Σαν σήμερα ξεσπά η πυρκαγιά που άλλαξε ριζικά τη Θεσσαλονίκη (VIDEO)
Μέσα σε 32 ώρες, κάηκαν 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m² και έμειναν άστεγοι περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι.
Σαν σήμερα το 1917, ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη η μεγάλη πυρκαγιά, η οποία άλλαξε ριζικά την πόλη και σημάδεψε την ιστορία της.
Μέσα σε 32 ώρες, κάηκαν 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m² και έμειναν άστεγοι περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων, μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Οι ανθρώπινες απώλειες της πυρκαγιάς ήταν ελάχιστες, με μοναδικούς νεκρούς λίγους Γάλλους στρατιώτες.
Το μέρος της πόλης που κάηκε ανοικοδομήθηκε με νέο οργανωμένο σχέδιο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια σύγχρονη πόλη.
Πως εξαπλώθηκε η πυρκαγιά
Η πυρκαγιά, όπως προέκυψε από την ανάκριση που διεξήγαγαν οι δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης, ξεκίνησε το Σάββατο 18 Αυγούστου 1917 περίπου στις 15:00 το μεσημέρι από ένα φτωχικό σπίτι όπου κατοικούσαν δύο Ελληνίδες πρόσφυγες στη διεύθυνση Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης.
Προκλήθηκε από σπίθα φωτιάς ενός καζανιού για καθάρισμα ρούχων με βραστό νερό, που έπεσε από μια τρύπα στο δάπεδο σε υπόγεια αποθήκη με άχυρο. Η έλλειψη νερού (λόγω δέσμευσης για κοντινά συμμαχικά στρατόπεδα) και η αδιαφορία των γειτόνων δεν έκανε δυνατή την κατάσβεση της αρχικής πυρκαγιάς και σε σύντομο διάστημα, λόγω του σφοδρού Βαρδάρη που έτυχε να φυσάει τις ημέρες τότε, η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη Θεσσαλονίκη.
Αρχικά η πυρκαγιά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά ακόμη πιο γρήγορα κατέβηκε στο κέντρο της πόλης.
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας (19 Αυγούστου 1917) ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιντιέ), όπου σταμάτησε. Το βράδυ της 19ης Αυγούστου σταμάτησε η εξάπλωσή της.
Οι μεγάλες καταστροφές
Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1.000.000 τετραγωνικά μέτρα ή 120 εκτάρια. Η περιοχή που κάηκε ήταν κυρίως η περιοχή μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης και Εθνικής Αμύνης. Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις τα «καμένα». Το ύψος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.
Μεταξύ των κτηρίων που κάηκαν ήταν το Ταχυδρομείο, το Τηλεγραφείο, το Δημαρχείο, οι εταιρείες Ύδρευσης και Φωταερίου, η Οθωμανική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, οι αποθήκες της Τράπεζας Αθηνών, ο ναός του Αγίου Δημητρίου και άλλοι δύο ορθόδοξοι ναοί, το Σαατλή Τζαμί και άλλα 11 τεμένη, η Αρχιραββινεία με όλο το αρχείο της και 16 από τις 33 συναγωγές. Καταστράφηκαν επίσης τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα, αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.
Παρά τις μεγάλες καταστροφές και τις χιλιάδες των πληγέντων, κανένας κάτοικος της πόλης δεν έχασε τη ζωή του από την πυρκαγιά, γιατί εξαπλωνόταν αργά, επιτρέποντας έγκαιρη διαφυγή. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε, κάποιοι μεθυσμένοι Γάλλοι στρατιώτες παγιδεύτηκαν σε καπηλειό και κάηκαν ζωντανοί.
Ανοικοδόμηση
Λίγες μόνο ημέρες μετά την καταστροφή, η κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου, σύμφωνα με τον Ν. 823/1917 που εκπόνησε ο υπουργός συγκοινωνιών Αλέξανδρος Παπαναστασίου.
Με απόφαση του Παπαναστασίου ιδρύθηκε «Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης» με πρόεδρο τον Ερνέστ Εμπράρ για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918.
Το σχέδιο δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας της δυσκολίας εξεύρεσης επαρκών κονδυλίων, ακόμη και πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών, υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρότερη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη.