Ο Νέος Οικονομικός Προστατευτισμός: Η Αναδιάταξη της Παγκόσμιας Παραγωγής και οι Επιπτώσεις στην Ευρώπη
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Ασημιάδης, Οικονομολόγος - Σύμβουλος Επιχειρήσεων.
Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Διονύσης Ασημιάδης, Οικονομολόγος – Σύμβουλος Επιχειρήσεων.
Η παγκοσμιοποίηση, για δεκαετίες, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της διεθνούς οικονομίας, ευνοώντας την ελεύθερη ροή εμπορευμάτων, κεφαλαίων και τεχνολογίας. Στην πορεία του χρόνου, όμως, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα, καθώς ολοένα περισσότερες χώρες επανεξετάζουν τις στρατηγικές τους για την τοποθέτηση παραγωγικών μονάδων. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, η κλιματική κρίση και οι αδυναμίες που ανέδειξε η πανδημία έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο ζητήματα αυτάρκειας, ανθεκτικότητας και στρατηγικής αυτονομίας, αναδεικνύοντας μια τάση προς έναν πιο έντονο γεωοικονομικό προστατευτισμό.
Ο όρος «friendshoring» έχει έρθει στο προσκήνιο, περιγράφοντας την τάση οι χώρες να ανακατευθύνουν την παραγωγή τους σε πολιτικά και γεωστρατηγικά «φιλικές» περιοχές. Παράλληλα, το «reshoring» η επιστροφή δηλαδή παραγωγικών δραστηριοτήτων στις χώρες καταγωγής ,ενισχύεται ως απάντηση στους κινδύνους εξάρτησης από ασταθείς ή μακρινές αγορές. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Boston Consulting Group, το 80% των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων στην Ευρώπη εξετάζει τη μερική επαναφορά της παραγωγής τους εντός ΕΕ έως το 2030, ενώ οι επενδύσεις σε τοπικές εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν αυξηθεί κατά 25% από το 2020.
Η πράσινη μετάβαση αποτελεί καταλύτη αυτής της αναδιάρθρωσης. Η εξάρτηση της Ευρώπης από τρίτες χώρες για κρίσιμες πρώτες ύλες , κυρίως αυτών του λιθίου, του κοβάλτιου και άλλων σπάνιων γαιών δημιουργεί στρατηγικές πιέσεις, καθώς εκτιμάται πως η ζήτηση για τεχνολογίες καθαρής ενέργειας θα αυξηθεί κατά 400% έως το 2040. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσα από την Πράσινη Συμφωνία και την Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, επιδιώκει να μειώσει την εξάρτησή της από περιοχές υψηλού ρίσκου και να επενδύσει σε εγχώρια εξόρυξη, ανακύκλωση και νέες τεχνολογίες.
Η νέα αυτή στρατηγική δεν αφορά μόνο τις πρώτες ύλες, αλλά επηρεάζει ολόκληρες βιομηχανικές αλυσίδες. Η αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο βιομηχανικό εργοδότη στην Ευρώπη, αναδιαμορφώνει τις γραμμές παραγωγής της για να ελέγχει καλύτερα την προέλευση των κρίσιμων εξαρτημάτων, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον κλάδο των ηλεκτρονικών και της φαρμακευτικής βιομηχανίας.
Η Ελλάδα, παρά το μικρότερο μέγεθός της σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, αναδεικνύεται σε βασικό παίκτη στο νέο γεωοικονομικό περιβάλλον. Η γεωγραφική της θέση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη τη μετατρέπει σε κομβικό σημείο για τις μεταφορές και τα logistics, ενισχύοντας την εικόνα της ως βασική πύλη προς την ευρωπαϊκή αγορά. Η εγχώρια βιομηχανία, με αυξανόμενη δυναμική, διεκδικεί ενεργό ρόλο σε κρίσιμες αλυσίδες αξίας, αξιοποιώντας τις νέες τάσεις επαναπατρισμού παραγωγικών δραστηριοτήτων. Επενδύσεις σε logistics, τεχνολογία και φαρμακευτική καταγράφουν αξιοσημείωτη πρόοδο, καθώς διεθνείς όμιλοι επιλέγουν την Ελλάδα για την ασφάλεια και τη στρατηγική σημασία που προσφέρει στον έλεγχο της παραγωγής. Σύμφωνα με στοιχεία της Enterprise Greece, οι άμεσες ξένες επενδύσεις στον τομέα των logistics και της μεταποίησης αυξήθηκαν κατά 25% την τελευταία τριετία, ενώ η ζήτηση για βιομηχανικά ακίνητα υψηλών προδιαγραφών έχει οδηγήσει σε άνοδο των τιμών κατά περίπου 15% ετησίως. Η φαρμακευτική βιομηχανία, ειδικότερα, καταγράφει εντυπωσιακή εξαγωγική δραστηριότητα, με τις εξαγωγές φαρμάκων να ξεπερνούν τα 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023, τοποθετώντας την Ελλάδα στην πρώτη δεκάδα εξαγωγικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον κλάδο.
