Θανάσης Σαράντος στο TheOpinion: «Την τύχη τη φτιάχνουμε μόνοι μας – Πιστεύω στη δουλειά, στην προσήλωση στον στόχο»
Ο Θανάσης Σαράντος σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Οιδίπους Τύραννος», και μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη
Η παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία Θανάση Σαράντου, θα φιλοξενηθεί στη Θεσσαλονίκη στο Θέατρο Κήπου, 4 & 5 Ιουλίου.
Ο Θανάσης Σαράντος, με μία ομάδα εκλεκτών ηθοποιών, αναμετρώνται με τον «Οιδίποδα Τύραννο», το συγκλονιστικό έργο του αρχαίου ελληνικού δράματος, επιχειρώντας να φωτίσουν τις αναλογίες του με το σήμερα.
Ο «Οιδίπους Τύραννος» ξεκινάει το προγραμματισμένο καλοκαιρινό του ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη, στις 4 και 5 Ιουλίου, στο Θέατρο Κήπου, για να επιστρέψει και πάλι πίσω στην Αθήνα, για δύο παραστάσεις. «Νιώθω ότι με την επαφή μας με το κοινό σε ανοιχτούς χώρους, ενδεχομένως έχει κλείσει ο κύκλος του “Οιδίποδα”. Δεν σας κρύβω ότι είναι ένα έργο με το οποίο θα ήθελα να ξανασχοληθώ. Είναι ένα τόσο πλούσιο κείμενο που, κάθε φορά που το πλησιάζω, βλέπω διαφορετικά πράγματα», σημειώνει ο Θανάσης Σαράντος στο TheOpinion.
«Από ‘κει και πέρα σχεδιάζουμε μια νέα δουλειά, το “Κουαρτέτο” του Heiner Muller. Ένα εξαιρετικό κείμενο, το οποίο μιλάει πλαγίως για τον έρωτα και για το τι μπορεί να είναι ο έρωτας σε έναν κόσμο διεστραμμένο, αν θέλετε; Σε έναν κόσμο παρακμής; Έχει να κάνει με το τι έχει μείνει απ’ τον έρωτα μετά από την καταστροφή».
Κύριε Σαράντο, ξεκινάτε την καλοκαιρινή περιοδεία του «Οιδίποδα Τυράννου» από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι δεν είναι;
Η πρώτη παράσταση της μικρής μας περιοδείας θα είναι στη Θεσσαλονίκη, την αγαπημένη μου. Ανέκαθεν όσοι ξεκινούσαν για περιοδεία, ξεκινούσαν από τη Θεσσαλονίκη. Γιατί είναι ένα αρκετά δύσκολο κοινό κι απαιτητικό. Οπότε, αν κερδίσουμε τους Θεσσαλονικείς, έχουμε κερδίσει και τους υπόλοιπους Ελλαδίτες.
Εγώ, βέβαια, έχω και μια ιδιαίτερη σχέση με τη Θεσσαλονίκη, με την έννοια ότι έχω συνεργαστεί και με το Κρατικό Θέατρο. Αλλά όλες μου οι δουλειές θέλω να «ακουμπούν» στους Θεσσαλονικείς, με ενδιαφέρει αυτός ο κόσμος.
Απ’ τη στιγμή που νιώθω ότι είναι μια καλή δουλειά -ειδικά αυτή του «Οιδίποδα» είναι μια δουλειά που την πάλεψα εδώ και έξι μήνες και την αγαπώ πάρα πολύ- θέλω να τη δουν οι Θεσσαλονικείς. Είναι πολύ φυσικό, για ‘μένα, να ξεκινάω αυτήν την περιοδεία από την Νύμφη του Θερμαϊκού.
Είναι λίγο δύσκολες οι εποχές, γιατί είμαστε σε έναν μετεκλογικό χρόνο, που, όμως, πιστεύω θα λειτουργήσει υπέρ μας· ίσως ο κόσμος να έχει βαρεθεί να ακούει για τα πολιτικά και να ενδιαφερθεί για την πολιτική που μπορεί να βρει σε αυτό το σπουδαίο κείμενο. Που, ενώ έχει γραφτεί εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, ισχύει απόλυτα. Και με την έννοια της πολιτικής και με τον ρόλο του ηγέτη μέσα σε μια κοινωνία και του ότι θίγει ιδιαίτερα τη θεματική πολίτης – πολιτεία σε κρίση.
