«Η Θεσσαλονίκη απέκτησε, από την προηγούμενη χρονιά, μια θεατρική ροή αντάξια της πόλης» – Ο Χρήστος Σουγάρης στο TheOpinion

Ο Χρήστος Σουγάρης σκηνοθετεί την τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες» και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

«Η Θεσσαλονίκη απέκτησε, από την προηγούμενη χρονιά, μια θεατρική ροή αντάξια της πόλης» – Ο Χρήστος Σουγάρης στο TheOpinion

H τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες», την οποία παρακολούθησαν μέχρι σήμερα περισσότεροι από 27.000 θεατές και μετά τον θρίαμβο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, επιστρέφει για μια τελευταία παρουσίαση στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Δάσους, την Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου.

Η αγάπη του για το εν λόγω έργο καθώς και η ανάγκη του να τιμήσει τη Ρούλα Πατεράκη μέσα από έναν μνημειώδη ρόλο, όπως παραδέχεται στο TheOpinion, οδήγησαν τον Χρήστο Σουγάρη να καταπιαστεί σκηνοθετικά με την ευριπίδεια τραγωδία «Τρωάδες». 

Οι «Τρωάδες» επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη, από όπου και ξεκίνησαν το θεατρικό τους ταξίδι, την Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου, για να ολοκληρώσουν την καλοκαιρινή τους περιοδεία στην Αττική.

Κύριε Σουγάρη, θα ξεκινήσω με τη διαπίστωση ότι για τα καλλιτεχνικά, και πιο συγκεκριμένα για τα θεατρικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης, πήγε καλά το πράγμα τη φετινή χρονιά…

Ναι, ισχύει αυτό. Εμένα θα μου επιτρέψετε να ισχυρίζομαι ότι δεν πήγε απλώς καλά, δεν είναι μία έκφραση η οποία αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Η Θεσσαλονίκη απέκτησε, από την προηγούμενη χρονιά, μια θεατρική ροή αντάξια της πόλης. 

Το Κρατικό Θέατρο είναι ο μεγαλύτερος θεατρικός οργανισμός της χώρας. Είναι μεγαλύτερος ακόμα κι από το Εθνικό, σε προσωπικό αλλά και σε εγκαταστάσεις. Θυμίζω ότι έχει τρεις μεγάλες σκηνές, 700 ατόμων η καθεμία. Και δύο μικρές σκηνές, συν δύο τεράστια, καλοκαιρινά ανοιχτά θέατρα. Οπότε ήταν απορίας άξιο για ‘μένα πάντα –αυτή τη στιγμή δεν είναι πια- για ποιον λόγο, όλα τα προηγούμενα χρόνια, είχε τόσο μικρή θεατρική παραγωγή; Και πώς είναι δυνατόν να μην προσέλκυε τους ισχυρότερους, παραγωγικότερους και αξιότερους ανθρώπους στον χώρο του θεάτρου, τόσο στο επίπεδο της σκηνοθεσίας όσο και σε αυτό της υποκριτικής;

Από φέτος, εμείς μπορούμε να ισχυριζόμαστε πως, ό, τι καλύτερο υπάρχει στο ελληνικό θέατρο, αυτή την τριετία θα παρουσιάσει δουλειά μέσω των σκηνών του Κρατικού Θεάτρου της πόλης της Θεσσαλονίκης. Από τον Μιχαήλ  Μαρμαρινό και τον Γιάννη Χουβαρδά, μέχρι τους νεότερους Δημήτρη Καραντζά, Σύλλα Τζουμέρκα… Και, βεβαίως, πολλά ονόματα από το εξωτερικό. Αυτό μόνον αξίζει στην πόλη και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, με βάση, πάντα, τις δυνατότητές του.  

Εκτός από τη θέση του υπευθύνου του καλλιτεχνικού προγράμματος του ΚΘΒΕ, συναντήσαμε, αρκετά συχνά, και σκηνοθετικά το όνομά σας. Με κορωνίδα τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη, την καλοκαιρινή σεζόν, που επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη για μία ακόμα παράσταση.

