O NOMIK έρχεται στη Θεσσαλονίκη την Παρασκευή, 5 Μαΐου, με full band live στο Eightball Club.
Ο ΝΟΜΙΚ επιστρέφει στην πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, για να παρουσιάσει, για πρώτη φορά, τον πρώτο solo ελληνόφωνο δίσκο του «Χαρούμενες Φάτσες», υλικό από την επερχόμενη δισκογραφική του δουλειά «Πες μου αν ήταν όλα ψέματα» καθώς κι επιλεγμένα τραγούδια από το project «Το φως της σκόνης». Και αναμένεται να κλείσει τον κύκλο των εμφανίσεών του στην Αθήνα, στο Caja de musica, στις 26 Μαΐου.
Το καλοκαίρι τον βρίσκει με αρκετή δουλειά, σε δημιουργικό επίπεδο, ετοιμάζοντας το υλικό του νέου του δίσκου «ώστε να κυκλοφορήσει άρτιος και με μια ωραία διάθεση», όπως ο ίδιος παραδέχεται στο TheOpinion.
Ο ΝΟΜΙΚ είναι ένας καλλιτέχνης που αγαπά να εκφράζει και να εκφράζεται μέσα από την τέχνη, να πειραματίζεται με καινούρια τραγούδια και καινούριους ήχους. Και παρότι δηλώνει πως το στούντιο είναι το σπίτι του, ευελπιστεί, φέτος, να εξαφανιστεί σε μια…απομονωμένη παραλία.
Πώς να σου απευθύνομαι; NOMIK ή Κίμων;
Και στα δύο ακούω. Μπορείς να με λες και NOMIK, έτσι κι αλλιώς είναι σαν το δεύτερο όνομά μου.
Οι ακόλουθοί σου, αλήθεια, ξέρουν το πραγματικό σου όνομα;
Δεν το κρατάω κρυφό. Οι περισσότεροι, που με γνωρίζουν κι από παλιά, το ξέρουν.
Τι σημαίνει ΝΟΜΙΚ; Υπάρχει κάποια ερμηνεία;
ΝΟΜΙΚ είναι ανάποδα το βαφτιστικό μου, είναι ακριβώς το αντίστροφο. Δεν είναι κάποιο σοβαρό εύρημα, αλλά συμβολικά, νομίζω, ότι είναι λίγο πιο βαθύ. Ήμουν ένα παιδί που ήθελε να κάνει τα δικά του. Ήθελε να κάνει και κάποια άλλα πράγματα σε σχέση με αυτά που του δόθηκαν. Ήταν και της μόδας -επειδή ξεκίνησα με μπάντες που παίζουν αγγλόφωνα- να είναι λίγο «ξενικό» το όνομα. Οπότε το ΝΟΜΙΚ ήταν ό, τι πρέπει.
Δεν θυμάμαι και πώς προέκυψε, αλλά σε βάθος χρόνου μου άρεσε. Ήταν απελευθερωτικό, ήταν ένα δικό μου πράγμα κι όχι αυτό που μου δόθηκε από τους γονείς κι απ’ τον νονό. Απ’ την άλλη μεριά, το NOMIK είναι κι ένα κωδικοποιημένο πράγμα, το οποίο δεν υποδηλώνει καμία ταυτότητα ούτε κάποια εθνότητα. Ούτε φυλή ούτε αν ο κάτοχος είναι αγόρι ή κορίτσι. Αυτό για ‘μένα είναι πολύ απελευθερωτικό. Και στο τέλος, μου άρεσε με την έννοια ότι με έκανε να νιώθω πολύ καλά με αυτό.
Ένα απ’ τα ζητούμενα του ανθρώπου, γενικότερα, είναι ο αγώνας του να απελευθερωθεί απ’ τα δεσμά του. Από αυτά που του δίνονται. Ο κόσμος και η κοινωνία είναι γεμάτοι νόμους, έτσι δεν είναι; Από τους φυσικούς μας νόμους, τι πρέπει να κάνουμε και τι δεν πρέπει για να επιβιώσουμε, μέχρι και τους κοινωνικούς νόμους· δηλαδή, τι πρέπει και τι δεν πρέπει κοινωνικά, πια. Τα πρώτα δεν μπορούμε να τα «σπάσουμε», θα πρέπει να γίνουν κοσμοϊστορικές αλλαγές σε φυσικό και βιολογικό πεδίο· πράγμα που δεν το βλέπω πολύ άμεσα να γίνεται. Όμως κοινωνικά, προσωπικά, υπαρξιακά, ο καθένας μας μπορεί να κάνει βήματα και να ζήσει όσο γίνεται –χωρίς, πάντα, να πειράζει τον άλλον- ελεύθερος.
