«Μπήκα εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να κρύβονται πίσω απ’ το “καλά είμαι”» – Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου έμεινε για ένα εξάμηνο στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου

Μιλά στο TheOpinion με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά» την Κυριακή στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου.

«Μπήκα εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να κρύβονται πίσω απ’ το “καλά είμαι”» – Ο Βαγγέλης Ευαγγελίου έμεινε για ένα εξάμηνο στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου

Με λέξεις στοχευμένες και «γεμάτες», αυτές δηλαδή που χρειάζονται για να περιγράψει τις εμπειρίες που έζησε και που δύσκολα περιγράφονται με λέξεις, ο Βαγγέλης Ευαγγελίου, ο άνθρωπος που εκούσια πέρασε έξι μήνες με τους Ενοίκους του Ψυχιατρικού Ξενώνα της Χίου, απαντά στις ερωτήσεις του TheOpinion.

«Έξι μήνες μέσα στον Ξενώνα ήταν το ανάποδο του εγκλεισμού. Ήταν έξοδος. Έξοδος από τα προσχήματα, τις κοινωνικές πανοπλίες, τις ωραίες κουβέντες που λέμε για να μη φανεί πόσο άδειοι είμαστε. Μπήκα εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να κρύβονται πίσω απ’ το “καλά είμαι”», λέει ο Βαγγέλης Ευαγγελίου που έρχεται στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου των ποιημάτων του την Κυριακή στη φετινή Διεθνή Έκθεση Βιβλίου.

Το βιβλίο «τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά» αποτελεί μια ποιητική αυτο-εθνογραφία, όπως την ονομάζει. «Αν με ρωτάς ποιος έγραψε τα ποιήματα, θα σου πω: ο Ξενώνας. Εγώ απλώς τους έδωσα σχήμα — σαν να βγάζω το σκυλί της γειτονιάς βόλτα και να του ζητώ να με οδηγήσει», λέει.

Μια φορά στο παρελθόν, για δυο-τρεις μέρες, χρειάστηκε να περνώ κάποιες ώρες της ημέρας στο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης για ένα ρεπορτάζ που έκανα για τις ακούσιες εισαγωγές ασθενών. Σκεφτόμουν τότε έντονα ότι ο χαρακτηρισμός «ακούσια», όταν αναφερόμαστε σε ασθενείς που μπαίνουν στο ψυχιατρείο, είναι λίγο οξύμωρος. Ποιος, στ’ αλήθεια, μπαίνει στο ψυχιατρείο εκουσίως; Να, λοιπόν, που διαβάζω την ιστορία σου και όλα ανατρέπονται. Εσύ ήθελες και μπήκες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου – και μάλιστα για έξι μήνες. Γιατί;

Ακούσια ή εκούσια, το ζήτημα δεν είναι η πόρτα που ανοίγεις, αλλά αν έχεις αποφασίσει να μείνεις όταν κλείσει πίσω σου. Μπήκα στον Ψυχιατρικό Ξενώνα της Χίου σαν κηπουρός που βαρέθηκε το ψαλίδι και αποφάσισε να φυτέψει τον εαυτό του. Ούτε ήρωας, ούτε μάρτυρας – πιο πολύ σκύλος (τελικά). Από εκείνους τους ήσυχους, που γαβγίζουν μόνο όταν βλέπουν τον ιδιοκτήτη τους να ξεχνάει ποιος είναι. Έξι μήνες μέσα στον Ξενώνα ήταν το ανάποδο του εγκλεισμού. Ήταν έξοδος. Έξοδος από τα προσχήματα, τις κοινωνικές πανοπλίες, τις ωραίες κουβέντες που λέμε για να μη φανεί πόσο άδειοι είμαστε. Μπήκα εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να κρύβονται πίσω απ’ το «καλά είμαι». Η ακούσια είσοδος είναι όντως οξύμωρη. Αλλά πιο οξύμωρο είναι να ζεις ολόκληρη ζωή εκουσίως στη σιωπή, και ακούσια να συνεχίζεις.

Αρχικά, ας αναφέρουμε ότι μπήκες για να φωτογραφίσεις, έτσι δεν είναι; Ο Ψυχιατρικός Ξενώνας είναι ίσως ο πιο εντυπωσιακός σταθμός του Chiography Project, αυτού του εθνογραφικού φωτογραφικού οδοιπορικού στη Χίο. Είναι αυτός ο σταθμός καθοριστικός για τον Βαγγέλη Ευαγγελίου — καλλιτεχνικά αλλά και προσωπικά;

Ναι, μπήκα στον Ξενώνα για να φωτογραφίσω. Αυτό ήταν το πρόσχημα. Η αιτία. Το όχημα. Πήγα να καταγράψω. Δεν είχα ιδέα ότι θα έφευγα εγώ ο ίδιος καταγεγραμμένος. Η ποίηση προέκυψε όχι σαν εναλλακτική, αλλά σαν ανάγκη. Όταν το κλικ της κάμερας άρχισε να ηχεί άτονο, αφιλόξενο, προσποιητό — εκεί γεννήθηκε ο στίχος. Ή, πιο σωστά, η ανάγκη για στίχο.

Ο Ψυχιατρικός Ξενώνας είναι, όντως, ο πιο εντυπωσιακός σταθμός του Chiography Project. Είναι ο μοναδικός σταθμός που δεν με άφησε να μείνω φωτογράφος. Με ξεβόλεψε. Με διέλυσε. Και από αυτή τη διάλυση ήρθε το βιβλίο που έρχομαι να παρουσιάσω στην όμορφη Θεσσαλονίκη σας. Καλλιτεχνικά, ναι, με άλλαξε. Όχι γιατί βρήκα νέο ύφος — αλλά γιατί αναγκάστηκα να ξεχάσω όλα τα προηγούμενα. Έπαψα να νοιάζομαι για το αποτέλεσμα. Με ενδιέφερε μόνο η σχέση. Να μη φεύγει κανείς απ’ το δωμάτιο νιώθοντας πως τον εκμεταλλεύτηκαν. Να μη μείνει τίποτα ωραίο — μόνο αληθινό. Προσωπικά, όμως, εκεί ήταν το πραγματικό ρήγμα. Όταν κάθισα στην αυλή κι ένιωσα να με κοιτούν όχι ως επισκέπτη, αλλά ως κάποιον που ανήκει.

Όχι επειδή έχω διάγνωση — αλλά γιατί κουβαλάω την ίδια ανάγκη για συνύπαρξη χωρίς εξηγήσεις. Από ‘κει και πέρα, όλα άλλαξαν. Δεν γράφω, δεν φωτογραφίζω, δεν υπάρχω με τον ίδιο τρόπο. Έγινα παραλήπτης — όχι πομπός. Ο Ξενώνας δεν με ενέπνευσε. Με έκανε άλλον.

Η διαμονή σου στη δομή ήταν αυτή που «γέννησε» αυτά τα ποιήματα που διαβάζουμε στο «τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά»; Ήταν οι διάλογοί σου με τους ασθενείς ή οι μονόλογοί τους που σε ώθησαν τελικά να γράψεις;

Δεν τα έγραψα τα ποιήματα. Με βρήκαν. Ήρθαν και με έγλειψαν όπως τα σκυλιά της αυλής, χωρίς να ζητούν αντάλλαγμα. Δεν είχα σκοπό να γράψω τίποτα. Είχα σκοπό να είμαι. Και κάπως, ανάμεσα στο να είμαι και να παρατηρώ, συνέβη το ποιητικό σώμα. Οι διάλογοι, ναι, υπήρχαν. Οι μονόλογοι — ακόμη περισσότερο. Μα εκείνο που γεννάει το ποίημα δεν είναι ο ήχος της φωνής, αλλά η δόνηση της σιωπής. Όταν κάποιος με κοίταξε επί δέκα λεπτά δίχως λέξη κι εγώ ένιωσα ότι μου μίλησε για το παιδικό του δωμάτιο, για τους θανάτους του, για τα ζώα που ήθελε να σώσει αλλά δεν πρόλαβε — εκεί κάθισε το πρώτο γαβ της ποιητικής μου φωνής.

Δεν πρόκειται για έμπνευση. Πρόκειται για συγκατοίκηση με την άκρη. Όταν δεν αντέχεις άλλο να εξηγείς, αρχίζεις να συλλαβίζεις. Όταν ο άνθρωπος ξεμένει από λέξεις, γεννιέται ο σκύλος μέσα του. Κι όταν ο σκύλος γαβγίζει με συλλαβές, τότε κάτι βαθιά ανθρώπινο μας κοιτά στα μάτια.

Είναι λοιπόν τα ποιήματα καρπός διαλόγου; Όχι μόνο. Είναι και των χαπιών, και των ωρών, και των γαβγισμάτων δίχως παραλήπτη. Είναι και το παρατηρείν, που έγινε η μόνη πράξη μου – η πιο βίαιη μορφή συμμετοχής. Αν με ρωτάς ποιος έγραψε τα ποιήματα, θα σου πω: ο Ξενώνας. Εγώ απλώς τους έδωσα σχήμα — σαν να βγάζω το σκυλί της γειτονιάς βόλτα και να του ζητώ να με οδηγήσει.

Ποιο είναι το ποίημα που, περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα μέσα στο βιβλίο σου, θα επέλεγες ως το πιο αντιπροσωπευτικό αυτού που ήθελες να εκφράσεις μετά από όλη αυτή την εμπειρία;

Ευτυχία μου, όχι μόνο δεν είναι εύκολο να επιλέξω ποιο ποίημα είναι αντιπροσωπευτικό — είναι ακατόρθωτο. Διότι και τα 100 ποιήματα αντιπροσωπεύουν πλήρως αυτό που έζησα, ακόμα κι αν τα πάρεις ένα ένα ως μονάδα, ξεχωριστά. Και ξέρεις γιατί; Γιατί μέσα στην ποιητική αυτο-εθνογραφία δεν υπάρχει ιεραρχία. Όπως ακριβώς και μέσα στον Ξενώνα: κανείς δεν είναι πιο πολύ «έγκλειστος» από τον άλλον. Όλοι έχουμε την τρέλα μας — ή την ποίησή μας — και τα κυκλοφορούμε σε διαφορετική συσκευασία. Όμως αν με πιέζεις, αν με βάλεις να διαλέξω, όπως ο παιδίατρος που πρέπει να αποφασίσει ποιο παιδί θα πρωτοθεραπεύσει μέσα στο χάος, θα σου πω δύο τίτλους: «Η μαρτυρία του σκύλου» και «Η πιο μεγάλη βόλτα».

Ο πρώτος, γιατί ξεκινάει το παραλήρημα με δομή — όπως ξεκινά ένα τραύμα να βρίσκει τον ρυθμό του. Και ο δεύτερος, γιατί δίνει τόπο στο πένθος. Του δίνει λουρί και διαδρομή. Η ποίηση, όταν συμβαίνει σε τέτοια μέρη, δεν είναι πια τέχνη. Είναι καταγραφή επιβίωσης.

Αυτοί οι δύο τίτλοι — «Η μαρτυρία του σκύλου» και «Η πιο μεγάλη βόλτα» — θα σου πω πως δεν ήταν επιλογές· ήταν φανερώσεις. Δεν κάθισα ποτέ να πω «ποιος τίτλος ταιριάζει;». Ο τίτλος «Η μαρτυρία του σκύλου» γεννήθηκε γιατί, απλούστατα, μέσα στις 175 ημέρες έγινα σκύλος. Όχι ρομαντικά. Κυριολεκτικά. Μέσα στους έξι εκείνους μήνες στον Ξενώνα, ξεμάκρυνα από τον άνθρωπο που ήξερα. Έπαψα να υπακούω στον ρυθμό του ρολογιού, στις ευγένειες της κουβέντας, στην ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Έζησα στο παρόν, έγλειψα τις πληγές μου, έμαθα να μυρίζω τους άλλους και να τους αναγνωρίζω χωρίς να χρειάζεται να μου πουν λέξη. Κι αυτό το ένστικτο — που δεν διδάσκεται — είναι η μόνη πραγματική μαρτυρία που έχω να καταθέσω. Αυτό το ποίημα είναι το πρώτο γαβ που βγήκε από μέσα μου κι είχε νόημα. Γιατί όποιος έζησε σκύλος, δύσκολα ξαναγίνεται άνθρωπος με τον ίδιο τρόπο.

