Για δύο μοναδικές εμφανίσεις, τη Δευτέρα 12 και την Τρίτη, 13 Δεκεμβρίου, η Κάτια Γέρου ανεβαίνει στο σανίδι του θεάτρου Αμαλία για να θίξει τις «προβληματικές» εκείνες καταστάσεις που την εξοργίζουν.
Πέντε γκροτέσκες φιγούρες (Block Delete, Τσιμέντο Yes, Το κλαρίνο, Μις χαμόγελο, Γενέθλια), που εκπροσωπούν όσα επηρεάζουν και δυναστεύουν τη ζωή μας, παίρνουν «σάρκα και οστά» επί σκηνής, μέσω της ηθοποιού Κάτιας Γέρου.
Η Stand-up Tragedy παράσταση, την οποία η ίδια επιμελήθηκε συγγραφικά, σε σκηνοθεσία Κυριάκου Κατζουράκη, επανέρχεται, μετά από τρία χρόνια, για να αφήσει το δικό της αποτύπωμα στον πολιτιστικό χάρτη της Θεσσαλονίκης.
Κυρία Γέρου, Stand–up Tragedy στον αντίποδα του Stand-up Comedy;
Το Stand- up Comedy θίγει κακώς κείμενα με ένα γέλιο, και τα ξορκίζει. Και είναι υπέροχο είδος.
Το Stand- up Tragedy είναι, με μία έννοια, ο δικός μου θυμός. Ένιωθα ότι υπάρχουν τόσα κακώς κείμενα γύρω. Επειδή είμαι και δασκάλα νέων ανθρώπων, ένιωθα ότι είμαστε οι πάντες στριμωγμένοι, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Έκατσα, λοιπόν, έβαλα bullets στο τετράδιό μου, πριν αρχίσω να γράφω. Και αναρωτήθηκα, τι είναι αυτό που εμένα με εξοργίζει, με αρρωσταίνει, με στεναχωρεί; Πρώτον, είναι το φτηνό θέαμα. Το γεγονός ότι ταΐζουν οι άνθρωποι, με κακό φαΐ, τους συνανθρώπους τους. Που, όμως, για όσους είμαστε περιφρουρημένοι γιατί είχαμε στη ζωή μας καλά συναπαντήματα, συναντήσαμε ανθρώπους που μας τροφοδότησαν, το να δούμε πέντε λεπτά ένα κακό θέαμα, δεν παθαίνουμε τίποτα. Ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, όχι της Ελλάδας αλλά παγκοσμίως, τρέφεται με το φτηνό, κακό και ανθυγιεινό θέαμα. Δηλαδή, ότι η ζωή είναι ένα πάρτι διαρκείας, είναι το «φαίνεσθαι», το lifestyle, η αναγνωρισιμότητα, η πλάκα· μία ανακύκλωση πραγμάτων που δεν έχουν κανένα νόημα. Κι εγώ σκέφτηκα, τριάμισι χρόνια πριν: «Ερχόμαστε σ’ αυτήν τη γη να ζήσουμε εβδομήντα, ογδόντα χρόνια αν είμαστε γεροί…για την πλάκα»; Κι εκεί θύμωσα. Η επιθυμία η δική μου ήταν να βρω τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που συνδιαλέγονται με τα θέματα που πραγματεύεται η παράσταση.
Κάποια στιγμή, μια αγαπημένη μου μαθήτρια μού χάρισε ένα βιβλίο ενός Τσεχοσλοβάκου φιλοσόφου, του Κάρελ Κόσικ. Και λέει αυτός: «Κουλτούρα σημαίνει κατοικώ ποιητικά τη γη». Για ‘μένα είναι motto. Επτά – οχτώ δεκαετίες μπορούμε να κατοικήσουμε ποιητικά τη γη; Να αφήσουμε πίσω μας κάτι που να έχει μια αξία; Να μην πούμε ότι τζάμπα ζήσαμε τα χρόνια μας;
Αφού έβγαλα όλη μου τη χολή, την οργή και την τσαντίλα –απορώ πώς το έκανα, αλήθεια σου λέω- στο τέλος ενσαρκώνω έναν κύριο που κάνει τα γενέθλιά του μόνος του. Θέλω να σου πω κάτι πάνω σ’ αυτό. Οι νέοι θεατές που έρχονται, παιδιά από δραματικές σχολές, πιτσιρικαρία τέλος πάντων, ταυτίζονται πάρα πολύ με την έννοια της μοναξιάς. Όταν εγώ ήμουν νέα, δεν φανταζόμουν ότι θα φοβόμουν τη μοναξιά. Όλη η ζωή ήταν μπροστά. Μιλάμε ότι η γενιά μου ήταν της μεταπολίτευσης. Το μόνο πράγμα που δεν φοβόμουν ήταν η μοναξιά. Γιατί υπήρχαν ανταλλαγές, κοινότητες, ομάδες, λαχτάρες, όνειρα…
Αντιμετωπίσατε κάποια δυσκολία ως προς την εναλλαγή των χαρακτήρων που υποδύεστε στην παράσταση;
Καμία! Γιατί εγώ είμαι «καραγκιόζης». Στο θέατρο αγαπώ το καραγκιοζιλίκι. Αλλάζω, δηλαδή, σε χρόνο ντε τε ρουχαλάκια και γίνομαι ένας άλλος άνθρωπος, είναι σαν παιχνίδι παιδικό. Αλλάζω ρούχα και διάθεση και ντοπιολαλιές. Αλλά αυτό το έχω από παιδάκι. Κι όσο μεγαλώνω, θέλω πιο πολύ να υπηρετήσω αυτό το είδος.
