Η διαλειμματική νηστεία δεν βελτιώνει απαραίτητα τον μεταβολισμό
Σύμφωνα με νέα μελέτη, ο περιορισμός των ωρών φαγητού μέσα στην ημέρα δεν βελτιώνει τον μεταβολισμό, όταν η πρόσληψη θερμίδων παραμένει ίδια.
Η χρονικά περιορισμένη διατροφή, γνωστή διεθνώς ως Time-Restricted Eating (TRE), αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες τάσεις της διαλειμματικής νηστείας και θεωρείται ότι συμβάλλει στη βελτίωση του μεταβολισμού. Ωστόσο, μια πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι ο απλός περιορισμός του χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο τρώμε, για παράδειγμα σε οκτώ ώρες ημερησίως, δεν οδηγεί σε μετρήσιμες βελτιώσεις του μεταβολισμού όταν η συνολική πρόσληψη θερμίδων παραμένει ίδια. Το στοιχείο που φαίνεται να κάνει τη διαφορά είναι η μείωση των θερμίδων και όχι απαραίτητα η διάρκεια της νηστείας.
Τι είναι το Time-Restricted Eating (TRE)
Το TRE είναι μια ειδική μορφή διαλειμματικής νηστείας κατά την οποία το άτομο απέχει από το φαγητό για τουλάχιστον 14 συνεχόμενες ώρες κάθε μέρα. Η μέθοδος αυτή έχει αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα, καθώς φαίνεται να βοηθά στη διατήρηση ή μείωση του σωματικού βάρους και θεωρείται ευεργετική για τον μεταβολισμό.
Μέχρι σήμερα, πειράματα σε ζώα είχαν δείξει ότι το χρονικά περιορισμένο φαγητό μπορεί να προστατεύσει από παχυσαρκία που προκαλείται από τη διατροφή και από μεταβολικές διαταραχές. Παρόμοια αποτελέσματα είχαν παρατηρηθεί και σε μελέτες σε ανθρώπους, οι οποίες ανέφεραν βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη, καλύτερα επίπεδα γλυκόζης, τριγλυκεριδίων και χοληστερόλης, καθώς και μέτρια μείωση του σωματικού βάρους και του λίπους. Αυτά τα δεδομένα είχαν οδηγήσει τους ειδικούς να θεωρούν το TRE ως μια πολλά υποσχόμενη στρατηγική για την πρόληψη της ινσουλινοαντίστασης και του διαβήτη τύπου 2.
Οφείλεται στη νηστεία ή στις θερμίδες
Το ερώτημα που παρέμενε ανοιχτό ήταν αν τα ευεργετικά αποτελέσματα οφείλονται στο ίδιο το διάστημα της νηστείας ή στη μείωση των θερμίδων που συχνά το συνοδεύει. Οι έως τώρα μελέτες είχαν δώσει αντικρουόμενα αποτελέσματα.
Η Olga Ramich, επικεφαλής του Τμήματος Μοριακού Μεταβολισμού και Ακριβείας στη Διατροφή του Γερμανικού Ινστιτούτου Διατροφικής Έρευνας (DIfE) και καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή Charité του Βερολίνου, διερεύνησε με την ομάδα της το ζήτημα στη μελέτη ChronoFast. Στόχος ήταν να διαπιστωθεί αν ένα οκτάωρο νηστείας μπορεί, σε αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες χωρίς αλλαγή θερμιδικής πρόσληψης, να βελτιώσει την ευαισθησία στην ινσουλίνη και άλλες καρδιομεταβολικές παραμέτρους.
Όσα έδειξε η μελέτη για την χρονικά περιορισμένη διατροφή
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές εξέτασαν 31 υπέρβαρες για διάστημα δύο εβδομάδων. Οι συμμετέχουσες κατανάλωναν τα καθημερινά τους γεύματα είτε νωρίς μέσα στην ημέρα, μεταξύ 8:00 και 16:00, είτε αργότερα μεταξύ 13:00 και 21:00.
Η ποσότητα θερμίδων και η σύνθεση των γευμάτων παρέμειναν σχεδόν ίδιες και στις δύο περιόδους, ώστε να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα δεν θα επηρεάζονταν από αλλαγές στη διατροφή (ισοθερμιδική προσέγγιση).
Οι επιστήμονες επέλεξαν τη σύντομη διάρκεια των δύο εβδομάδων, καθώς προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει βελτιώσεις στη ρύθμιση του σακχάρου ή στην ευαισθησία στην ινσουλίνη ήδη μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα.
Καμία μεταβολική βελτίωση χωρίς μείωση θερμίδων
Μετά τις δύο εβδομάδες, οι ερευνητές δεν κατέγραψαν σημαντικές μεταβολές σε δείκτες όπως η ευαισθησία στην ινσουλίνη, τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, τα λιπίδια ή οι δείκτες φλεγμονής.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι τα οφέλη που είχαν παρατηρηθεί σε προηγούμενες μελέτες πιθανότατα οφείλονταν σε ακούσια μείωση των θερμίδων και όχι στη νηστεία», εξηγεί η επικεφαλής της μελέτης, Olga Ramich.
Η ερευνητική ομάδα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μείωση της θερμιδικής πρόσληψης αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα πίσω από τα πιθανά οφέλη του διαλειμματικού τρόπου διατροφής.
Επομένως, αν κρίνουμε από το πόρισμα της έρευνας καταλήγουμε στο ότι όποιος θέλει να χάσει βάρος ή να βελτιώσει τον μεταβολισμό του, θα χρειαστεί να δώσει σημασία όχι μόνο στο πότε τρώει, αλλά και στο πόσο.
Πηγή: Bovary