Σκηνοθέτησα την «Αυλή των Θαυμάτων». Ακολούθως διασκεύασα, συνέθεσα ένα καινούριο έργο πάνω στη νουβέλα του Ντίκενς, τον «Σκρουτζ». Και η χρονιά έκλεισε τώρα το καλοκαίρι με τις «Τρωάδες».

Είναι μεγάλη χαρά, διότι, επίσης μετά από πάρα πολλά χρόνια, το Κρατικό Θέατρο κατάφερε και γέμισε δύο βραδιές το Θέατρο Δάσους. Είναι κάτι το οποίο μας κάνει απολύτως περήφανους. Δεν σας κρύβω ότι, τα προηγούμενα χρόνια, έβλεπα τα αθηναϊκά σχήματα, τα οποία επισκέπτονταν την πόλη, να γεμίζουν το Θέατρο Δάσους και ήταν κάτι το οποίο με «στεναχωρούσε», με έβαζε σε σκέψεις… Πώς είναι δυνατόν, δηλαδή, το Κρατικό Θέατρο να μην μπορεί να γεμίσει το Θέατρο Δάσους;

Φέτος, λοιπόν, το γεμίσαμε δύο βραδιές. Και υπάρχει πολύ μεγάλη ζήτηση και ακόμα μία παράσταση, ειδικά μετά τον απόηχο της αποθεωτικής υποδοχής της στην Επίδαυρο. Γυρνάμε, όχι δυστυχώς για να κλείσουμε την περιοδεία· το ιδανικό θα ήταν να κλείσουμε την περιοδεία στη Θεσσαλονίκη. Αλλά επειδή είναι πραγματικά εμβόλιμη παράσταση λόγω ζήτησης, βρέθηκε μόνον αυτήν η ημερομηνία: η 3η του Σεπτέμβρη. Οπότε θα επιστρέψουμε στην πόλη και μετά στην Αθήνα για να παρουσιάσουμε τη δουλειά, με αποκορύφωμα την παρουσία μας στο Ηρώδειο. Θέλω να εύχομαι και να πιστεύω ότι η παράσταση θα πάει πολύ καλά, τόσο από άποψη προσέλευσης του κοινού όσο και αποδοχής από τη μερίδα των κριτικών.

Γιατί επιλέξατε να σκηνοθετήσετε τις «Τρωάδες»;

Είναι πολύ εύκολη η απάντηση. Δυστυχώς, δεν είναι πολύ εμπορική. Είναι εξαιρετικά πεζή. Τις «Τρωάδες» τις επέλεξα πριν από τρία χρόνια, όταν ολοκλήρωσα τις «Βάκχες». Ένιωσα πολύ έντονη την ανάγκη, τότε, να κάνω κάτι το οποίο να είναι βασισμένο, όσο το δυνατόν περισσότερο εν πάση περιπτώσει, στη μεγάλη αυτήν περσόνα του θεάτρου μας, τη Ρούλα την Πατεράκη. Που, τα τελευταία χρόνια, έχω τη χαρά και την τιμή να συνεργάζομαι. 

Ένιωσα πολύ μεγάλη ανάγκη να τιμήσω τη Ρούλα την Πατεράκη. Δηλαδή, η αγάπη μου με ώθησε στο να επιλέξω τις «Τρωάδες». Διάβασα διάφορα έργα, βεβαίως. Και κατέληξα στις «Τρωάδες», όπου θεώρησα ότι ο ρόλος της Εκάβης είναι ένας μνημειώδης ρόλος και ήμουν βέβαιος -όπως κι έγινε- ότι η κυρία Πατεράκη θα τον ερμηνεύσει με εξαιρετικό τρόπο κι ότι της ταιριάζει πάρα πολύ. 

Δεν το κρύβω ότι είχα μια αγάπη για το συγκεκριμένο έργο, αλλά δεν θα το έκανα ποτέ αν δεν σκεφτόμουν την κυρία Πατεράκη. Γιατί για να σκηνοθετήσεις κάποια έργα, πρέπει να έχεις και ηθοποιούς για να τα ερμηνεύσουν. Αν δεν έχεις Άμλετ, δεν υπάρχει λόγος να κάνεις τον «Άμλετ». Είναι χαζό. 

Και, ιδανικά, έγινε έτσι στο Κρατικό, όπου και εγώ και η κυρία Πατεράκη είμαστε παιδιά της Θεσσαλονίκης, και της θεατρικής Θεσσαλονίκης εννοώ, παρόλο που ζούμε στην Αθήνα χρόνια. Ήταν μια καλή συγκυρία αυτή και ωφελήθηκαν όλοι. Και η κυρία Πατεράκη τιμάται για την προσφορά της στο ελληνικό θέατρο μέσω ενός μεγάλου οργανισμού. Αλλά, ας μην γελιόμαστε, και ο οργανισμός αυτήν τη στιγμή έχει μία πολύ ισχυρή παρουσία στο θεατρικό καλοκαίρι της χώρας, διότι η παράσταση αυτήν, οι συντελεστές της όλοι και η κυρία Πατεράκη ανεβάζουν το κύρος του Κρατικού. Κι αυτό είναι κάτι που μας κάνει πολύ χαρούμενους.

Πώς αποκωδικοποιείτε αυτήν τη σύγχρονη σκηνοθετική ματιά, την πιο μοντέρνα τοποθέτηση πάνω στο έργο που σας προσάπτουν οι διάφορες κριτικές; 

Δεν μπορώ να πω με μεγάλη σιγουριά σε σχέση με το εάν η παράσταση είναι μοντέρνα… Δεν είχα στο μυαλό μου να φτιάξω μία μοντέρνα παράσταση, όχι. Ίσως οι άνθρωποι που μιλούν ή γράφουν για την παράσταση και θεωρούν ότι είναι μοντέρνα ή σύγχρονη, να το κάνουν λόγω του γεγονότος ότι η παράσταση αυτήν δεν ανεβαίνει έτσι όπως έχουμε συνηθίσει να ανεβάζουμε και να βλέπουμε τις τραγωδίες. Δηλαδή, με το γνωστό πομπώδες ύφος το οποίο ακολουθεί, δυστυχώς, όλες αυτές τις μαξιμαλιστικές απόπειρες ανάγνωσης της τραγωδίας. 

Για ‘μένα, εστιάζει απολύτως στο ανθρώπινο στοιχείο. Κι αυτό είναι, νομίζω, μετά από τόσες παραστάσεις που έχουν παιχτεί, το μεγαλύτερό της πλεονέκτημα· ότι συγκινεί τους ανθρώπους που την παρακολουθούν, ακριβώς λόγω της ανθρωπιάς με την οποία αντιμετωπίζουμε εμείς αυτήν την τραγωδία. Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονται στη σκηνή, και μοιάζουν και είναι ανθρώπινοι. Σε αντίθεση με τις περισσότερες των περιπτώσεων, όπου στις παραστάσεις του είδους αυτού, της τραγωδίας, οι χαρακτήρες οι οποίοι παρουσιάζονται στη σκηνή είναι λίγο σύμβολα. Λίγο «χάρτινοι» θα έλεγα. Είναι λίγο «άδειοι». Είναι έννοιες περισσότερο κι όχι οντότητες. Αυτήν είναι η διαφορά μας. 

Τώρα, το σκηνικό μας είναι ένας τηλεφωνικός θάλαμος κι είναι κάτι αρκετά σύγχρονο. Ίσως και η όψη να κάνει τους ανθρώπους να μιλούν για κάτι το οποίο είναι μοντέρνο. Αλλά, για ‘μένα, δεν ήταν στόχος να κάνω ούτε μία μοντέρνα ούτε μία σύγχρονη παράσταση. Για ‘μένα και τους συνεργάτες μου, ο στόχος ήταν να αφηγηθούμε όσο το δυνατόν πιο απλά και με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και ανθρωπιά και τρυφερότητα αυτήν την εξαιρετική ιστορία, η οποία είναι και πάρα πολύ συγκινητική από μόνη της. Μόνον αυτό. 

