Ζητήματα λογικής και νοημοσύνης στο «Τσιμεντένιο Δάσος»

Αρθρογραφεί στο TheOpinion η Άννα Κοκκινίδου, Θεσσαλονικιά που έχει γράψει τρία βιβλία και εργάζεται σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ζητήματα λογικής και νοημοσύνης στο «Τσιμεντένιο Δάσος»

Αρθρογραφεί στο TheOpinion η Άννα Κοκκινίδου, Θεσσαλονικιά που έχει γράψει τρία βιβλία και εργάζεται σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

 Σε ζητήματα κοινής νοημοσύνης, στην εποχή μας και έτσι όπως διαμορφώνονται οι βοηθητικές τεχνολογίες, η τεχνητή νοημοσύνη βοηθά για τη γρήγορη πρόσβαση σε πληροφορίες. Η ερώτησή μου προς έναν γνωστό βοηθό τεχνητής νοημοσύνης ήταν αν η Θεσσαλονίκη είναι μολυσμένη πόλη και αν έχει επαρκές πράσινο. Η απάντηση ήταν η ακόλουθη:

«Η Θεσσαλονίκη δεν φημίζεται για την αφθονία πρασίνου. Σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες,

o πράσινος χώρος ανά κάτοικο είναι κάτω από 3 τ.μ., όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει τουλάχιστον 9 τ.μ. ανά κάτοικο. Οι κύριοι πνεύμονες πρασίνου είναι το Σέιχ Σου, ο Κήπος του Πασά, και το Πάρκο Νέας Παραλίας, αλλά δεν επαρκούν για τον πληθυσμό της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη είναι μέτρια μολυσμένη πόλη σε ευρωπαϊκά πρότυπα, με υψηλά επίπεδα PM2.5 (λεπτόκοκκα σωματίδια) και ανεπαρκές πράσινο. Παρότι δεν είναι από τις πιο ρυπασμένες πόλεις παγκοσμίως, η ποιότητα ζωής επηρεάζεται, ειδικά για άτομα με αναπνευστικά προβλήματα».

 

Είμαι Θεσσαλονικιά και πάντα είχα αυτό το παράπονο: Γιατί δεν έχουμε πράσινο; Θυμάμαι τις βόλτες στο Σέιχ-Σου που ήταν «δάσος», αλλά όσο μεγαλώναμε, τόσο αυτό μίκραινε, και σκέφτομαι ότι ντρέπομαι να δείχνω τη γενέτειρά μου σε επισκέπτες/επισκέπτριες τώρα που ζω στις Βρυξέλλες, γιατί πέραν του θαλάσσιου μετώπου -κι αυτού φτωχού σε πράσινο- η πόλη μας είναι η επιτομή της Τσιμεντούπολης.

Θυμάμαι ότι όταν διάβασα, νεαρή έφηβη, το βιβλίο «Στο τσιμεντένιο δάσος» της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, ήμουν σίγουρη ότι η Θεσσαλονίκη είναι αυτό. Η πόλη ενσαρκώνει αυτό το τρομακτικό και ασφυκτικό τοπίο.

Το Πάσχα φέτος μίλησα με μια παιδική μου φίλη που γύρισε στη γειτονιά μας στη Μοναστηρίου απέναντι από τον σταθμό, που κάποτε είχαμε μπασκέτες, μια παιδική χαρά, το πάρκο που τώρα έγινε είσοδος για το μετρό, που τέλος πάντων είχαμε κάπου να πάμε ως παιδάκια να παίξουμε. Η τετράχρονη κόρη της δεν έχει να πάει πουθενά. Κυριολεκτικά, πουθενά. Μετά από χρόνια πίσω από τις λαμαρίνες, η γειτονιά συνεχίζει να ασφυκτιά χωρίς καθόλου πράσινο. Και δεν είναι η μόνη γειτονιά στην πόλη. Είναι ο κανόνας. Αν εξετάσουμε το ζήτημα διαχρονικά, είναι οφθαλμοφανής η συρρίκνωση του πρασίνου στην πόλη μας, από το πάρκο της Χ.Α.Ν.Θ. που κάποτε φιλοξενούσε και τον ζωολογικό κήπο, τους πράσινους χώρους της φοιτητούπολης του Α.Π.Θ., τις συστοιχίες δέντρων στην νέα παραλία, αλλά κυρίως το περιαστικό μας δάσος στο Σέιχ-Σου που εξαφανίζεται συστηματικά, αφήνοντας ελάχιστο πνεύμονα στην μπουκωμένη πόλη να αναπνεύσει, ελάχιστο έδαφος να συγκρατεί τα νερά, ελάχιστο χώρο για νέες δεντροφυτεύσεις.