Νομίζω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον να δοκιμαστεί η παράσταση σε ανοιχτό χώρο, γιατί φτιάχτηκε για κλειστό. Που δεν το φοβάμαι πολύ, γιατί από μόνη της η τραγωδία έχει αυτήν τη φόρμα· να απευθύνεται «ανοιχτά» στο κοινό. Ο λαός είναι ο υπέρτατος κριτής. «Δονείται» το κείμενο για να «ακουμπήσει» σε ανοιχτό χώρο, που είναι ανάμεσα σε Θεό και άνθρωπο. Υπάρχει αυτός ο αέρας που κυκλοφορεί, που το χρειάζεται για να αναπνεύσει αυτού του είδους η τραγωδία.
Το ‘χουν πει κι άλλοι καλλιτέχνες, αλλά νιώθω ότι πρέπει να το επαναλάβω κι εγώ. Όταν προσπαθείς να μπεις σε ένα κείμενο, πρέπει να νιώθεις ότι υπάρχουν και θεϊκές δυνάμεις που αφουγκράζονται και ακούνε. Κι αν δεν τους αρέσει κάτι, αποχωρούν. Έχουμε, δηλαδή, αυτήν την ευθύνη· να μιλάμε με ένα κείμενο για τον άνθρωπο και για τον Θεό που έχει κάθε άνθρωπος μέσα του. Για ‘μένα, αυτό είναι ένας στόχος. Υπάρχουν αυτά τα ζητήματα που θίγει το έργο, που είναι υπερβατικά. Νιώθω ότι πρέπει να έχουμε αυτήν την ευθύνη ως καλλιτέχνες· να εκφέρουμε και κάτι, ενδεχομένως, το οποίο μπορεί να ακουστεί σε αυτήν την πολύ πεζή εποχή που είναι γεμάτη οικονομικές συναλλαγές, με πολύ θνητά πράγματα, ότι υπάρχει κι αυτός ο ρόλος του καλλιτέχνη: ν’ ανυψώσει, με έναν τρόπο, τον άνθρωπο στον καλύτερό του εαυτό. Έχω την αίσθηση ότι, το κείμενο αυτό του Σοφοκλή, το κάνει από το πρώτο λεπτό μέχρι και το τελευταίο.

Τι σας παρακίνησε να καταπιαστείτε τη δεδομένη χρονική περίοδο, σκηνοθετικά και υποκριτικά, με τον εν λόγω ποιητή και το συγκεκριμένο έργο;
Η πρότασή μας προς το Υπουργείο Πολιτισμού που, με έναν τρόπο, τη στηρίζει έστω και μερικώς, έγινε εν μέσω πανδημίας. Και στο κείμενο του Σοφοκλή υπάρχει ένας λοιμός. Κι υπάρχει αυτός ο συνδετικός κρίκος την εποχή που εγώ άρχισα να ασχολούμαι με το κείμενο. Ήμασταν μέσα σε αυτό το κύμα της πανδημίας, του κορωνοϊού, και θεώρησα ότι υπάρχει μια άμεση σχέση με το πώς ο άνθρωπος εκείνης της εποχής προσπαθούσε να λύσει το πρόβλημα.
Ο λοιμός ξεκινάει, επειδή υπάρχει ένα μίασμα. Υπάρχει μια αμαρτία, μια αρρώστια η οποία δεν είναι μόνον σωματική, αλλά είναι ηθική. Κι αυτήν η αναζήτηση και η απορία η δική μου και τα ερωτηματικά μου, ήρθαν να απαντηθούν μέσα από το κείμενο του Σοφοκλή. Γιατί αποκαλύπτεται ότι τελικά ο ηγέτης, ο κυβερνήτης, η εξουσία είναι το μίασμα εξαιτίας του οποίου υποφέρει ο κόσμος. Και διακαώς αυτή η ανθρωπότητα αναζητά λύσεις. «Καίγεται» να βρει λύσεις, γιατί κινδυνεύει ακριβώς η ζωή της. Αυτά τα διαχρονικά ερωτήματα που με απασχολούσαν τότε που ξεκίνησε το σχέδιο της παράστασης, εξακολουθούν, ακόμα περισσότερο, να ισχύουν και σήμερα. Ναι μεν έχουμε απαλλαχθεί, έστω προσωρινά, όπως λένε, από μία πανδημία, αλλά μας περιτριγυρίζουν άλλα τόσα προβλήματα. Όπως ο πόλεμος, ο οποίος δεν ξέρουμε πώς μπορεί να μην οδηγήσει σε κάτι χειρότερο, σε έναν καταστροφικό όλεθρο. Σε έναν όλεθρο πυρηνικό, ενδεχομένως. Οπότε, εξακολουθεί και ισχύει αυτό το κείμενο.