Τα άλλα νομίζω ότι αφορούν ανθρώπους που βλέπουν παραστάσεις κι έχουν μια άποψη, και καλά κάνουν. Για κάποιους η παράστασή μας μπορεί να είναι μοντέρνα και σύγχρονη, για κάποιους άλλους μπορεί να είναι απολύτως παλιακή. Έχει να κάνει με την αισθητική του κάθε προσώπου που παρακολουθεί αυτήν τη δράση, αυτήν την αφήγηση. 

Μου δίνετε το πάτημα να ρωτήσω και για μία άλλη παράσταση, συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου αυτήν τη φορά, η οποία συζητήθηκε αρκετά, προκαλώντας αμφιλεγόμενες αντιδράσεις. Αναφέρομαι στους «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου…

Οι «Σφήκες» είναι μία εξαιρετική δουλειά, κατά την προσωπική μου άποψη. Νομίζω ότι με βάζει σε πάρα πολλές σκέψεις σε σχέση με τα δημοσιεύματα τα οποία κυκλοφόρησαν πριν καν κοπάσει το χειροκρότημα της πρεμιέρας. Τι είναι αυτό το οποίο οδηγεί μια πάρα πολύ μεγάλη μερίδα ανθρώπων οι οποίοι γράφουν για το θέατρο, μερικές ώρες μόλις μετά από την πρεμιέρα αυτής της παράστασης, να τη λοιδορούν, συκοφαντώντας την ίδια την παράσταση αλλά και την ίδια την καλλιτέχνιδα, τη Λένα την Κιτσοπούλου;

Εγώ διάβασα σε έναν συγκεκριμένο αρθρογράφο – κριτικό όπως δηλώνει ο ίδιος, να καταφέρεται απολύτως συκοφαντικά εναντίον της ίδιας της Λένας. Δεν είδα ποτέ στην παράσταση αυτά τα οποία διάβασα. Και, προσωπικά, μπορώ να πω, έχοντας παρακολουθήσει πάρα πολύ τη Λένα στις παραστάσεις που έχει κάνει στο παρελθόν, ότι ήταν και από τις πιο soft παραστάσεις της. Τουλάχιστον ως προς την οξύτητα του πνεύματος και του λόγου. 

Εν πάση περιπτώσει, θέλω να καταλήξω λέγοντας ότι είμαι μαζί με τη Λένα. Έχει κάθε δικαίωμα μία καλλιτέχνιδα να διασκευάζει ένα έργο του Αριστοφάνη ή οποιουδήποτε συγγραφέα. Να αρθρώνει λόγο. Και, ξέρετε, καμιά φορά μπορεί αυτά τα οποία ακούμε να είναι τόσο δυσάρεστα, διότι φανερώνουν, ενδεχομένως, το ποιοι πραγματικά είμαστε ως κοινωνία. Κι αυτό να είναι το οποίο μας κάνει να καταφερόμαστε τόσο έντονα, σε βαθμό συκοφαντικό εναντίον καλλιτεχνών. 

Επίσης, ένα μεγάλο ερώτημα που προκύπτει μετά από όλον αυτόν τον απόηχο, είναι το τι είδους κριτική διαθέτουμε στην Ελλάδα. Τι είδους κριτική χρειαζόμαστε. Κι αν είναι κάτι το οποίο μας ικανοποιεί αυτό. Διότι δεν θεωρώ ότι ένας κριτικός είναι εκεί απλώς για να λοιδορεί, να καθυβρίζει και να συκοφαντεί έναν καλλιτέχνη. Νομίζω ότι η κριτική βοηθάει τόσο τους καλλιτέχνες όσο και το κοινό να γίνουν καλύτερο σύνολο. Δηλαδή, μπορεί διαβάζοντας μια κριτική, αν αυτή είναι απολύτως καλοπροαίρετη ακόμα και αρνητική, ως καλλιτέχνη να μου «ανοίξει» έναν κόσμο. Να δω κάτι το οποίο, ενδεχομένως, να μην είχα υπολογίσει. Ενδεχομένως να είχα κάνει λάθος. Να με πάει μπροστά. Το να με καθυβρίζει ως καλλιτέχνη ή να μιλάει απαξιωτικά για ‘μένα και τους συνεργάτες μου, δεν νομίζω ότι αυτό κάνει καλύτερο τον χώρο μας.

Αλλά, δυστυχώς -κι αυτό είναι κάτι το οποίο θέλω να βροντοφωνάξω- οι καιροί μας είναι τόσο πονηροί, όπου ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι που γράφουν κριτική, επενδύουν στην αρνητικότητα και στη μεγαλοστομία και στον χλευασμό ακριβώς και μόνον επειδή ένα οξύ κείμενο, με έναν οξύ τίτλο μπορεί να φέρει κλικαρίσματα. Δυστυχώς, σ’ αυτό το επίπεδο έχει πέσει πάρα πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων που διατείνονται ότι κάνουν κριτική στη χώρα μας.

Πληροφορίες

«Τρωάδες», του Ευριπίδη

Θέατρο Δάσους

Κυριακή, 3 Σεπτεμβρίου και ώρα 21: 00

Τιμές εισιτηρίων: Προπώληση μέσω ηλεκτρονικής αγοράς και ταμεία 15€, Κανονικό εισιτήριο 17€, Φοιτητικό/Άνω των 65 ετών 12€, Δάσκαλοι & Καθηγητές/Ομαδικό (10 άτομα) 10€, Άνεργοι δωρεάν (20 θέσεις ανά παράσταση για τις παραστάσεις στο Θέατρο Δάσους) κατόπιν τιμή εισιτηρίου 10€, ΑμεΑ & Συνοδοί ΑμεΑ 8€

Πληροφορίες – Κρατήσεις: 2315 200 200 και στα εκδοτήρια του ΚΘΒΕ | Για ομαδικές κρατήσεις: 2315 200 011 & 2315 200 012 | ntng.gr

Διάρκεια παράστασης: 105 λεπτά

* Με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους

Συντελεστές

Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος

Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης

Σκηνικά -Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Πρωτότυπη μουσική σύνθεση:  Στέφανος Κορκολής

Κίνηση: Ερμής Μαλκότσης

Φωτισμοί:  Αλέκος Αναστασίου

Σχεδιασμός μακιγιάζ: Μαντώ Καμάρα

Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστόφορος Μαριάδης

Βοηθός σκηνογράφου-  ενδυματολόγου: Δανάη Πανά

Οργάνωση παραγωγής: Marleen Verschuuren

Φωτογραφίες: Mike Rafail (That Long Black Cloud)

Διανομή (αλφαβητικά) 

Μελίνα Αποστολίδου (Αθηνά), Λουκία Βασιλείου (Αθηνά), Μομώ Βλάχου (Αθηνά), Χαρά Γιώτα (Αθηνά), Ηλέκτρα Γωνιάδου (Αθηνά), Μαρία Διακοπαναγιώτου (Κασσάνδρα), Αντώνης Καφετζόπουλος (Ποσειδώνας), Χριστίνα Μπακαστάθη (Αθηνά), Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μενέλαος), Μπέττυ Νικολέση (Αθηνά), Ρούλα Πατεράκη (Εκάβη), Κλειώ Δανάη Οθωναίου (Αθηνά, Ελένη), Δημήτρης Πιατάς (Ταλθύβιος), Πολυξένη Σπυροπούλου (Αθηνά), Βιργινία Ταμπαροπούλου (Αθηνά), Θεοφανώ Τζαλαβρά (Αθηνά), Μαρίζα Τσάρη (Ανδρομάχη), Μάρα Τσικάρα (Αθηνά)

Γυναίκες: Μαριάννα Αβραμάκη, Μελίνα Αποστολίδου, Λουκία Βασιλείου, Μομώ Βλάχου, Χαρά Γιώτα, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Ζωή Ευθυμίου, Ηλέκτρα Καρτάνου, Εύη Κουταλιανού, Λωξάνδρα Λούκας, Ελένη Μισχοπούλου, Χριστίνα Μπακαστάθη, Χρυσή Μπαχτσεβάνη, Μπέτυ Νικολέση, Κλειώ Δανάη Οθωναίου, Πολυξένη Σπυροπούλου, Βιργινία Ταμπαροπούλου, Θεοφανώ Τζαλαβρά,  Φωτεινή Τιμοθέου, Μάρα Τσικάρα

Άντρας: Χριστόφορος Μαριάδης