Υπάρχει, λοιπόν, αυτή η δυστυχώς θλιβερή και θλιμμένη εικόνα της πόλης και μετά υπάρχει και η συγκριτική της εικόνα σε σχέση με άλλες μεγάλες πόλεις, με ιστορικό παρελθόν και αρχαίο υπόστρωμα, όπως για παράδειγμα η Ρώμη. Πήγα πρόσφατα για πρώτη φορά στη Ρώμη και ξαφνιάστηκα ευχάριστα με το πόσο πράσινη είναι. Στον περίπατο προς την αρχαία ρωμαϊκή αγορά που είναι εξίσου πράσινη, με τα ιστορικά αυτοκρατορικά αμπέλια, με χώρους να ξαποστάσεις κατά την περιήγηση, και πολλά άλλα θαυμαστά της Αιώνιας Πόλης (έχουμε και στη Θεσσαλονίκη το υπέροχο αυτό μνημείο της ρωμαϊκής αγοράς με τα λίγα μοναχικά δέντρα να φωτίζονται δίπλα στα ιστορικά απομεινάρια), τεράστιες ταμπέλες ανακοινώνουν την περαιτέρω ανάπλαση του ιστορικού κέντρου με πολύ παραπάνω πράσινο. Διαβάζουμε: «Αστική αναγέννηση: Πράσινοι χώροι και νέοι δημόσιοι χώροι. 9.500 τ.μ. πράσινης περιοχής στη via Sannio». Με άλλα λόγια, όχι μόνο έχουν πράσινο αλλά και διαφημίζουν το νέο πράσινο, σε μια περιοχή σπαρμένη με αρχαιότητες.

Με ένα παράπονο μικρό και συχνά μεγάλο, ξεφυσώ. Είναι οι δημότες και δημότισσες, είμαστε εμείς, τελικά, ο Δήμος στη σάρκα και τα οστά του, που τόσο έχουμε μπουκώσει και εντός μας, και δεν διεκδικούμε το αυτονόητο; Θαρρώ πως αυτό αλλάζει, με τις συλλογικότητες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και τη συνειδητοποίηση.

Ως ταξιδιώτες του κόσμου, βλέπουμε τα παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών πόλεων και όταν γυρίζουμε στην πόλη μας μοιραία γυρίζουμε το βλέμμα προς τη θάλασσα (με τα λύματά της κι αυτή) για ένα λίγο πιο ευχάριστο ορίζοντα από εκείνον του τόσου τσιμέντου.

Αν είναι τελικά θέμα νοημοσύνης, ας ρωτήσουμε ξανά τη δημιουργημένη από εμάς (τεχνητή) νοημοσύνη, το αυτονόητο: «Χρειάζεται η Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο πάρκο και πού θα μπορούσε να δημιουργηθεί;». Η απάντηση:

«Ναι, η Θεσσαλονίκη φαίνεται να έχει ανάγκη από ένα μεγάλο μητροπολιτικό πάρκο, και το θέμα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.» Στη συνέχεια, η (τεχνητή) νοημοσύνη μας αναλύει αυτό που προτάσσουν οι συλλογικότητες και οι επιστήμονες από τη μια μεριά (τη δημιουργία ενός πάρκου υψηλού πρασίνου, άθλησης και πολιτισμού χωρίς νέες τσιμεντένιες κατασκευές, που θα διατηρήσει κτίρια αρχιτεκτονικής αξίας για να φιλοξενεί ελαφριές εκθέσεις), και η δημοτική αρχή από την άλλη (το γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο του χώρου με πέντε νέα πελώρια κτίρια και περιορισμένο πράσινο).

