Αρθρογραφεί στο TheOpinion ο Αναστάσης Ασκητάς ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου.
Η προεκλογική περίοδος που διανύουμε διακρίνεται – εκτός από τους χαμηλούς μέχρι στιγμής τόνους – για την έλλειψη των μεγάλων διακυβευμάτων και αναλύσεων. Αντίθετα, περιορίζεται σε θέματα διαχειριστικά, ατζέντες μικρού ορίζοντα και παρεμβάσεις σε βραχυπρόθεσμα προβλήματα. Απουσιάζει το κεντρικό πλαίσιο και η συναρμογή με αυτό των επιμέρους. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτά που διακυβεύονται είναι λίγα και ανάξια λόγου. Ίσα ίσα, το επιχείρημά μου είναι ότι αυτά που διακυβεύονται αναδεικνύονται ευκρινέστερα στη μεγάλη εικόνα.
Για παράδειγμα, το market pass είναι μια κατακριτέα μέθοδος θεραπείας των συνεπειών του πληθωρισμού, όχι επειδή είναι απλά πενιχρό. Αλλά επειδή η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει στήσει με αυτό έναν μηχανισμό αναδιανομής του πλούτου από τους φτωχούς στους πλούσιους. Και αυτό το κάνει χωρίς να έχει μια ανάλυση για το που πάει η οικονομία της χώρας, τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες διεθνώς αυξάνουν τα επιτόκια και «ρουφάνε» ενέργεια από την πραγματική οικονομία. Πρώτα πρέπει να έχεις μια σκέψη και μια αντίληψη για το που πάει η οικονομία, μετά βλέπεις τις δικές αδυναμίες και τα δικά σου όπλα και έπειτα σχεδιάζεις την πολιτική σου. Οτιδήποτε δεν ακολουθεί αυτό είναι κοροϊδία, ξέπλυμα άλλων κινήτρων και αποσπασματικό. Το να μαλώνουμε για αυτό είναι ένα καλό πεδίο για να μαλώσουμε, αρκεί να καταλαβαίνουμε τι διακυβεύεται.
Δεν είναι τυχαίο που παρατηρείται ταυτόχρονα και αυτή η απουσία υψηλής ατζέντας και οι χαμηλοί τόνοι «σαν να μην έχουμε εκλογές». Είναι και τα δύο επιδίωξη του συστήματος Μητσοτάκη και επιτυχία του που τα επέβαλε. Δε συμφέρει την κυβέρνηση ούτε να σηκωθούν οι τόνοι, ούτε να συζητηθούν τα μεγάλα ζητήματα στα οποία δεν έχει απάντηση ή αν έχει, η απάντηση θα υπηρετεί το συμφέρον λίγων και εκλεκτών. Προτιμά να δίνει μάχες φθοράς σε επιμέρους ζητήματα, τραβώντας την προσοχή αντιπάλων και ψηφοφόρων σε ατζέντες που ελέγχει. Και αυτό το είδος προεκλογικού διαλόγου είναι επικίνδυνο. Την άλλη Κυριακή ο κόσμος θα προσέλθει στις κάλπες και δεν θα γνωρίζει τι θα σημάνει η ψήφος του.
Απουσιάζει πλήρως από την ατζέντα μια συζήτηση για το τι Ελλάδα θέλουμε το 2030 ή το 2040. Ποια είναι θα είναι η θέση της στον κόσμο; Ποιες θα είναι οι σχέσεις της με τους γείτονές της; Ποιες θα είναι οι σχέσεις της με τα στρατόπεδα που διαμορφώνονται στον κόσμο; Πώς θα είναι οι Έλληνες του 2050, δηλαδή τα σημερινά βρέφη που τότε θα πλησιάζουν τα 30; Θα έχουν δουλειές στην Ελλάδα ή θα μεταναστεύουν και αυτοί; Θα είναι περισσότερο ή λιγότερο μορφωμένοι από τους σημερινούς; Θα είναι περισσότερο ή λιγότερο πλούσιοι;
Δεν μπαίνει στη συζήτηση μια βασική ανάλυση για το τι έρχεται στον κόσμο και στην Ελλάδα. Θα είμαστε πιο λίγοι, η περιοχή που ζούμε θα δεχθεί πλήγμα από την κλιματική κρίση, είμαστε στο όριο των στρατοπέδων που διαμορφώνονται ξανά, χάνουμε το τρένο της τεχνολογίας και μεγαλώνει η απόστασή μας από τις κεντρικές οικονομίες της Δύσης. Αυτά επιβάλλεται να τα λάβει υπόψιν του όποιος θέλει να σχεδιάσει πολιτική και να προτείνει στους πολίτες το πρόγραμμά του. Όποιος όμως έχει τα μάτια του στραμμένα μόνο στην εγχώρια μοιρασιά, στις δουλειές λίγων και εκλεκτών με το κράτος και στην απομύζηση των καρπών που παράγει η ελληνική οικονομία, δεν τα βλέπει αυτά. Και κυρίως, δεν τον συμφέρει να τα δει και κανένας άλλος.
Όσοι ψηφίσουμε όμως στις εκλογές της επόμενης Κυριακής – και πρέπει να ψηφίσουμε όλοι – πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι ψηφίζουμε και για αυτά. Κυρίως για αυτά. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν στον προεκλογικό διάλογο, η ψήφος μας αυτά θα επηρεάσει. Για αυτό είναι σημαντική, για αυτό δεν πρέπει να τη χαρίσουμε σε κανέναν, για αυτό δεν πρέπει να αφήσουμε άλλους να αποφασίσουν. Η Ελλάδα σέρνεται και παρακμάζει. Την Κυριακή που θα πάμε να ψηφίσουμε πρέπει να το θυμόμαστε αυτό.