Συνθέτεις και γράφεις μουσική, στίχους, ποιήματα… Αν σου έλεγα, τελικά τι είσαι; Πώς θα αυτοπροσδιόριζες τον εαυτό σου;
Θα έλεγα ότι είμαι ένας άνθρωπος, γενικότερα, που του αρέσει να εκφράζει και να εκφράζεται μέσα από την τέχνη. Ο πυρήνας, ο ακρογωνιαίος λίθος είναι, σίγουρα, η μουσική· και ο στίχος και η μουσική.
Από μικρός ζωγράφιζα ή μου άρεζε να κάνω απόπειρες, να γράφω μικρά «χαζά» παιδικά βιβλιαράκια. Ήμουν πολύ παρατηρητικός. Μου άρεζαν οι ταινίες. Αλλά βρήκα στη μουσική, στα τραγούδια δηλαδή, μια ελευθερία και μια αιωνιότητα –μέσα σε τρία, τέσσερα λεπτά που κρατάει ένα τραγούδι- τόσο γοητευτική. Και, μάλιστα, για ένα παιδί 14-16 χρονών, όπου κι άρχισα να ασχολούμαι. Αυτό με γοήτευσε τόσο ώστε, σιγά σιγά, να αρχίσω να το παίρνω στα «σοβαρά»· ό, τι κι αν σημαίνει αυτό. Και να καταπιάνομαι και να ασχολούμαι, σαν να βρήκα λίγο νόημα στη ζωή μου.
Εμείς οι δύο, δεν έχουμε ιδιαίτερη διαφορά ηλικίας. Γενικά «ψάχνομαι». Ειδικά, όμως –και χαίρομαι πολύ που έμαθα τη δουλειά σου- δεν σε ήξερα. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί δεν σε ήξερα;
Αυτό είναι μία πάρα πολύ καλή ερώτηση. Νομίζω ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων που ασχολούνται με την τέχνη, κυρίως αυτό το βλέπουμε σε παλιότερες εποχές, που, ίσως, δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε όλο αυτό το πράγμα σε σχέση με την προβολή.
Πάντα κάναμε πράγματα -κυρίως με τις μπάντες που δούλεψα αρκετά και με τους φίλους μου που έπαιζα μουσική- ό, τι μπορούσαμε, στο μέτρο του δυνατού, για να προωθήσουμε τη μουσική μας. Αλλά από ένα σημείο και μετά, ήμασταν περισσότερο προσκολλημένοι στο κομμάτι της δημιουργίας και στις προσωπικές επαφές με τον κόσμο. Όταν άρχισε, πριν 15-20 χρόνια, να μπαίνει στο κάδρο και το ίντερνετ, νομίζω ότι εμείς που ήμασταν σε μία μεταίχμια εποχή –κι εγώ μέσα σε αυτούς- μείναμε λίγο πίσω.
Δεν ήταν σε πρώτο πλάνο να αφιερώσω τη ζωή μου στο να κάνω promotion τον εαυτό μου. Και άπαξ και δεν βρέθηκε στον δρόμο μου μία ομάδα που με γνωρίζει καλά, με σέβεται και πιστεύει απόλυτα σε αυτό που είμαι, βασικά, και μετά σε αυτό που κάνω, δεν μπήκα σε κανέναν κόπο να χάνω τη ζωή μου μόνο και μόνο για να έχω περισσότερους followers. Ή να με γνωρίζει περισσότερος κόσμος. Θα ήταν πολύ ωραίο, δεν το αρνούμαι, αλλά οκ. Είμαι αυτός που είμαι κι έτσι πορεύτηκα.
Πάντα είχα πολύ καλό touch με τον κόσμο. Και πολύ καλά σχόλια. Αλλά αυτό δεν με έκανε ποτέ να γίνω ένας τύπος που θα κάνει τα πάντα για να γίνει πετυχημένος, με την έννοια του να κάνει σουξέ, να τον ξέρει όλος ο κόσμος. Μου άρεζε να κάνω αυτό που είναι να κάνω. Και είναι πολύ όμορφο να εισπράττεις ωραία σχόλια ή να δίνεις ωραία συναισθήματα και να το βλέπεις αυτό στον κόσμο. Ήθελα να είμαι κι ένας άνθρωπος που ζει τη ζωή του κι όχι να σπάει το κεφάλι του πώς θα γίνει διάσημος ή πιο γνωστός. «Win some, lose some», που λένε οι φίλοι μας οι Αμερικάνοι.
Καταλαβαίνω ότι θα μπορούσαν να είχαν γίνει κι άλλα βήματα προς μια κατεύθυνση. Κι εσύ, ας πούμε, ή κι άλλοι άνθρωποι κοντά σε ‘σένα να με γνωρίζουν περισσότερο. Αλλά, νομίζω, έχω κερδίσει άλλα πράγματα. Άλλωστε, είμαι πολύ νέος ακόμη και είμαι σαν μαθητευόμενος μουσικός και καλλιτέχνης. Έτσι νιώθω. Οπότε, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει τα επόμενα τριάντα χρόνια που θα συνεχίζω την πορεία μου στη μουσική.
