Ζαχαρίας Καρούνης στο TheOpinion: «Μου αρέσει να κάνω ό, τι αναπαύει τη μουσική ψυχή μου»

Ο ερμηνευτής Ζαχαρίας Καρούνης, με αφορμή το θρυλικό «Ρεμπέτικο» σε μουσική σύνθεση Σταύρου Ξαρχάκου, μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Ζαχαρίας Καρούνης στο TheOpinion: «Μου αρέσει να κάνω ό, τι αναπαύει τη μουσική ψυχή μου»

Το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου  η σκηνή του Θεάτρου Δάσους μετατρέπεται σε «Ρεμπέτικο» πάλκο, για να φιλοξενήσει τις μουσικές και τα τραγούδια που «σφράγισαν» την ταινία – σταθμό στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.

Ήταν το 1983, όταν o Κώστας Φέρρης σκηνοθέτησε και παρουσίασε, σε σενάριο του ίδιου και της Σωτηρίας Λεονάρδου, την ταινία «Ρεμπέτικο». 

Μια ταινία – ορόσημο, η οποία με αφορμή την πορεία μιας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου (υπονοείται η Μαρίκα Νίνου), κατέγραψε την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, τα ρεμπέτικα, τη ζωή των καλλιτεχνών, τη ζωή στα προσφυγικά. Για τις ανάγκες της, ο Σταύρος Ξαρχάκος δημιούργησε νέα τραγούδια, αφήνοντας την αίσθηση ότι πρόκειται για παλιά ρεμπέτικα.

Τότε, παρά τις επιθυμίες εταιρειών, επέλεξε να βρει φωνές που να ταιριάζουν σ’ αυτό που ονειρεύτηκε· φωνές με βίωμα και ιδιαίτερο χρώμα. Έτσι και τώρα. Επιλέγει την ομαδικότητα στην παρουσίαση του έργου «Ρεμπέτικο – 40 χρόνια μετά» και δίνει τον πρώτο λόγο στην εικοσαμελή ορχήστρα του, ερμηνευτικό κομμάτι της οποίας είναι και ο Ζαχαρίας Καρούνης.

Κύριε Καρούνη, είστε ένας καλλιτέχνης που συνδυάζει τη Βυζαντινή και τη Δημοτική μουσική, το θεατρικό και το μουσικό πάλκο. Ποια η απαρχή όλων αυτών;

Μου προσάπτετε, μάλλον, πολλές ιδιότητες. Η ιδιότητά μου είναι ερμηνευτής. Από ‘κεί και πέρα, επειδή είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει να «πειραματίζομαι» πάνω στη μουσική, έχω καταπιαστεί με διάφορα είδη· όσα, τουλάχιστον, πιστεύω ότι θα μπορούσα να τα υπηρετήσω.

Μέσα σε αυτά είναι, φυσικά, η Βυζαντινή μουσική, που ήταν η βάση μου από μικρό παιδί. Αυτήν σπούδασα. Μετά σπούδασα και Θεολογία, όπου έχει μεγάλη σχέση με τη συγκεκριμένη μουσική.  

Αλλά από τα δεκαοχτώ, που ήρθα στην Αθήνα, ανέπτυξα μια καλλιτεχνική δράση η οποία είχε να κάνει περισσότερο με το θέατρο, με τη μουσική στο θέατρο. Δούλεψα στο Εθνικό, δούλεψα σε πολλές παραστάσεις, μεταξύ αυτών και του «Μεγάλου μας Τσίρκου» με τον Σταύρο Ξαρχάκο, του «Αμάν Αμήν», της «Γειτονιάς των Αγγέλων» και πολλές ακόμα. 

Παράλληλα, όμως, συνεργάστηκα και πολλά χρόνια με τη Δόμνα Σαμίου, μέχρι που έφυγε από τη ζωή. Με μύησε και στο Δημοτικό τραγούδι, το οποίο επίσης έχει μεγάλη σχέση με τη Βυζαντινή μουσική. Οπότε, θα έλεγα ότι μου ήταν πιο εύκολο να το προσεγγίσω. Κι έχοντας δίπλα μου αυτήν τη μεγάλη δασκάλα, ήταν ακόμα ευκολότερο. 

Και μου δίνετε την εντύπωση ότι δεν θα σταματήσετε να «ανακαλύπτετε», σε όλο το μουσικό εύρος…

Να σας πω την αλήθεια, ένα χαρακτηριστικό μου είναι, ως ερμηνευτής, ότι ποτέ δεν έβαλα αυτό που λέμε «πλάνο καριέρας». Δηλαδή, ότι πρέπει να ασχοληθώ με ένα είδος και να με μάθει ο κόσμος σε αυτό. Άλλοι συνάδελφοι το κάνουν και καλώς το κάνουν. Γιατί, κακά τα ψέματα, βοηθάει πάρα πολύ η εξειδίκευση.