Επιπλέον, μεγάλα έργα υποδομών, μεταξύ των οποίων η ανάπτυξη του Λιμένα Πειραιά και η δημιουργία νέων διαμετακομιστικών κέντρων στη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη, ενισχύουν σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της χώρας στον τομέα των μεταφορών. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα TEN-T (Διευρωπαϊκό Δίκτυο Μεταφορών) έχει εντάξει την Ελλάδα σε βασικές διευρωπαϊκές οδούς, αναβαθμίζοντας τη συνδεσιμότητα με τις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η είσοδος διεθνών επενδυτών σε στρατηγικής σημασίας υποδομές, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τη Cosco στον Πειραιά και την Pfizer στη Θεσσαλονίκη, επιβεβαιώνει τη σταθερή εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. . Η Cosco, με την απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς, έχει προχωρήσει σε επενδύσεις που υπερβαίνουν τα 600 εκατομμύρια ευρώ, εκσυγχρονίζοντας κρίσιμες υποδομές και ενισχύοντας τη δυναμικότητα του λιμένα. Το λιμάνι του Πειραιά έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πέντε κορυφαίους ευρωπαϊκούς εμπορευματικούς κόμβους, με την ετήσια διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων να ξεπερνά τα 5,5 εκατομμύρια TEUs, στοιχείο που υπογραμμίζει τη στρατηγική του σημασία για το διεθνές εμπόριο. Αντίστοιχα, η παρουσία της Pfizer στη Θεσσαλονίκη, με την εγκαθίδρυση του Κέντρου Ψηφιακής Καινοτομίας και Υπηρεσιών, έχει προσφέρει ισχυρή ώθηση στον τομέα της φαρμακευτικής και της βιοτεχνολογίας, δημιουργώντας πάνω από 700 θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και αναβαθμίζοντας το προφίλ της πόλης ως κέντρο καινοτομίας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Η ανάπτυξη των μεταφορικών υποδομών συνεχίζεται με στοχευμένες παρεμβάσεις στον σιδηροδρομικό και οδικό τομέα. Ο εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού διαδρόμου ΠΑΘΕΠ (Πάτρα–Αθήνα–Θεσσαλονίκη–Προμαχώνας), έργο στρατηγικής σημασίας, αναμένεται να μειώσει κατά 30% τον χρόνο μεταφοράς εμπορευμάτων από το λιμάνι του Πειραιά προς τις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.
Η χώρα επιδιώκει επίσης να ενισχύσει την τεχνολογική της υποδομή, με επενδύσεις σε data centers και έργα ψηφιακής αναβάθμισης, στοχεύοντας να αποτελέσει περιφερειακό κόμβο τεχνολογίας και καινοτομίας. Η πρόσφατη συμφωνία για τη δημιουργία του πρώτου μεγάλου data center της Microsoft στην Ελλάδα, επένδυσης άνω των 400 εκατομμυρίων ευρώ, αναδεικνύει το νέο προφίλ της χώρας ως ελκυστικού προορισμού για επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Ο νέος οικονομικός προστατευτισμός συνοδεύεται από σημαντικές προκλήσεις που απαιτούν προσεκτική διαχείριση. Η άνοδος του κόστους παραγωγής, η ανάγκη για επενδύσεις σε καινοτόμες τεχνολογίες και η ενίσχυση της εγχώριας τεχνογνωσίας αποτελούν κρίσιμους παράγοντες που πρέπει να αντιμετωπιστούν με μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό. Το ρυθμιστικό πλαίσιο στην Ευρώπη βρίσκεται επίσης μπροστά σε μια απαιτητική εξίσωση: οφείλει να προστατεύσει την εσωτερική αγορά διασφαλίζοντας παράλληλα τη συνέχεια των εμπορικών σχέσεων με τον διεθνή ανταγωνισμό.
Η επιστροφή σε πιο κλειστά παραγωγικά οικοσυστήματα δεν σημαίνει το τέλος της παγκοσμιοποίησης, αλλά την είσοδο σε μια νέα φάση, όπου η ασφάλεια, η ανθεκτικότητα και η στρατηγική αυτονομία τίθενται στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής. Η Ευρώπη και η Ελλάδα καλούνται να προσαρμοστούν γρήγορα, επενδύοντας σε καινοτομία, εκπαίδευση και τεχνολογική κυριαρχία, για να μετατρέψουν τις προκλήσεις της νέας εποχής σε ευκαιρίες μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.