Ποιος φταίει για όλα αυτά; Ποιοι ήταν αυτοί οι οποίοι επέλεξαν αυτόν τον ηγέτη; Πόσο ο ηγέτης αυτός, με την αλαζονεία του και με το να μην υπολογίζει καθόλου τους πολίτες, έχει φτάσει να έχει αυτήν την πολιτική ευθύνη, η οποία έχει άμεση σχέση με τις ζωές των ανθρώπων; Αυτά τα ερωτήματα εξακολουθούν και υπάρχουν για ‘μένα.
Φυσικά στον Σοφοκλή, επειδή είναι ένας μεγάλος ποιητής, υπάρχει και η ειρωνεία. Ακόμα και το χιούμορ, που είναι και μέρος της ζωής μας. Είναι μια τραγωδία παρεξηγήσεων. Υποτίθεται είναι ξένος στην πόλη ο Οιδίποδας, αλλά, στο τέλος, αποδεικνύεται ότι είναι από τη Θήβα. Υπάρχει αυτό το μεγάλο ερωτηματικό που πλανάται, το οποίο είναι αιώνιο, για το ποιος είμαι; Ποια είναι η ταυτότητά μου; Από που προέρχομαι; Ποιος με γέννησε; Αυτά είναι ερωτηματικά που εξακολουθούν να έχουν ενδιαφέρον για το κοινό. Και γι’ αυτό παραμένουν αιώνιες αυτές οι τραγωδίες και παίζονται και τόσες φορές.
Είμαστε πολύ τυχεροί που, έστω, μιλάμε ένα μέρος της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι άνθρωποι· της γλώσσας που έχει ζωή δέκα χιλιάδων χρόνων. Στη δική μας την παράσταση, είμαστε πολύ τυχεροί που χρησιμοποιούμε τη μετάφραση του σπουδαίου Μίνωα Βολανάκη. Πραγματικά, μετά από τριάντα χρόνια που γράφτηκε η μετάφραση, εξακολουθεί να ισχύει. Είναι ρέουσα, άκρως ποιητική και, βεβαίως, με την ειρωνεία που έχει και ο Σοφοκλής και ο Βολανάκης.
Θέλω να συμπληρώσω ότι και η μουσική είναι πρωτότυπη. Έχει συντεθεί ειδικά για την παράσταση από τον Κωνσταντίνο Ευαγγελίδη, σταθερό συνεργάτη μου εδώ και πέντε χρόνια, και νομίζω ότι είναι πραγματικά –ας μου επιτραπεί η έκφραση- μεγαλειώδης. Είναι τόσο λυρική η μουσική του, που «ακουμπά» τον λόγο του Σοφοκλή.

Τα γεγονότα ταύτισης, τότε και τώρα, είναι περισσότερα από όσα θα μπορούσαμε να φανταστούμε…
Αυτό ισχύει. Και το έργο, τότε, γράφτηκε σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Γράφτηκε εν μέσω Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν η Σπάρτη είχε περικυκλώσει την Αθήνα. Και αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που υπήρχε, και στην εποχή του Σοφοκλή, ένας λοιμός. Σχεδόν, έχεις την εντύπωση ότι το κείμενο έχει γραφτεί για τον Περικλή που έχει μόλις πεθάνει, έναν χρόνο πριν.
Το κείμενο είναι γραμμένο εν μέσω δύο κυμάτων της αρρώστιας και, παρόλα αυτά, ένιωσαν οι άνθρωποι ακόμα και τότε ότι έπρεπε να βλέπουν θέατρο· να διδάσκονται απ’ το θέατρο. Είχε κάτι να τους πει. Γιατί στη γιορτή των μεγάλων Διονυσίων ήταν καλεσμένοι, ως θεατές, ακόμα και οι αντίπαλοι. Είχαν, δηλαδή, αυτήν τη δύναμη να αντέχουν την τέχνη να καθρεφτίζει τη ζωή τους.
Γιατί, σήμερα, κάπως η τέχνη έχει καταντήσει εντελώς στρατευμένη μέσω της ψυχαγωγίας, με την κακή έννοια. Δηλαδή, το ότι έχουμε ανεχτεί –και δεν έχω να πω κάτι για τους συναδέλφους μου, που είναι γνωστοί τηλεοπτικοί σταρ- ότι μόνον αυτοί μπορούν να παίζουν τραγωδία, γιατί ο κάθε παραγωγός σκέφτεται πώς να γεμίσει ένα θέατρο. Ενώ στην εποχή του Κουν, κάποια χρόνια πριν, αυτό που αφορούσε ήταν η παράσταση. Ήταν η παράσταση, ο συγγραφέας κι αυτή η άμεση επαφή του συγγραφέα του κειμένου με τον κόσμο. Γι’ αυτό αναβίωσε το Φεστιβάλ της Επιδαύρου. Είχε την ανάγκη ο κόσμος να βλέπει τον εαυτό του μέσα από αυτούς τους τραγικούς ήρωες.
