Οι ανατιμήσεις «ροκανίζουν» το 10,4% του βασικού μισθού
Το Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ αναλύει τα δεδομένα της ακρίβειας στην αγορά και την επίδρασή της στο πραγματικό εισόδημα των καταναλωτών.
Τα ευρήματα είναι τρομακτικά και υπαγορεύουν την ανάγκη παρέμβασης στους μισθούς, ώστε να ενισχυθεί το εισόδημα και να διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη των πολιτών σε επίπεδο που θα μπορούν να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους ώστε να μη σημειωθεί πλήγμα στην κατανάλωση, κάτι που θα δημιουργήσει υφεσιακή δυναμική.
Η μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, σημειώνει πως η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων λόγω των ανατιμήσεων συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021, με το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα να χάνει περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού άγγιξε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης ανήλθε στο 13,7%.
Σύμφωνα με το νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, το 2020 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
«Αν και ο χρονικός ορίζοντας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομία και στην αγορά εργασίας παραμένει ακόμη αβέβαιος, το σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις αυτές συνδυαστικά με το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά λειτουργούν σωρευτικά και σε συνέχεια εκείνων της κρίσης χρέους και της «μεγάλης ύφεσης» δημιουργώντας ένα «τοξικό κοκτέιλ», του οποίου το κύριο συστατικό είναι η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή της ευημερίας», τονίζει το Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Όπως αναφέρει, «η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού και οριζόντιας διάχυσης αυτής της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης».