Στα σταυροδρόμια των αγορών: Ο αγώνας επιβίωσης των ελληνικών τροφίμων σε έναν αβέβαιο κόσμο

Η ελληνική τροφή πρέπει να γίνει κάτι περισσότερο από ποιοτικό προϊόν, πρέπει να γίνει στρατηγικό αφήγημα.

Στα σταυροδρόμια των αγορών: Ο αγώνας επιβίωσης των ελληνικών τροφίμων σε έναν αβέβαιο κόσμο

Οι ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων δεν μπορούν πλέον να επαναπαύονται στις παραδοσιακές αγορές, πρέπει να επενδύσουν σε τεχνολογία, πιστοποίηση, διαφοροποίηση προϊόντων και γεωγραφική διασπορά

Ο τομέας των ελληνικών τροφίμων βρίσκεται αντιμέτωπος με μία από τις πιο απαιτητικές καμπές της σύγχρονης ιστορίας του. Οι διεθνείς προκλήσεις δεν είναι πια μελλοντικά ενδεχόμενα είναι εδώ, παρούσες και πολυδιάστατες. Η απειλή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πληθωριστικές πιέσεις, οι αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά και η εύθραυστη γεωπολιτική σταθερότητα συνθέτουν ένα τοπίο που απαιτεί ριζικές αποφάσεις και νέα στρατηγική κατεύθυνση.

Τα ελληνικά ροδάκινα βρίσκονται ξανά στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας εμπορικής τριβής. Με πάνω από 600 εκατομμύρια ευρώ εξαγωγές ετησίως και περισσότερα από 120 εκατομμύρια να καταλήγουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας ενδεχόμενος δασμός 30% θα μπορούσε να φέρει συνδυασμένο τελωνειακό κόστος που θα αγγίζει το 47% επί της αξίας. Το πλήγμα δεν θα είναι απλώς αριθμητικό — αφορά χιλιάδες οικογένειες στη Βόρεια Ελλάδα, που βασίζονται στην καλλιέργεια και μεταποίηση ροδάκινου ως κύρια πηγή εισοδήματος.

Παρόμοια είναι η εικόνα και για το ελαιόλαδο, όπου η Ελλάδα εξάγει περίπου 10.000 τόνους ετησίως στις ΗΠΑ. Μια αύξηση δασμών δεν σημαίνει μόνο απώλεια μεριδίου αγοράς, αλλά και επείγουσα ανάγκη επανατοποθέτησης των προϊόντων σε νέες, λιγότερο παραδοσιακές αγορές όπως η Νότια Αμερική και η Νοτιοανατολική Ασία. Το ίδιο σενάριο επαναλαμβάνεται και για τη φέτα και τις ελιές, δημιουργώντας ένα τριπλό μέτωπο απειλής στην εξαγωγική ταυτότητα της χώρας.

Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για εξωτερική πίεση. Οι προκλήσεις ενισχύονται και από την εσωτερική δυναμική. Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα συνέχισε την ανοδική του πορεία, φτάνοντας το 2,3% ετησίως μέχρι τον Ιούνιο του 2025, ενώ οι καταναλωτικές αντιδράσεις πολλαπλασιάστηκαν — χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκστρατεία μποϊκοτάζ του INKA, που πυροδότησε συζητήσεις για τις πραγματικές αντοχές του νοικοκυριού. Οι εταιρείες λιανεμπορίου και οι παραγωγοί βρίσκονται πλέον ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες: το κόστος παραγωγής που ανεβαίνει και τη διάθεση πληρωμής που μειώνεται.

Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη εικόνα παραμένει ενθαρρυντική: οι εξαγωγές τροφίμων από την Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 171% από το 2008, αγγίζοντας τα 10,85 δισ. ευρώ το 2023. Το πρώτο δίμηνο του 2025 έδειξε επίσης θετικά σημάδια, με αύξηση 1,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, φτάνοντας τα 8,2 δισ. ευρώ συνολικά. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη παραμένουν σταθερές στο 2,3% για το 2025, με τάση σταθεροποίησης του πληθωρισμού στο 2,8% και αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους στο 140,6% του ΑΕΠ μέχρι το 2026.

Η ανάγκη τώρα είναι μία, στρατηγική ευελιξία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις τροφίμων δεν μπορούν πλέον να επαναπαύονται στις παραδοσιακές αγορές. Πρέπει να επενδύσουν σε τεχνολογία, πιστοποίηση, διαφοροποίηση προϊόντων και γεωγραφική διασπορά. Με διεθνείς δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ να επανεξετάζουν μονομερώς τα εμπορικά τους εργαλεία και με την παγκόσμια κατανάλωση να καθορίζεται όλο και περισσότερο από κόστος, περιβαλλοντικά πρότυπα και πολιτισμική συνείδηση, η ελληνική τροφή πρέπει να γίνει κάτι περισσότερο από ποιοτικό προϊόν: πρέπει να γίνει στρατηγικό αφήγημα.