Βράδυ Τρίτης 14 Μαρτίου γύρω στις 9 στη Θεσσαλονίκη. Παρκάρω στην πλατεία Φαναριωτών και ανεβαίνω τη Ναυαρίνου. Η πόλη είναι άδεια λες και ξημερώνει.
Περνάω την Τσιμισκή και τη Σβώλου με γρήγορο βήμα και πριν την Εγνατία στρίβω αριστερά στην Ιωάννου Μιχαήλ. Την ξέρω καλά την περιοχή. Την έχω ζήσει τόσο στις εποχές δόξας της, αρχές του ‘90 μέχρι και το 2000, όσο και στην παρατεταμένη παρακμή της εδώ και αρκετά χρόνια. Η σκοτεινιά και η εγκατάλειψη που νιώθω εδώ δεν μού είναι άγνωστη αλλά θυμάμαι και τη ζωντάνια της πριν τριάντα χρόνια και θλίβομαι. Έχω ήδη στρίψει προς το Βακούρα και ξαφνικά… νιώθω πως γύρισα πίσω στο χρόνο.
Ο δρόμος είναι γεμάτος ανθρώπους. Μιλιούνια. Τα αυτοκίνητα που έχουν μπει από την Π.Π. Γερμανού στην Ιωάννου Μιχάηλ δυσκολεύονται να περάσουν. Ένας οδηγός κάνει όπισθεν και γυρίζει πίσω. Γίνεται χαμός. Έξω από το Βακούρα ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο λειτουργεί σαν… κάγκελο αφού κάποιοι έχουν κρεμάσει στην πλευρά του ένα πανό που γράφει: «Διότι οι άνθρωποι δε συγχωρούν αυτούς που από έρωτα εκπέσανε».
Μέσα κι έξω από το σινεμά έχει στηθεί γλέντι και η ανθρωπογεωγραφία είναι υπέροχη: νεαρά αγόρια και κορίτσια χαμογελούν και λένε ατάκες, κάποιοι τραγουδούν, άλλοι φωτογραφίζονται. Είναι η «συνάντηση των απανταχού θαυμαστών του Ας περιμένουν οι γυναίκες».
Για τη συγκεκριμένη ταινία του Σταύρου Τσιώλη έχω γράψει αρκετές φορές. Θα μπορούσα να πω κι άλλα. Θα μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτήν με εκατό διαφορετικούς τρόπους και να είναι όλα όσα θα έγραφα εντελώς «δικά μου». Νιώθω πως ένα κομμάτι αυτού που είμαι έχει καθοριστεί από το «κλικ» που έκανε μέσα μου το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», όχι ως αίσθηση ή καλλιτεχνικό μήνυμα αλλά ως συνεχής διαδικασία που με ώθησε να αγαπώ συγκεκριμένα πράγματα, να συναντώ συγκεκριμένους ανθρώπους, να… ανήκω κάπου.
Ναι, οκ, το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», είναι μια απλή ταινία. Ελληνική. Του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Low budget και ανορθόδοξη. Ένα road movie με αργό ρυθμό, μεσαία πλάνα, ελάχιστο μοντάζ. Σε άλλους αρέσει και σε άλλους δεν λέει κάτι. Σε αυτούς που αρέσει, όμως, αρέσει πολύ. Πάρα πολύ. Έχει γίνει «στοιχείο ταυτότητας». Έχει φανατικούς οπαδούς η ταινία του Σταύρου Τσιώλη γιατί παρουσιάζει με αφοπλιστικά απλό τρόπο όλα τα προτερήματα και τα κουσούρια του νεοέλληνα, ειδικά του άντρα που, κακά τα ψέματα, είναι το φύλο που «έστησε» όλο το οικοδόμημα του σύγχρονου ελληνικού κράτους από την μεταπολίτευση και μετά. Με τα ψέματα και τις πονηριές του, με τις στιγμές μεγαλείου του και τις μικροπρέπειές του. Όλο αυτό το «σκηνικό» ο Τσιώλης δεν το «στηλίτευσε», δεν το υποτίμησε. Το είδε με κατανόηση και συμπάθεια. Και έτσι κέρδισε και μας. Ανέδειξε όλη την υπαρξιακή αγωνία των ανδρών και την απελπισία τους στην ιδέα ότι πήραν το τιμόνι στα χέρια τους αλλά κάπου σε κάποια στροφή έστριψαν λάθος. Είπα, όμως, πως δε θα μιλήσω για την ταινία. Θα μιλήσω γι αυτό που συνέβη το βράδυ της Τρίτης στο σινέ Βακούρα, στην Ιωάννου Μιχάηλ.