Στην παράστασή σας, η κυρία Παπαδημητρίου ερμηνεύει την Ιοκάστη και τον Τειρεσία. Πώς προέκυψε το ίδιο πρόσωπο να ερμηνεύσει τους δύο αυτούς «αντιφατικούς» ρόλους;
Η Μάνια Παπαδημητρίου –είναι μεγάλη χαρά και ευτυχία που δέχτηκε να συνεργαστεί μαζί μας, είναι μια ηθοποιός που τιμώ- είχε ξαναπαίξει την Ιοκάστη, στην Επίδαυρο. Και μου είχε πει ότι θα την ενδιέφερε να παίξει τον Τειρεσία, παρά την Ιοκάστη. Οπότε, ξεκίνησε ως πρόταση από την ίδια. Αλλά θεώρησα ότι είχε ένα ενδιαφέρον ο ίδιος ο ηθοποιός να παίξει αυτούς τους δύο ρόλους.
Το συνδετικό τους στοιχείο είναι πώς αντιμετωπίζουν την αλήθεια. Γιατί η αλήθεια για την Ιοκάστη είναι κάτι πολύ πικρό, στο ότι έχει δεχτεί μέσα της να συζεί με τον γιο της. Σχεδόν, δηλαδή, πιστεύω ότι ένας θεατής υποψιάζεται μήπως το ήξεραν αυτοί οι δύο; Και κάπως, όταν ξεσκεπάστηκε αυτήν η αλήθεια, ήταν κάτι οδυνηρό και έπρεπε να καταστραφούν;
Απ’ την άλλη, ο Τειρεσίας είναι αυτός ο οποίος φέρνει την αλήθεια και τολμάει να την πει από την αρχή, όσο επικίνδυνη κι αν είναι. Γιατί στη σκηνή που έχει με τον Οιδίποδα, που του λέει «Ξέρεις κάτι; Εσύ είσαι το μίασμα.» υπάρχει αυτή η έντονη αντιπαράθεση, που εκεί αρχίζει ο Οιδίποδας και ξεφεύγει εντελώς, τρελαίνεται. Χάνει την ψυχραιμία του. Ο Τειρεσίας του αποκαλύπτει πράγματα που δεν θα έπρεπε να ακούσει, αλλά επειδή θέλει να βοηθήσει την πόλη, τολμά να τα ξεστομίσει. Γιατί τον προκαλεί και ο Οιδίποδας, του λέει ότι είναι ένας φαύλος μάντης. Και, κάπως έτσι, αρχίζει και φαίνεται η αλαζονεία του Οιδίποδα που τον καταντά τύραννο.
Ο «τύραννος» είναι και μια παρεξηγήσιμη λέξη, γιατί στην εποχή την αρχαία τύραννος ήταν εκείνος ο οποίος δεν ήταν ο κληρονόμος – διάδοχος. Ήταν ένας ξένος, ο οποίος, επειδή ευεργέτησε την πόλη, η πόλη του ανταπέδωσε, του χάρισε και τον θρόνο. Και στην περίπτωση του Οιδίποδα του χάρισε και τη Βασίλισσα. Αλλά, στο τέλος, κυριολεκτικά καταντά ένας τύραννος, αφού εξορίζει τον Κρέοντα· στην αρχή, μάλιστα, ήθελε να τον σκοτώσει.
Με έναν τρόπο, αυτοί οι δύο ρόλοι, Ιοκάστη και Τειρεσίας, έχουν αυτό το κοινό χαρακτηριστικό του πώς βλέπει ο καθένας την έννοια της αλήθειας και της μοίρας επίσης. Η Ιοκάστη δεν πιστεύει στη μοίρα, επειδή ήξερε απ’ τον οιωνό που υπήρχε στον Λάιο, ότι το παιδί της θα σκοτώσει τον πατέρα και θα ζευγαρώσει με τη μάνα του. Απ’ την άλλη, ο Τειρεσίας είναι αυτός ο οποίος υπηρετεί τον Θεό, γνωρίζει την αλήθεια του Θεού και θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός όταν μεταφέρει αυτήν την είδηση του Θεού και σε ποια ώρα πρέπει να την μεταφέρει.
