Με αφορμή την ομιλία του Ευάγγελου Βαρβαρέσου

Άρθρο στο TheOpinion.gr της Μελίνας Τσομπανοπούλου, εκλεγμένης με την Λαϊκή Συσπείρωση στον Δήμο Αμπελοκήπων-Μενεμένης, στέλεχος του ΚΚΕ. 

Με αφορμή την ομιλία του Ευάγγελου Βαρβαρέσου

Άρθρο στο TheOpinion.gr της Μελίνας Τσομπανοπούλου, εκλεγμένης με την Λαϊκή Συσπείρωση στον Δήμο Αμπελοκήπων-Μενεμένης, στέλεχος του ΚΚΕ. 

Με αφορμή την ομιλία του Ευάγγελου Βαρβαρέσου στην παρέλαση των μαθητών στο Δήμο μας την 28η Οκτώβρη (που αναρτήθηκε στις 28/10/2022, στην κατηγορία Δελτία Τύπου στην ιστοσελίδα του Δήμου Αμπελοκήπων-  Μενεμένης) θα ήθελα να σημειώσω τα παρακάτω.

 Πιστός στους ομοϊδεάτες του, απανταχού γης ο εκλεκτός του Δημάρχου Ε. Βαρβαρέσος * αναπαράγει την πολυκαιρισμένη προβοκάτσια που σχετίζεται με το Σύμφωνο «Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ», που τάχα η Σοβιετική Ένωση ήταν «διπλωματικός φίλος» της Γερμανίας και όλα τα υπόλοιπα που επιστρατεύουν οι ιμπεριαλιστές, για να κρύψουν τις κολιγιές τους με τους ναζιστές, όπως π.χ. τη Συμφωνία του Μονάχου που είχε προηγηθεί, όσο και τους ευσεβείς πόθους τους να στρέψουν μια ώρα αρχύτερα τη ναζιστική Γερμανία απέναντι στη Σοβιετική Ένωση.

Η παγκόσμια ιστοριογραφία – την οποία φυσικά δεν έγραψαν Σοβιετικοί ή κομμουνιστές – έχει αποφανθεί: Το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης (και όχι «φιλίας»), το σύμφωνο Μολότοφ – Ρίμπεντροπ της 23 Αυγούστου 1939 αποτέλεσε κίνηση της ΕΣΣΔ, που έσωσε την Ευρώπη από τη χιτλερική μπότα και προέκυψε μόνο μετά την άρνηση Αγγλίας – Γαλλίας για την από κοινού με την ΕΣΣΔ αντιμετώπιση της Γερμανίας. Ήταν μια κίνηση που επέτρεψε στη Σοβιετική Ένωση (σε μια στιγμή που ήδη είχε δεχτεί στο Ανατολικό της μέτωπο την επίθεση των Ιαπώνων) να αναδιοργανώσει τον Κόκκινο Στρατό και την οικονομία της, ώστε να καταφέρει – όπως και έγινε – να συντρίψει την επερχόμενη χιτλερική επίθεση.

 Η συμφωνία του Μονάχου, έγινε ένα χρόνο πριν (30 Σεπτέμβρη 1938) μεταξύ των Χίτλερ, Μουσολίνι, Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ, με την οποία Αγγλία και Γαλλία άνοιξαν το δρόμο για τη ναζιστική επιδρομή στην Ευρώπη. Εκεί ήταν, που οι πρόγονοι των αντικομμουνιστών του «δημοκρατικού τόξου» προσέφεραν στρατηγικό πλεονέκτημα στον Χίτλερ, που,μέσω της κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας δεν συνάντησε καμία άμυνα και κυρίως του προσέφεραν μια απομονωμένη ΕΣΣΔ έρμαιο – όπως ήλπιζαν – στις πολεμικές διαθέσεις του Γ’ Ράιχ.

