοίρα της…