Η αποτύπωση όλων αυτών είναι τα χρόνια που ζήσαμε, τι μας άφησαν, τι μας δίνουν… Σαν καθήκον! Είναι μία λέξη που αγαπώ πάρα πολύ. Λες ότι «Ωραία, κάναμε ό, τι κάναμε, κάποια στιγμή θα φύγουμε από τη ζωή και θα ‘ρθουν οι επόμενοι. Τι αφήνουμε πίσω μας»; Δεν έχω καμιά φιλοδοξία μεγάλη. Δύο κουβεντούλες, επί της ουσίας.
Αναφερθήκατε, πριν, σε καλά συναπαντήματα. Ποιοι ήταν οι άνθρωποι αυτοί που σημάδεψαν τη δική πορεία σας;
Ο Κάρολος Κουν, ο Γιώργος Λαζάνης και ο Κυριάκος Κατζουράκης. Αυτοί είναι οι τρεις άνθρωποι που έβαλαν μία «στάμπα» στην ψυχή μου. Έμαθα από αυτούς πράγματα και ένιωσα την ανάγκη, ό, τι έμαθα από αυτούς, να τα «αβγατίσω». Γι’ αυτό και ζω και μετά τον χαμό της αγάπης μου.
Πολυσχιδής η προσωπικότητα του κύριου Κατζουράκη. Θέλετε να μας μιλήσετε για αυτόν;
Ήταν μία φωτεινή προσωπικότητα αυτός ο άνθρωπος… Η αγάπη μου, το παιδί μου, η λατρεία μου! Τριάντα πέντε χρόνια, Δέσποινα, και δεν βαρέθηκα λεπτό. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα «ωστικό κύμα», ένας σπουδαίος καλλιτέχνης με την ψυχή ενός ταπεινού, γλυκού παιδιού. Αυτόν τον συνδυασμό δεν τον έχω συναντήσει ξανά. Γι΄ αυτό και τον θρηνώ και δεν θα τον ξεχάσω.
Στη σελίδα Simata Kapnou θα βρει κάποιος τετρακόσιους πίνακες του Κυριάκου, τις δουλειές που κάναμε, θεατρικά βίντεο, κείμενα… Προσπαθώ να φροντίζω με τις μικρές, ταπεινές μου δυνάμεις το έργο του. Να γίνει ένα ίδρυμα Κατζουράκη. Να ψάξω έναν χώρο όπου θα υπάρχουν έργα του, ώστε να τα βλέπουν οι άνθρωποι των επόμενων γενεών. Με ενδιαφέρει το μετά από ‘μένα.
Όσον αφορά στη θεατρική σας σταδιοδρομία, είστε μία καλλιτέχνιδα με επιλεκτικές εμφανίσεις. Υπήρξε, ωστόσο, η στιγμή που είπατε: «Εγώ, τώρα, εγκαταλείπω»!
Αυτό είναι αλήθεια. Φυσικά και το είπα, Τρίτη – Πέμπτη – Σάββατο. Με την έννοια ότι ένιωθα ότι δεν είμαι ικανή να το υπηρετήσω αυτό, ειδικά στα νιάτα μου. Ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο και θέλει αφοσίωση. Αλλά δεν το άφησα ποτέ. Και χαίρομαι που δεν το άφησα.
Αυτό που με κράτησε ήταν η επαφή με τους ανθρώπους. Είναι το μόνο budget που έχω αυτή τη στιγμή. Δηλαδή, να μπαίνεις σε ένα πράγμα, να είναι λίγοι άνθρωποι από κάτω και, ξαφνικά, κάποιοι να ανταποκρίνονται. Γυρνούσα σπίτι μου κι έλεγα «Ωραία ήταν σήμερα». Μόνο η επαφή με τους ανθρώπους με συνταράσσει και με συγκινεί και με κρατάει ζωντανή.
Πληροφορίες
Stand-up Tragedy, με την Κάτια Γέρου
Θέατρο Αμαλία (Αμαλίας 71 , Θεσσαλονίκη)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Δευτέρα 12 και Τρίτη, 13 Δεκεμβρίου, στις 21:00
Τιμές Εισιτηρίων: 15€ Γενική Είσοδος – 13€ Μειωμένο (Άνεργων, Φοιτητών)
Κρατήσεις: 231 084 2509
Διάρκεια: 90 λεπτά
Συντελεστές
Κείμενα – Ερμηνεία: Κάτια Γέρου
Σκηνοθεσία: Κυριάκος Κατζουράκης
Μουσική: Λεωνίδας Μαριδάκης
Σκηνικός χώρος: Νίκος Πολίτης
Κοστούμια: Κατερίνα Σωτηρίου
Κίνηση: Μυρτώ Γράψα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νίκος Νίκας (Κείμενο «Μις χαμόγελο»: Ευγενία Μαραγκού)
Φωτογραφία: Φοίβος Σαμαρτζής