Στο επόμενο ερώτημα: «Ποιο θα ήταν το προτιμότερο από τα δύο σενάρια;», η απάντηση περιέχει τις εστιάσεις και τα πλεονεκτήματα/μειονεκτήματα των δύο σεναρίων, τονίζει ότι αυτό εξαρτάται από το όραμα των πολιτών και της δημοτικής αρχής για την πόλη, και καταλήγει:

«Αν η Θεσσαλονίκη θέλει να κάνει ένα τολμηρό βήμα προς μια πιο βιώσιμη και ανθρώπινη πόλη, το σενάριο της μετατροπής όλης της ΔΕΘ σε μητροπολιτικό πάρκο είναι προτιμότερο. Ένα μεγάλο πάρκο στο κέντρο θα μπορούσε να γίνει το «Central Park» της Θεσσαλονίκης — ένα σύμβολο αλλαγής και ποιότητας ζωής».

Συνεπώς, τολμώ να πω ότι ο νοήμων τολμών νικά και προτιμά να αποκτήσει η πόλη ένα βιώσιμο και ανθρώπινο μέλλον μέσω του ζωτικού πνεύμονα που θα αποτελέσει το μητροπολιτικό πάρκο της Θεσσαλονίκης. Έχουμε ανάγκη από οξυγόνο. Αυτό είναι διαρκώς επίκαιρο και αυτή τη στιγμή επείγον. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.


Όλη η ΔΕΘ ένα Πάρκο

κάτοικοι της Θεσσαλονίκης υπερασπίζονται το «δικαίωμα τους στην πόλη»

μια σειρά κειμένων σε επιμέλεια της Δανάης Θεοδωρίδου, σκηνοθέτρια, ερευνήτρια των σύγχρονων παραστατικών τεχνών και ακαδημαϊκός που ασχολείται με τη σχέση πολιτισμού και δημοκρατίας.

 

Όταν ο Ανρί Λεφέβρ το 1968 μιλούσε για το «δικαίωμα στην πόλη», αναφερόταν στο κοινό μας δικαίωμα να αλλάζουμε τους εαυτούς μας μέσω των αλλαγών στις πόλεις μας, αλλαγών που αναπόφευκτα εξαρτώνται από τη συλλογική δύναμη των πολιτών που υπερασπίζονται την ελευθερία να σχηματίζουν και να μετασχηματίζουν τον δημόσιο χώρο τους και κατ’ επέκταση τους ίδιους τους τους εαυτούς.

Αυτή τη στιγμή, οι πολίτες της Θεσσαλονίκης διεκδικούν το δικαίωμα τους στην πόλη μέσα από τη συλλογή υπογραφών για την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος σχετικά με τον τρόπο που θα διαμορφωθεί ο χώρος της ΔΕΘ. Στην πόλη με το λιγότερο πράσινο στην Ευρώπη, οι κάτοικοι της ενώνουν τη φωνή τους και ζητούν να μην πραγματοποιηθεί ένα ακόμη σχέδιο ‘real estate’ στις πλάτες τους (καθώς το δημόσιο, δηλαδή οι ίδιοι οι φορολογούμενοι θα πληρώσουν το μεγαλύτερο μέρος του σχεδίου αυτού) εις βάρος της υγείας και της βελτίωσης της καθημερινότητάς τους. Στη θέση του απαιτούν τη δημιουργία ενός πάρκου υψηλού πρασίνου.

Αυτή τη βδομάδα, η σειρά των κειμένων που επιμελούμαι για το θέμα αυτό στο TheOpinion.gr, φιλοξενεί μια φωνή που κοιτάει την πόλη από την απόσταση που δίνει η επαφή με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και αναρωτιέται ποια είναι τελικά η βούληση και το όραμα των κατοίκων της Θεσσαλονίκης για τον τόπο τους.

Αν ψηφίζετε στον Δήμο Θεσσαλονίκης (προσοχή, σύμφωνα με τον σχετικό νόμο, μόνο οι εγγεγραμμένοι/ες στον Δήμο Θεσσαλονίκης, και όχι σε άλλους δήμους της πόλης, μπορούν να υπογράψουν) μπορείτε να συμβάλλετε καθοριστικά στην προσπάθεια διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τη ΔΕΘ προσθέτοντας την υπογραφή σας εδώ: https://parkodeth.gr/