Όμως, επειδή μου αρέσει να κάνω ό, τι αναπαύει την ψυχή μου, τη μουσική ψυχή μου, υπήρξαν κι άλλα πράγματα με τα οποία ήθελα να ασχοληθώ και τα τόλμησα. Και, μέχρι τώρα, δεν με έχουν διαψεύσει. Μπορεί να έχω χάσει από αλλού, αλλά δεν έχω χάσει, σίγουρα, από μουσικές εμπειρίες.

Η γνωριμία σας με τον Σταύρο Ξαρχάκο, από πότε «μετράει»; 

Εδώ και δεκατρία χρόνια. Από το ’11, όπου πήγα σε μια ακρόαση γιατί έψαχνε έναν συγκεκριμένο τραγουδιστή στο δεύτερο ανέβασμα του «Αμάν Αμήν», στο θέατρο Ακροπόλ· μια παράσταση αφιερωμένη στα ρεμπέτικα τραγούδια, αλλά και γενικότερα στον λαϊκό πολιτισμό, όπου την είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Εκεί ξεκίνησα με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Αγαπηθήκαμε πολύ. 

Μετά με επέλεξε να κάνω τον ρόλο του τραγουδιστή στο «Μεγάλο μας Τσίρκο»· έναν ρόλο, που είχε ερμηνεύσει στο πρώτο ανέβασμα ο Νίκος ο Ξυλούρης. Κάναμε εκατόν εβδομήντα παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα. 

Η πορεία μου μαζί του ήταν πάρα πολύ δημιουργική, πολύ ωφέλιμη για μένα ως ερμηνευτή. Και «μετράει» μέχρι τις μέρες μας, με πολλές συναυλίες και παραστάσεις.

Έχοντας συναναστραφεί μαζί του όχι μόνον σε επαγγελματικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, θα μας μιλήσετε και για αυτήν την πιο «ανθρώπινη» πλευρά του;

Ξέρετε κάτι; Νομίζω ότι, μέχρι κάποιο σημείο, σε αυτόν τον τομέα έχει λίγο παρεξηγηθεί ο Σταύρος Ξαρχάκος, γιατί ήταν αρκετά απόμακρος. Δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν έβγαινε στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Ήταν πολύ σπάνιες οι φορές, που θα είχε έναν δημόσιο λόγο· μετρημένες φορές και, φυσικά, μέσα και από την πολιτική του δραστηριότητα. 

Στην πραγματικότητα, είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ τρυφερός. Ευαίσθητος. Δοτικός. Είναι, θα έλεγα, πολύ δοσμένος στη δουλειά του. Όποιος έχει την τύχη να έρθει κοντά του και να μπει στο δικό του, μουσικό σύμπαν, αυτό είναι μια ευλογία. 

Αλλά αυτό που κρατώ, επειδή έχω έρθει σε επαφή μαζί του και σε προσωπικές στιγμές και στο σπίτι του και σε φιλοξενίες, είναι ότι πρόκειται για έναν πολύ τρυφερό άνθρωπο. Σίγουρα αυτοί που τον συναναστρεφόμαστε, είμαστε τυχεροί. Μας «ανοίγει» παράθυρα στη σκέψη, η οποία μπορεί να αντικατοπτρίζει την ίδια μας τη ζωή αλλά και τη μουσική μας ενασχόληση.

Για να το πω αλλιώς, διαφορετικά θα ερμηνεύσω ένα τραγούδι με τη δική μου ορχήστρα σε έναν συναυλιακό χώρο και τελείως μα τελείως διαφορετικά, όταν με διευθύνει ο Σταύρος Ξαρχάκος. 

Ερχόμενοι, λοιπόν, στο «Ρεμπέτικο», να υποθέσω ότι, χρόνια πριν, είχατε δει την ταινία. Έτσι δεν είναι;

Ναι, φυσικά.

Σκεφτήκατε, ποτέ, πως θα ερχόταν η στιγμή που θα «ξαναζωντανεύατε» το μουσικό της κομμάτι; Ότι, δηλαδή, θα είσαστε κι εσείς μέρος της;

Κατά κάποιον τρόπο, διαβάζετε τη σκέψη μου. Είμαι ένα παιδί που μεγάλωσα στην επαρχία, χωρίς να είμαι στον μουσικό χώρο. Χωρίς να έχω γνωριμίες. Και, ερχόμενος στην Αθήνα, είχα κάποια όνειρα. 