Στο Βακούρα, λοιπόν, το βράδυ της Τρίτης η Ιωάννα Ράππου και ο Κώστας Μπακιρτζής είχαν την ιδέα να «ζωντανέψουν» μια ταινία που γυρίστηκε το 1998. Κάλεσαν τον Γιάννη Ζουγανέλη και τον Αργύρη Μπακιρτζή να μιλήσουν για την ταινία (ο τρίτος εκ των πρωταγωνιστών ήταν ο Σάκης Μπουλάς που «έφυγε» από τη ζωή), βρήκαν όσους από τους κομπάρσους μπορούσαν (τον κύριο Λάκη, τον κύριο καθηγητή και τη γυναίκα του, την μικρή γιατρίνα) κι αφού και ο Σταύρος Τσιώλης δεν είναι πια ανάμεσά μας, φώναξαν και την κόρη του, Κατερίνα Τσιώλη και ξετυλίξαν το κουβάρι της ιδέας της ταινίας, των γυρισμάτων, της επίδρασης που έχει 25 χρόνια τώρα στην κοινωνία. Κερασάκι στην τούρτα: βρήκαν αυθεντική κόπια με το αρχικό τέλος της ταινίας, όπως αυτή βγήκε στο σινεμά για λίγες μέρες μέχρι να το μετανιώσει ο Σταύρος Τσιώλης, να την αποσύρει και να την επαναφέρει κομμένη λίγες σκηνές πιο πίσω. Τι έκοψε ο σκηνοθέτης και το είδαμε για πρώτη φορά την Τρίτη στο Βακούρα; Την κατάληξη του ταξιδιού των πρωταγωνιστών στη Θάσο, όπου τους περίμεναν οι οικογένειές τους! Για εμάς που έχουμε δει κυριολεκτικά ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ φορές το «Ας περιμένουν οι γυναίκες», η αίσθηση της εικόνας αυτών των γυναικών που ως τότε μόνο φανταζόμασταν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί… σοκαριστική.

Ήταν μια θαυμάσια βραδιά αυτή στο Βακούρα. Με χαρά και γέλιο. Και με συγκίνηση. Και ήταν μια στιγμή συνειδητοποίησης ότι τελικά «είναι πάρα μα πάρα πολλοί αυτοί που αγαπούν το Ας περιμένουν οι γυναίκες». Δύο απανωτές προβολές στις 19.00 και στις 22.00 ηταν κυριολεκτικά sold out κι αν γίνονταν κι άλλες (τύπου ένα ολονύκτιο αφιέρωμα με την ταινία να παίζει σε λούπα) είμαστε σίγουροι πως και πάλι θα επικρατούσε το αδιαχώρητο. Η παροιμία λέει: «είμαστε πολλοί αλλά είμαστε σκόρπιοι». Η Ιωάννα και ο Κώστας με την ιδέα που είχαν, κατάφεραν να μάς ενώσουν αλλά και να μάς δώσουν χαρά.
Είναι σπουδαίο αυτό που κάνει η οικογένεια Ράππου στη Θεσσαλονίκη. Συντηρεί χειμερινές και θερινές αίθουσες που προβάλλουν εναλλακτικό και ποιοτικό σινεμά εδώ και δεκαετίες. Και αντέχει κόντρα στους μυστήριους καιρούς. Ξεκίνησε τα αφιερώματα σε παλιές και αγαπημένες ταινίες με απανωτά sold out στα «Φτηνά τσιγάρα» και ακολουθούν κι άλλες ταινίες με μεράκι και περιεχόμενο και με την παρουσία των πρωταγωνιστών τους. Θέλει μαστοριά για να στηθούν τέτοιες βραδιές. Δεν είναι εύκολο και η επιτυχία δεν είναι καθόλου δεδομένη.
Συγκινήθηκα πολύ με το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» της Τρίτης. Πραγματικά όσοι λάτρεις της ταινίας έχασαν την προβολή, έχασαν και τη δυνατότητα να προσθέσουν κομμάτια προσωπικής εμπλοκής σε αυτόν τον «κόσμο» που έφτιαξε ο Σταύρος Τσιώλης και οι ταινίες του. Συγκινήθηκα γιατί είδα τους αγαπημένους μου πρωταγωνιστές να έχουν μεγαλώσει αλλά να αντιστέκονται στον χρόνο να αφήνει έντονα τα σημάδια του πάνω τους. Τους είδα να χαίρονται που ο κόσμος αγαπά την ταινία στην οποία έπαιξαν, τους άκουσα να μιλάνε με νοσταλγία για την εμπειρία των γυρισμάτων και με αγάπη για τον Σταύρο Τσιώλη. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό. Αυτή η «κοινή εμπειρία» θέασης της ταινίας με τόσο κόσμο τη στιγμή που η υπόλοιπη πόλη ήταν σχεδόν άδεια, σημαίνει πολλά.
Έχω κάνει, χάρη στο επάγγελμά μου, αρκετές κουβέντες με τον Σταύρο Τσιώλη. Ποτέ δεν τον ρώτησα για το πρώτο τέλος της ταινίας και τους λόγους για τους οποίους την «έκοψε». Δεν ένιωσα καν την ανάγκη να μάθω τί ήταν αυτό που «έκοψε», που διόρθωσε. Την Τρίτη είδα το παλιό, το πρώτο φινάλε και κατάλαβα γιατί ο σκηνοθέτης απέσυρε την ταινία του και την μοντάρισε από την αρχή. Συμφωνώ, λοιπόν, μαζί του ότι δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να δούμε πώς ήταν οι γυναίκες οι οποίες περίμεναν τα τρία μπατζανάκια. Ήταν προτιμότερο να τις φανταζόμαστε. Πολλά πράγματα είναι καλύτερο να τα φανταζόμαστε. «Ας περιμένουν οι γυναίκες» κι ας παραμένουν αφανείς σε κινηματογραφικουσ κόσμους βασισμένους σε ανδρικές διηγήσεις. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές οι ανδρικές κουβέντες κρύβουν μισές αλήθειες, φανταστικούς διαλόγους, ευσεβείς πόθους, αθώα ψέματα και μικρές πονηριές.
Πολλές φορές μιλώντας για το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» αισθάνομαι σαν μέλος μιας μυστικής θρησκευτικής αίρεσης που έχει τη δική της αλήθεια και έναν μοναδικό τρόπο να ψάχνει να προσηλυτίσει νέα μέλη. Συχνά τα καταφέρνω και η παρέα μεγαλώνει. Κάποιες φορές δυσκολεύομαι και τότε επικαλούμαι τη φράση: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν του αρέσει το Ας περιμένουν οι γυναίκες. Υπάρχουν μερικοί που δεν την έχουν δει όσες φορές χρειάζεται». Αν ανήκετε σε αυτούς που ακόμα δεν σας έχει κάνει «κλικ», αν εκνευρίζεστε ακούγοντας στην παρέα σας φίλους να μιλάνε μέσα από ατάκες της ταινίας, τότε στείλτε μου μήνυμα να σας στείλω μια κόπια του έργου να αρχίσετε μόνοι σας να την βλέπετε. Μέσα από την κατάλληλη δοσολογία προβολών θα φτάσετε στο επιθυμητό σημείο και τότε… θα κάνουμε καλή παρέα!
Tip για ψαγμένους: Το εναλλακτικό τέλος της ταινίας με την απόβαση στη Θάσο. Συμφωνείτε ότι καλώς «κόπηκε»;