 Είναι ενδεικτικό πως όταν η ΕΣΣΔ τάχθηκε κατά της Συμφωνίας του Μονάχου και προσέφερε στρατιωτική βοήθεια στη Γαλλία και στην Αγγλία έναντι της Γερμανίας, Λονδίνο και Παρίσι απέρριψαν τη σοβιετική βοήθεια. Έτσι, το Σύμφωνο «Μολότοφ – Ρίμπεντροπ» (που υπεγράφη έναν ολόκληρο χρόνο μετά τη συμφωνία του Μονάχου) ήταν το μοναδικό μέσο άμυνας που είχε απομείνει στη Σοβιετική Ένωση δεδομένων των συνθηκών. Εξασφάλισε στη χώρα 21 πολύτιμους μήνες προετοιμασίας, που κατόπιν αποδείχτηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προεργασία ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης.

 Οι «ιστορικοί» και οι πολιτικοί του αντικομμουνισμού πολύ θα ήθελαν οι Σοβιετικοί να έμεναν άπραγοι. Να άφηναν ανοιχτά τα περάσματα στις χιτλερικές ορδές τόσο από την Πολωνία και Λευκορωσία όσο και από την Φινλανδία.

Συνεχίζοντας ο αυτόκλητος «ιστορικός» στην ομιλία του αναφέρθηκε στο ερώτημα «Γιατί ελέχθη το «όχι»»

Να του θυμίσουμε ότι στην πραγματικότητα το ΟΧΙ δεν ειπώθηκε ποτέ. Η φράση με την οποία ο αγουροξυπνημένος Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο δόθηκε στη γλώσσα της διπλωματίας, τα γαλλικά: «Alors c’ est laguerre!» (Τότε βρισκόμαστε σε πόλεμο –η καλύτερη απόδοση). Έκτοτε έχουν γίνει πολλές συζητήσεις για ετούτο το μη ειπωθέν ΟΧΙ, το οποίο μπήκε στην εθνική παράδοση των Ελλήνων και ρίζωσε εκεί.

Το ζήτημα είναι ότι ο Μεταξάς και ήταν φασίστας και απέρριψε το τελεσίγραφο των Ιταλών φασιστών. Για να καταλάβουμε πως ακριβώς έγινε αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή ποιοι ήταν οι εμφανείς και αφανείς πόλοι εξουσίας στην Ελλάδα του 1940.

Γιατί, δηλαδή, η ταυτόσημων ιδεολογικών απόψεων ελληνική κυβέρνηση με τις τότε γερμανική και ιταλική κυβερνήσεις δε συμμάχησε με το συνασπισμό του φασιστικού – ναζιστικού άξονα;

Το «ΟΧΙ» του Μεταξά αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, ότι σε τέτοιες ιστορικές στιγμές, τις αποφάσεις δεν τις επιβάλλουν οι ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις των ηγετών, αλλά τα γενικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου. Που ήταν συνυφασμένα μ’ αυτά του αγγλικού ιμπεριαλισμού, ενάντια στο γερμανο-ιταλικό ιμπεριαλιστικό συνασπισμό, στο μεταξύ τους οξύτατο ανταγωνισμό, που οδήγησε στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό, λοιπόν, καθορίστηκε από την επιλογή ιμπεριαλιστή συμμάχου, σ’ έναν πόλεμο που ξεπήδησε μέσα από τους οξύτατους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για το ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής, με πρωταρχικό στόχο την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.

Το ελληνικό κεφάλαιο που στήριξε τη μεταξική δικτατορία – και κυρίως το ναυτιλιακό – είχε ιστορικά αναπτύξει, αμέσως μετά τη συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους (μετά την Επανάσταση του 1821), άρρηκτες σχέσεις με το αγγλικό κεφάλαιο. Τα συμφέροντά του συνδέονταν κυρίως με το αγγλικό κεφάλαιο και λιγότερο τότε με το γαλλικό και το αμερικανικό. Βεβαίως, στη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας, βελτιώθηκαν οι σχέσεις με το γερμανικό κεφάλαιο, αλλά αυτό σε τίποτα δεν άλλαζε τις παραδοσιακές σχέσεις ελληνικού και αγγλικού κεφαλαίου. Η δικτατορία του Μεταξά, που βεβαίως επομένως υπηρετούσε πιστότατα τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου, έκανε επιλογές συμμάχων με βάση τα συμφέροντά του, επομένως όχι μόνο δεν αμφισβητούσε τις σχέσεις με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, αλλά τις στήριζε κιόλας. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Μεταξάς, στο «Τετράδιο των σκέψεων» που κρατούσε παράλληλα με το ημερολόγιό του, στις 6/5/1940 έγραφε:«Είναι φυσικό, κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Αγγλους και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία, με τους Γερμανούς. Η διαφορά των πολιτευμάτων δεν παίζει ρόλο, γιατί και το Αγγλικό το δρόμο μας θα ακολουθήση. Γι’ αυτό είναι τραγική η θέσις της Ιταλίας… Και η Ιταλία στο βάθος, τη φιλία προς την Αγγλία ζητά. Μόνο που αυτή ακολουθεί το δρόμο του μεγάλου, ενώ εμείς είμαστε μικροί».Ακόμη πιο σαφής ήταν ο Μεταξάς, όταν εξηγούσε τη θέση της Ελλάδας απέναντι στην Αγγλία – και σε ό,τι αφορούσε την περιβόητη ουδετερότητα – μιλώντας στις αρχές Μάη του ’40 με το Βρετανό δημοσιογράφο ΑρθουρΜάρτον και ενώ ήδη η Γερμανία είχε εξαπολύσει τον πόλεμο: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».