Κάποια στιγμή, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου και περνώντας έξω από ένα δισκοπωλείο, «έπεσε» το μάτι μου σε ένα εξώφυλλο· ένα πάρα πολύ όμορφο εξώφυλλο, που αργότερα έμαθα ότι ήταν του Τσαρούχη. Ήταν, λοιπόν, των τραγουδιών του «Αμάν Αμήν», από το πρώτο ανέβασμα. Δεν ήξερα καν τι είχε μέσα αυτό το cd και το αγόρασα λόγω του εξωφύλλου του. Είχε κάποιους αγγέλους, με διάφορα μπουζούκια και μουσικά όργανα. Πήγα στο σπίτι και είδα ότι είναι του Σταύρου Ξαρχάκου.

Όταν άρχισα να ακούω τις ενορχηστρώσεις, είπα: «Θεέ μου, θα ήθελα πάρα πολύ να τραγουδήσω αυτήν τη μουσική με αυτές τις ενορχηστρώσεις». Και μετά από δέκα χρόνια,  δούλεψα με τον ίδιο τον συνθέτη στο «Αμάν Αμήν». Ακούγοντας παραδοσιακά τραγούδια της Δόμνας Σαμίου, μου συνέβη και αυτό. Ήμουν πάρα πολύ τυχερός. 

Και το ίδιο συμβαίνει, τώρα, και με το «Ρεμπέτικο». Ποιος τραγουδιστής, που ασχολείται με τη λαϊκή παράδοση, δεν θα ήθελε να ερμηνεύσει, εκ νέου, τα τραγούδια αυτής της εμβληματικής ταινίας; Γιατί πρόκειται για ένα αριστούργημα κλασικό, σε σκηνοθεσία του Κώστα Φέρρη. 

Αλλά μην ξεχνάμε ότι οι στίχοι -εγώ θα έλεγα η ποίηση, η λαϊκή ποίηση που την έχω σε πάρα πολύ μεγάλη εκτίμηση- είναι του Νίκου Γκάτσου. Αυτά είναι τα πρώτα στοιχεία για όσα θα δείτε, Ξαρχάκος – Γκάτσος. 

Κάτω από όλα αυτά είναι μια μακραίωνη μουσική παράδοση, που ξεκινάει από την αρχαιότητα και το Βυζάντιο και φτάνει στις μέρες μας. Και με κάποιον τρόπο, πολύ μυστηριώδη και μυστηριακό, ο Σταύρος Ξαρχάκος αυτό το φέρει. Δηλαδή, φέρει μέσα του τη λαϊκή παράδοση και ξέρει πώς να τη μεταδώσει στο σήμερα. 

Αυτό γίνεται στην παράσταση τώρα. Πρόκειται μεν για τα τραγούδια και τις μουσικές που ακούστηκαν στην ταινία, αλλά έχουν δοθεί με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο χωρίς να φεύγουν από τη φόρμα αυτή τη λαϊκή. Όμως, πραγματικά λειτουργεί μια φυγή, όπως λέμε, μια φούγκα στον τρόπο της μουσικής, όπου αυτά τα πράγματα, μετά, μπαίνουν σε έναν άλλον κόσμο, «Ξαρχακικό», που είναι τελείως ιδιαίτερος.

Πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες, με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να του βρω τέσσερις ψάλτες, που είναι μέσα σε αυτήν την ομάδα. Και τον ρώτησα: «Θέλεις ψάλτες, που να ξέρουν να τραγουδούν;», φοβούμενος, εγώ, ότι θα βγει κάτι ψαλτικό. Τελικά, είχε απόλυτο δίκιο. Γιατί, όσοι έρθουν, θα ακούσουν ότι, πολλά από τα τραγούδια, μπαίνουν σε μια άλλη συμπαντική διάσταση με αυτά τα ισοκρατήματα που έχει βάλει από τους ψάλτες, έτσι όπως τους χρησιμοποιεί. 

Είναι, θα έλεγα, ένα «απόκοσμο» άκουσμα πολύ πολύ ωραίο. Μιλάμε για μια πολυπληθή παράσταση. Και θα μας δείτε ως μέρος ενός συνόλου. 

Από μια περισσότερο ακαδημαϊκή μουσική θέση, πώς συνδέονται η Βυζαντινή με την Παραδοσιακή μουσική;

Είναι η ίδια «μήτρα». Η Βυζαντινή είναι συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής. Έχει πάρει στοιχεία, βέβαια, από όλη τη Μεσόγειο. Έχει πάρει στοιχεία από τις μουσικές της Ανατολής. Αλλά μιλάμε για μια μουσική, η οποία έχει στους ώμους της χίλια πεντακόσια χρόνια έκφρασης. 

Όπως καταλαβαίνετε, η ρίζα είναι αυτή. Είναι «μάνα». Οπότε, ό, τι κοινό έχει η μάνα με τα παιδιά της, αυτό το κοινό έχει η Βυζαντινή μουσική με τη δική μας Δημοτική παράδοση. Οι μουσικοί δρόμοι πάνω στους οποίους είναι γραμμένα τα Τροπάρια, είναι οι ίδιοι ακριβώς μουσικοί δρόμοι που ακούμε στα ρεμπέτικα τραγούδια. 

Επίσης, μην ξεχνάμε τον λόγο. Στην Ελληνική μουσική, η χαρακτηριστική και η μόνη βάση πάνω στην οποία γράφονται οι μουσικές, είναι ο λόγος. Στην ουσία, πολλές φορές, γινόταν αυτό που έκαναν οι μεγάλοι υμνωδοί της Εκκλησίας· την ίδια ώρα που έγραφαν την ποίηση, έγραφαν και τη μουσική. Είναι μακραίωνη παράδοση. 

Όσον αφορά τα δικά σας, πιο προσωπικά «βήματα»;

Τα τελευταία χρόνια, έχω επιδοθεί πολύ και σε σκηνοθετικές προσπάθειες πάνω σε μουσικές παραστάσεις. Η τελευταία μου ήταν στο Ηρώδειο, με τραγούδια από τη Μικρά Ασία. Επίσης, βρέθηκα στο Μέγαρο Χορού Καλαμάτας όπου έκανα μια μεγάλη παράσταση, πάλι με παραδοσιακούς χορούς και Μικρασιάτικα τραγούδια.

Το καλοκαίρι θα έχω και δικές μου συναυλίες. Και, φυσικά, τη μεγάλη αυτήν παράσταση με τον Σταύρο Ξαρχάκο.

Από δισκογραφία, η τελευταία μου δουλειά είναι με παραδοσιακά τραγούδια. Και παρόλο που έχω «πολιτογραφηθεί» και ως παραδοσιακός τραγουδιστής, είναι η πρώτη δουλειά με παραδοσιακά τραγούδια, που τόλμησα να βγάλω, από την αρχή μέχρι το τέλος. Έχει μέσα και δύο ανέκδοτα τραγούδια από το αρχείο της Δόμνας Σαμίου κι άλλα από την πατρίδα μου, τη Λακωνία. Ήταν επίσης μια ομαδική δουλειά, με πάρα πολλούς μουσικούς. Λέγεται «Τι Πικρά Γλυκά ‘ν’ τα Γέλια». Είναι, αυτό που λέμε, η βυζαντινή χαρμολύπη.

Πληροφορίες

Σταύρος Ξαρχάκος – Ρεμπέτικο – 40 χρόνια μετά

Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου και ώρα 20.30

Εισιτήρια: VIP Ζώνη (αριθμημένες θέσεις) 25€, Γενική είσοδος 20€

Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr, Σάρωθρον (Κατούνη 17, Λαδάδικα), Θέατρο ΑΥΛΑΙΑ (Τσιμισκή 136)

Συντελεστές (με αλφαβητική σειρά)

Ανδρεάδης Θανάσης: ψάλτης

Βασίλας Γρηγόρης: μπουζούκι, τραγούδι

Βεργόπουλος Φώτης: μπουζούκι, τραγούδι

Δρογκάρης Βασίλης: ακορντεόν

Ζάκκας Ηρακλής: μπουζούκι, τραγούδι

Καρούνης Ζαχαρίας: τραγούδι

Καψοκαβάδης Αλέξανδρος: τζουράς, τραγούδι 

Κολοβός Κωνσταντίνος: ψάλτης

Κουμεντάκης Λάζαρος: ψάλτης

Λίβανος Δημήτρης: μπουζούκι, τραγούδι

Μιχελλής Θεολόγος: βιολί

Νεοφυτίδης Νεοκλής: πιάνο

Νικόπουλος Γιώργος: κιθάρα, τραγούδι

Ξαρχάκος Σταύρος: ενορχήστρωση – διεύθυνση ορχήστρας, τραγούδι

Πάππος Μανώλης: μπουζούκι, τραγούδι

Πασχαλίδης Βαγγέλης: σαντούρι

Ρέππας Δημήτρης: μπουζούκι, τραγούδι 

Σαΐα Ηρώ: τραγούδι

Τζίκας Αντώνης: κόντρα μπάσο

Τρασάνης Χάρης: ψάλτης

O Σταύρος Ξαρχάκος αφιερώνει τη συναυλία στους πρωτεργάτες του «Ρεμπέτικου», που δεν είναι πια στη ζωή: Νίκο Γκάτσο, Σωτηρία Λεονάρδου, Νίκο Δημητράτο, Νίκο Μαραγκόπουλο, Κώστα Τσίγκο, Τάκη Μπίνη, Αριστείδη Μόσχο και Θόδωρο Πολυκανδριώτη