«Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από την οικογένεια του Άλκη. Δεν μπορώ να φανταστώ τον πόνο τους. Μακάρι να γυρνούσα τον χρόνο πίσω».
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του 7ου κατηγορούμενου κατά την απολογία του σήμερα στη δίκη για τη δολοφονία του Άλκη Καμπανού και του τραυματισμού των δύο φίλων του, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2022.
«Με τον σύνδεσμο δεν είχα σχέση. Μια φορά πήγα στην θύρα 4. Ήμουν στο σπίτι μου στην Τούμπα. Μου έστειλε μήνυμα ο φίλος μου και πήγα για μια μπίρα στο σύνδεσμο. Κάποια στιγμή συζητήθηκε το περιστατικό στο Ωραιόκαστρο και ειπώθηκε από κάποιον να πάμε στη Χαριλάου να κάνουμε αντίστοιχο. Η μόνη εμπειρία από τα οπαδικά είναι μια επίθεση που δέχθηκα κοντά στο σπίτι μου επειδή φορούσα μπλούζα του ΠΑΟΚ. Με χτύπησαν και με έβρισαν» είπε ο κατηγορούμενος.
«Εκείνο το βράδυ νόμιζα ότι θα κυνηγούσαμε κάποιους θα τους χτυπούσαμε και θα μας χτυπούσαν αυτό μόνο. Ο καθένας είχε την ευθύνη του εαυτού του. Δεν πήρα τίποτα από τον σύνδεσμο. Δεν είδα να παίρνει κάποιος κάτι. Έμαθα ότι ο 6ος πήρε ένα λοστό. Πρώτα σταμάτησε το Citroen. Κατέβηκαν 3 από και μετά άλλοι 3 από το polo. Ο δεύτερος μας έκανε νόημα να περιμένουμε. Οι πρώτοι έφτασαν στο σημείο και ξεκίνησε η συμπλοκή. Αν έβλεπα ότι είχαν μαχαίρια και στειλιάρια δεν θα πήγαινα. Δεν πίστευα ότι μπορεί κάποιος από εμάς να κάνει κάτι τέτοιο. Είδα κάποιους να τρέχουν και να χτυπιούνται αλλά ήμουν μακριά. Πήγα εκεί μόνο για να μαλώσουμε. Έφτασα στο σημείο, είδα τρια με τέσσερα άτομα και ένα παιδί ξαπλωμένο. Είδα τον δεύτερο να μαχαιρώνει τον φίλο του Άλκη στο πόδι» πρόσθεσε και συνέχισε λέγοντας «Έδωσα μια μπουνιά σε έναν. Είδα αίματα παντού και το παιδί ξαπλωμένο κάτω και άτομα από πάνω του. Δεν άκουσα φωνές ήθελα απλά να απομακρυνθώ. Δεν τους είδα να χτυπάνε. Είδα ένα ξύλο που κρατούσε κάποιος αλλά όχι να το χρησιμοποιεί» η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη. Όταν γύρισα στο σύνδεσμο πήρα το μηχανάκι μου και γύρισα σπίτι. Το κινητό το είχα αφήσει στο μηχανάκι επειδή ήταν ξεφόρτιστο».
«Στεκόμουν δίπλα στον Άλκη και έβλεπα τα αίματα. Δεν στάθηκα από πάνω ήμουν σε σοκ. Τράβηξα τον έναν φίλο του Άλκη για να μην φάει και άλλη μαχαιριά. Άκουσα «πάμε πάμε σπάμε». Την κραυγή του Άλκη δεν την άκουσα. Δεν είπα ποιος είχε το καραμπιτ γιατί πίστευα ότι θα είχε το θάρρος να το παραδεχτεί» ανέφερε ακόμη κατά την απολογία του ο κατηγορούμενος.
«Το έμαθα από το Ίντερνετ. Το έμαθα την επόμενη μέρα. Έχασα την γη κάτω από τα πόδια. Ήμουν ανήσυχος στις τρεις το βράδυ το είδα και δε μπόρεσα να κοιμηθώ. Δεν μίλησα με κάποιον. Την Πέμπτη το εξομοιώθηκα στη μητέρα μου και της υποσχέθηκε πως θα πάω να παραδοθώ. Ο πατέρας μου είχε καρκίνο και είχε πάθει εγκεφαλικά δε θα το άντεχε αν του του το έλεγα, δε θα το καταλάβαινε. Δεν ήξερα ότι ο 10ος είχε χτυπηθεί σε προηγούμενο οπαδικό επεισόδιο» κατέληξε απαντώντας σε ερωτήσεις της εισαγγελέως.
Η εισαγγελέας ζήτησε να προβληθεί βίντεο από το βράδυ της 1ης Φεβρουαρίου ώστε ο κατηγορούμενος να απαντήσει σε διευκρινιστικές ερωτήσεις σε σχέση με τη θέση του. «Άλλη μια φορά ζητάω συγγνώμη. Μακάρι να γυρνούσα το χρόνο πίσω. Συλλυπητήρια στην οικογένεια» είπε ολοκληρώνοντας την απολογία του ο 7ος κατηγορούμενος.