Υπήρχε ο Μεταξάς και το καθεστώς της Τετάρτης Αυγούστου, υπήρχε ο βασιλιάς και τα ανάκτορα, υπήρχε και η βρετανική πρεσβεία. Η τελευταία ήταν έντονα παρούσα στα ακόμη ουδέτερα Βαλκάνια και υπέρμετρα παρούσα στην «παραδοσιακή» της «σύμμαχο», την Ελλάδα. Στην ουσία, ειδικά σε καιρό πολέμου ασκούσε ένα είδος «συγκυβέρνησης» έχοντας κάτω από την άμεση επιρροή της τον βασιλιά Γεώργιο Β’ και τον μηχανισμό του παλατιού. Στην ελληνική πολιτική σκηνή η Αγγλία ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το στρατό και για την εξωτερική πολιτική. Στα υπόλοιπα πεδία, στο διωγμό των κομμουνιστών λόγου χάρη, ο Μεταξάς μπορούσε να δρα ανενόχλητος χρησιμοποιώντας, κατά βούληση, και όσα στοιχεία από το ναζιστικό παράδειγμα έκρινε χρήσιμα. Οι κομμουνιστές ήταν εξάλλου οι βασικοί εχθροί όλων –και στις δύο πλευρές των μετώπων του 1940.

Θα ήταν επίσης χρήσιμο να θυμίσουμε ότι η εξουσία του Μεταξά ήταν «δοτή». Τον έχρισε πρωθυπουργό ο βασιλιάς και τον αναβάθμισε σε δικτάτορα όταν αυτό κρίθηκε απαραίτητο. Ο Μεταξάς χρωστούσε την εξουσία του στα ανάκτορα και διαμέσου αυτών στην Αγγλία. Και να ήθελε να το ξεχάσει αυτό, απλά δεν θα μπορούσε.

Ο  ελληνικός λαός, παρά τις «εκτιμήσεις» του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος του Ι. Μεταξά για τον πόλεμο, ήταν ήδη έτοιμος. Ο αρχιστράτηγος Αλ. Παπάγος, λίγες μέρες πριν την ιταλική εισβολή, έλεγε πως αν μας επιτεθούν «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων» και ο δικτάτορας Μεταξάς σε συζήτηση με δημοσιογράφους, μόλις άρχισε η ιταλική επίθεση, δήλωνε πως η Ελλάδα δεν πολεμά για τη νίκη και, όπως σημειώνει στο ημερολόγιό του, τον ανησυχούσε «η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη».

Αμέσως μόλις εκδηλώθηκε η στρατιωτική επιδρομή της Ιταλίας, η ηγεσία του ΚΚΕ, τα μέλη και τα στελέχη του από τις φυλακές και τις εξορίες παρέμβηκαν και η παρέμβασή τους αυτή ήταν ουσιαστική, ενεργή και αποφασιστική δίπλα στο δοκιμαζόμενο λαό.

Θυμίζουμε ότι την 28η Οκτώβρη 1940, περίπου 2.000 κομμουνιστές, πρωτοπόρα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, βρίσκονταν κρατούμενοι σε 22 φυλακές, στρατόπεδα και τόπους εξορίας. Για παράδειγμα, στην Ακροναυπλία (μαζί με την Πύλο) ήταν 625, στον Αϊ-Στράτη 230, στην Ανάφη 220, στην Αίγινα 170, στην Τρίπολη και άλλες φυλακές 500, στη Φολέγανδρο 140, στην Κίμωλο 36, στην Κέρκυρα και στα νησιά Ιο, Σίφνο, Αμοργό κλπ. περίπου 50, στα σανατόρια (φυματικοί) γύρω στους 40 κ.ο.κ.

Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα με καθοδηγητή το ΚΚΕ, οργάνωσαν το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, την ΕΠΟΝ, την ΟΠΛΑ, την Εθνική Αλληλεγγύη και απελευθέρωσαν την Ελλάδα. Χωρίς ΚΚΕ δε θα υπήρχε ΕΑΜ και χωρίς ΕΑΜ δε θα υπήρχε το έπος της Αντίστασης και της Απελευθέρωσης.

Βέβαια στην ιστορία του κ. Βαρβαρέσου απουσιάζει ολοκληρωτικά η ΕΑΜική Αντίσταση και όχι μόνο.

Τέλος να εξηγήσουμε τα εξής ως προς τη στάση του κ. Κυρίζογλου σε σχέση με την ιστορία:

Ο φασισμός γεννιέται μέσα στη βρωμιά του συστήματος της καπιταλιστικής αγριότητας, της εκμετάλλευσης, της σήψης, της διαφθοράς. Ειδικά, δε, σε συνθήκες κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, ο φασισμός γιγαντώνεται και αξιοποιείται από τις κυρίαρχες οικονομικές ελίτ ώστε να διατηρήσουν την κυριαρχία τους με μοχλό τον αυταρχισμό και την τρομοκρατία.

Ο φασισμός είναι – μεταξύ άλλων – η μορφή πολιτικής διαχείρισης των υποθέσεων της ολιγαρχίας που, πίσω από το «φιλολαϊκό» προσωπείο που χρησιμοποιεί για να αποκτήσει κοινωνική βάση, εκείνο που πραγματικά εγγυάται μέσα από την θηριωδία και την κτηνωδία των μεθόδων της είναι ότι τίθεται «το  κράτος στην υπηρεσία του ιδιωτικού κεφαλαίου», όπως ακριβώς το υποσχέθηκε ο Χίτλερ στη Λέσχη των Γερμανών Βιομηχάνων του Ντίσελντορφ το 1933.

 Φυσικά όταν απειλείται η εξουσία της άρχουσας τάξης ή σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας αυτής της εξουσίας, οι ελίτ δεν αναμένουν πότε ο φασισμός θα αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα για να τον αξιοποιήσουν. Τον επιβάλλουν «από τα πάνω» με φωτιά και σίδερο: Αυτό συνέβη το 1973 στη Χιλή, το 1936 στην Ισπανία, το 1936 και το 1967 στην Ελλάδα.

Αφού, όμως, η πάλη των τάξεων δε γίνεται να «καταργηθεί» μέσω διαταγμάτων και δικτατοριών, θα πρέπει να συκοφαντηθεί, να ελεεινολογηθεί, να προβοκαριστεί, να στιγματιστεί και όπου είναι δυνατόν να ποινικοποιηθεί η δράση των κομμουνιστών. Εκείνων, δηλαδή,  που δεν υποκλίνονται στο αμετάκλητο της αστικής κοινωνίας, καθώς «η ιστορία όλων των κοινωνιών που υπήρξαν μέχρι σήμερα είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων», που πρωτοστατούν στην «οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και συνακόλουθα σε πολιτικό κόμμα»,

Είναι προφανές ότι η προοπτική, της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά της εκμετάλλευσης, δεν συμφέρει όσους κατέχουν τις αλυσίδες της εκμετάλλευσης. Κι αφού δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν σε επίπεδο ιδεών με τους κομμουνιστές, κατασκευάζουν την «ιστορία» στα μέτρα τους…

*αλήθεια με ποια ιδιότητα επιλέχτηκε από τον κ. Κυρίζογλου, για να απευθυνθεί στα παιδιά μας και στους συμπολίτες μας;