Να μην ξεχνάμε, ακόμα, ότι ο Τειρεσίας έχει γυναικεία χαρακτηριστικά. Μην ξεχνάμε τους μαστούς του Τειρεσία. Είναι το ον, ο μάντης, ο γέροντας ο οποίος τόλμησε και είδε γυμνή τη θεά Αθηνά. Υπήρχαν πράγματα που είχαν πολύ ενδιαφέρον στο πώς τα μεταφέρει με τα εκφραστικά της μέσα η Μάνια Παπαδημητρίου, και στον έναν και στον άλλον ρόλο.
Στην παράστασή μας, άλλωστε, πολλά μέλη του χορού υποδύονται διαφορετικούς ρόλους. «Έπαιξα» με τις μεταμορφώσεις των ηθοποιών μέσα από τη σωματικότητά τους.

Καθώς αποτελεί και μία από τις κεντρικές ιδέες του έργου, θα ήθελα να ρωτήσω: ο Θανάσης Σαράντος πιστεύει ότι «Το Πεπρωμένον φυγείν αδύνατον»;
Αρκεί να ξέρει κανείς και ποιο είναι το πεπρωμένο του. Με την έννοια ότι ο καθένας από εμάς, πιστεύω ότι έχει γεννηθεί για να προσφέρει. Έχει γεννηθεί για να δώσει. Αρκεί να ξέρει κανείς ότι καλλιεργεί τον εαυτό του και η μοίρα θα τον οδηγήσει εκεί που πρέπει να τον οδηγήσει. Δηλαδή, δεν τα περιμένουμε όλα απ’ τη μοίρα. Δουλεύουμε και μόνοι μας για να μας φέρουν μια ολότητα, μια ολοκλήρωση, μια ανύψωση. Να βρούμε τρόπο να αναδημιουργήσουμε μέσα μας όλες τις δυναμικές του εαυτού μας. Νομίζω ότι αυτό έχει ενδιαφέρον.
Την τύχη, πιστεύω, τη φτιάχνουμε μόνοι μας. Δεν είμαι τόσο μοιρολάτρης. Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να βρει τρόπο να φτιάξει έναν καλύτερο εαυτό. Πιστεύω στη δουλειά, πιστεύω στην προσήλωση στον στόχο. Αυτό, βέβαια, απαιτεί κούραση.
Πληροφορίες
«Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή
Σε σκηνοθεσία Θανάση Σαράντου
Θέατρο Κήπου
Τρίτη 4 & Τετάρτη 5 Ιουλίου, στις 21.00
Εισιτήρια: 18€ Γενική Είσοδος, 15€ Μειωμένο (Ανέργων – Φοιτητών), 12€ Προσφορά προπώλησης μέσω Viva έως 30 Ιουνίου
Προπώληση εισιτηρίων: viva.gr και στα ταμεία των θεάτρων Κήπου και Αμαλίας
Διάρκεια: 100’
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 2310 842509 & 210 6046952
Η παράσταση επιχορηγήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και πραγματοποιείται με την
ευγενική υποστήριξη του ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Μίνως Βολανάκης
Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία – Φωτισμοί: Θανάσης Σαράντος
Μουσική – Ηχητικός σχεδιασμός: Κωνσταντίνος Ευαγγελίδης
Σκηνικό – Κοστούμια: Άση Δημητρολοπούλου
Επιμέλεια Κίνησης: Πλωτίνος Ηλιάδης
Φωνητική διδασκαλία: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Video Art παράστασης: Διονύσης Σιδηροκαστρίτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Mάκης Νάνος
Βοηθός φωτιστή: Στέβη Κουτσοθανάση
Μακιγιάζ: Όλγα Φαλέι
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Συμπαραγωγή: Ηθικόν Ακμαιότατον ΑΜΚΕ & Θέατρο Αμαλία
Προβολή και επικοινωνία: Βάσω Σωτηρίου – We Will
Ερμηνεύουν
Μάνια Παπαδημητρίου (Ιοκάστη – Τειρεσίας)
Θανάσης Σαράντος (Οιδίπους Τύραννος)
Χριστόδουλος Στυλιανού (Κρέοντας)
Πάρης Σκαρτσολιάς (Εξάγγελος – Χορός)
Αλέξανδρος Τούντας (Άγγελος – Χορός)
Βαγγέλης Ψωμάς (Θεράπων – Χορός)
Θανάσης Ρέστας (Ιερέας – Χορός)