Μουσικά, πάντως, από όσο μπορώ να γνωρίζω, είσαι εξαιρετικά «ανήσυχος». Από τη μία συμμετοχή σε μπάντες, από την άλλη solo εμφανίσεις.
Αυτό είναι αλήθεια. Ξεκίνησα παίζοντας με τους φίλους μου, ίσως για να επεκτείνω και λίγο την παιδική μου ηλικία, την εφηβεία μου. Ήμουν ένας πολύ μοναχικός τύπος, μου άρεζε η μοναξιά μου. Και το μόνο πράγμα που με έκανε να αισθάνομαι λίγο καλύτερα από αυτό είναι να παίζω με τους φίλους μου.
Εφόσον δεν ήθελα να κάνω καμιά δουλειά στη ζωή μου κι ένιωθα τύψεις για το πώς αυτό θα γίνει δεκτό από την οικογένειά μου και από την κοινωνία, βρήκα πολύ γοητευτικό να γίνω τραγουδιστής, καταρχάς. Να έχω ένα πλαίσιο με τους φίλους μου και να τραγουδάω.
Και μετά, αυτό το πράγμα άρχισε να βαθαίνει και να απλώνει. Άρχισα να γράφω μουσική και να ασχολούμαι λίγο πιο εσωτερικά και πιο υπαρξιακά. Και όλον αυτόν τον κόσμο της μοναχικότητας και της μοναξιάς επιδίωκα να τον διοχετεύσω όπως παλιότερα, που άπλωνα τα παιχνίδια μου κάτω στο παιδικό μου δωμάτιο. Και, ξαφνικά, να μπαίνω σε ένα στούντιο με τους φίλους μου και να φτιάχνουμε κάτι από το μηδέν, σε ένα πλαίσιο καινούριο, κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Αυτό κάνει η τέχνη· είμαστε δημιουργοί και φτιάχνουμε έναν κόσμο από το μηδέν, με όλα τα tools που μας έχουν δοθεί.
Την Παρασκευή έρχεσαι στο Eightball, όπου θα παρουσιάσεις τον πρώτο σου ελληνόφωνο δίσκο, «Χαρούμενες Φάτσες». Από το ψυχεδελικό ροκ, πώς έγινε αυτήν η μετάβαση στην πιο «κοινωνική» πλευρά της μουσικής;
Να πω ότι ακόμα και στο ψυχεδελικό κομμάτι της καριέρας μου –δηλαδή, περισσότερο με τους Sleepin Pillow που ψάξαμε κάποια μονοπάτια και κάποιους δρόμους ψυχεδελικού ροκ, με παραδοσιακά στοιχεία και διάφορα τέτοια mix- σε πάρα πολλά σημεία, στιχουργικά, υπάρχουν και αναφορές και ιστορίες που έχουν να κάνουν με το κοινωνικό, το πολιτικό, το πολιτιστικό κι όχι μόνον με το ψυχεδελικό ή το σουρεαλιστικό ή το υπαρξιακό. Και, γενικότερα, σε όλη την πορεία μου -ακόμα και στους Universal Trilogy- υπάρχουν ψήγματα κοινωνικής στιχουργικής ή κοινωνικής πολιτικής μέσα απ’ την τέχνη.
Αλλά αυτός ο πρώτος ελληνόφωνος, που έκανα πριν 2-3 χρόνια, και έχοντας αλλάξει κι ένα πλαίσιο και μένοντας τα τελευταία 4-5 χρόνια στην Αθήνα -στο κέντρο της Αθήνας που είναι το αστικό κομμάτι σε πρώτο επίπεδο κι έχοντας υπάρξει, πια, κι εγώ κομμάτι αυτής της κατάστασης- ήταν πολύ φυσιολογικό να βγουν αυτά τα στοιχεία μπροστά και να τραγουδηθούν κάποιοι στίχοι οι οποίοι, καταρχάς, έχουν μια αστικότητα κι ένα κοινωνικό πρόσημο. Και οι εποχές είναι παράξενες. Δηλαδή, εμένα μου φαίνεται πολύ περίεργο τα τελευταία χρόνια, ειδικά, που ο κόσμος λίγο τα έχει χάσει κοινωνικά και συμβαίνουν κοσμοϊστορικές αλλαγές, να μην ασχολείται με αυτό. Από όποιο μετερίζι κι αν βρίσκεται ο καθένας.
Τα θεματάκια του δίσκου έχουν να κάνουν με εκείνη τη δεκαετία που η χώρα, με τα μνημόνια, έδειξε ένα μεγάλο της κομμάτι να καταρρέει. Ή να απογυμνώνεται όλη η σαπίλα και να αποκαλύπτεται ό, τι σαθρό υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια και μας έφερε σε αυτήν την κατάσταση. Οι «Χαρούμενες Φάτσες» είναι ένας δίσκος που βγήκε στην ώρα του, φυσικό ακόλουθο να βγουν αυτά τα τραγούδια από ‘μένα.
Αναφορικά με την καινούρια σου δουλειά: «Πες μου αν ήταν όλα ψέματα»;
Αυτόν τον δίσκο τώρα τον δουλεύω. Θα παρακάμψω το καλοκαίρι, θα τον κυκλοφορήσω Σεπτέμβριο-Οκτώβριο. Είναι ένας δίσκος που έχει πάρα πολλές αναφορές κοινωνικές, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Δεν έχει κάνει τον κύκλο του. Είναι ένα, τρόπον τινά, follow up άλμπουμ από τις «Χαρούμενες Φάτσες», αλλά εστιάζει περισσότερο στην απώλεια. Στο κλείσιμο μιας ολόκληρης εποχής. Και, ενδεχομένως, σε αυτό που έρχεται…
Ένα πάρα πολύ μικρό κομμάτι του κόσμου, του λαού, της κοινωνίας μπορεί να ψυλλιαστεί το τι έρχεται. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε σε μία εποχή που, όμοιά της, δεν έχει υπάρξει. Δηλαδή, είναι ένα πράγμα που λέγεται συχνά σε κουβέντες, ότι η ιστορία κάνει κύκλους και πάντοτε γίνονται τα ίδια πράγματα. Εγώ θεωρώ ότι είμαστε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, σε ένα turning point ασύλληπτο. Γιατί, σε μερικά χρόνια, και με το τέλος του ίντερνετ και του ψηφιακού κόσμου τις επόμενες δύο δεκαετίες, τα πράγματα θα αλλάξουν τόσο πολύ που δεν μπορούμε να το φανταστούμε. Δεν θα αλλάξουν μόνον σε τεχνολογικό επίπεδο, θα αλλάξουν σε κοινωνικό επίπεδο. Κι αυτό θα επηρεάσει την ιστορία ολόκληρου του επόμενου αιώνα.
Αυτό, βέβαια, εμείς, με τη μικρή μας κρίση και τις μικρές μας γνώσεις, δεν μπορούμε να το αντιληφθούμε. Μπορούνε απλώς κάποιοι, ίσως, να το ψηλαφήσουν. Αυτό έχω προσπαθήσει σε αυτόν τον δίσκο με τις αναζητήσεις μου. Είναι ένας υπαρξιακός δίσκος και με κοινωνικό πρόσημο. Kαι στην πραγματικότητα, είτε προσωπικά είτε κοινωνικά είτε υπαρξιακά, εστιάζω σε αυτό το κλείσιμο μιας εποχής που φεύγει ανεπιστρεπτί.
«Μιλάς» μέσα από τα τραγούδια σου. Μπόρεσες, έστω για μία στιγμή, να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς να κάνεις μουσική και να γράφεις;
Δεν το ‘χω σκεφτεί. Εμένα η μουσική μου έσωσε τη ζωή, είμαι από αυτές τις περιπτώσεις. Γιατί, πραγματικά, είμαι ένας τύπος που, μεγαλώνοντας, δεν ήθελε να κάνει και πολλά πράγματα. Και ήταν το μόνο από το οποίο πιάστηκα για να μπορέσω να σωθώ από ένα υπαρξιακό τέλμα και τη ματαίωση που με βασάνιζε μεγαλώνοντας, συνειδητοποιώντας ότι δεν έχει τίποτα νόημα. Η μουσική, μου έδωσε ένα φωτεινό «όχημα». Είναι οδηγητήριο φως. Και με έκανε να γίνω ένας τύπος που αντί να καταστραφεί και να καταστρέψει, να φτιάξει και να προσπαθήσει να αγαπήσει λίγο τον εαυτό του και λίγο το πλαίσιο, έστω και με τόσες ελλείψεις και δυσκολίες.
Πληροφορίες
NOMIK full band live
Eightball Club (Πίνδου 1, Λαδάδικα)
Παρασκευή, 5 Μαΐου και ώρα 21.30 (προσέλευση 21.00)
Εισιτήριο: 10€
Φωτογραφίες: Κώστας Καλλιπολίτης
Αφίσα: Jason Λεοντίδης
Μαζί του θα είναι οι μουσικοί:
Βαγγέλης Σφυρής: Ηλεκτρική Κιθάρα
Δημήτρης Χριστώνης: Μπάσο
Μπάμπης Πετσίνης: Τύμπανα