Ο δεύτερος τίτλος, «Η πιο μεγάλη βόλτα», ήρθε την τελευταία στιγμή. Κυριολεκτικά. Λίγες ημέρες πριν το βιβλίο φύγει για το τυπογραφείο, πέθανε η πιο αγαπημένη μου ένοικος: η Ειρήνη. Εκείνη που μου έμαθε τι σημαίνει να μοιράζεσαι ένα πιάτο φασολάκια. Από την ώρα που έφυγα από την Αθήνα για να πετάξω προς τη Χίο, έως την ώρα της επιστροφής, αυτή ήταν η πιο μεγάλη βόλτα. Όχι γιατί είχε απόσταση — αλλά γιατί είχε διάρκεια μέσα μου. Συνεχίζεται ακόμη.

Πώς προέκυψε ο συγκεκριμένος τίτλος του βιβλίου;

Ο τίτλος του βιβλίου αντλεί τις ρίζες του από μια ιδιαίτερη στιγμή της παραμονής μου στον Ξενώνα. Κατά την πρώτη νύχτα διαμονής μου, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ενώ η ησυχία του χώρου διακοπτόταν μονάχα από τους ήχους των σκυλιών που γαβγίζαν στο βάθος του Νεχωρίου, η Ένοικος Ειρήνη γύρισε και μου είπε με φυσικότητα: «Βαγγέλη, τα σκυλιά γαβγίζουν συλλαβιστά». Αυτή η φράση, παρά τη φαινομενική της απλότητα, ενείχε μια ποιητική δύναμη που με σημάδεψε. Δεν ήταν απλώς μια καθημερινή παρατήρηση· συνιστούσε την αποκάλυψη μιας νέας σημειολογίας, ενός διαφορετικού τρόπου αντίληψης του κόσμου, που μετέφραζε το συνηθισμένο σε εξαιρετικό. Από εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα ότι το έργο αυτό θα ήταν κάτι περισσότερο από μια συλλογή ποιημάτων· θα λειτουργούσε ως μια εξερεύνηση των ορίων της γλώσσας, της έκφρασης και της κατανόησης της καθημερινότητας.

Πριν τη Θεσσαλονίκη και τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, βρέθηκες στη Χίο για να παρουσιάσεις το βιβλίο σου; Πήγες στον Ψυχιατρικό Ξενώνα; Είδες τους ανθρώπους που, προφανώς, σε ενέπνευσαν για αυτά τα ποιήματα;

Ναι, φυσικά και πήγα στη Χίο πριν από τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. Πρώτα εκεί — γιατί δεν θα είχε νόημα να πάω πουθενά αλλού. Στη Χίο δεν παρουσιάστηκε απλώς το βιβλίο· επέστρεψε εκεί απ’ όπου ήρθε. Δεν ήταν απλά μία εκδήλωση· ήταν αναχώρηση και επιστροφή μαζί. Σαν να πήγα να παραδώσω τα γαβγίσματα στους κατόχους τους. Πήγα στον Ψυχιατρικό Ξενώνα και μπήκα χωρίς καμία διάθεση να παίξω τον ποιητή. Πήγα σαν συγγενής. Είδα πρόσωπα που δεν είχαν ανάγκη να διαβάσουν το βιβλίο, γιατί το είχαν ήδη ζήσει — και μάλιστα από μέσα προς τα έξω. Πήγα για να πω ένα «ευχαριστώ» — όχι με λέξεις, αλλά με το σώμα μου. Με την παρουσία μου. Και φυσικά, δεν πήγα για να τους δείξω τι έγραψα. Πήγα για να επιβεβαιώσω ότι τίποτα απ’ όσα έζησα δεν ήταν φαντασίωση. Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν όταν με αγκάλιασαν. Κι εγώ χάρηκα. Γιατί αυτό σημαίνει πως προχώρησαν.

Θέλεις να μας πεις και για τον Κάβουρα, το κόμικ σου, που «γεννήθηκε» μετά τη διάγνωση του καρκίνου; Ήταν πριν ή μετά τον μεγάλο «σταθμό» της παραμονής σου στον Ψυχιατρικό Ξενώνα στη Χίο;

Ο καρκίνος ήρθε πρώτος. Ο Ξενώνας μετά. Θα μπορούσε να είναι και ανάποδα — γιατί και τα δύο είναι στιγμές που σε ξεγυμνώνουν. Δεν σου επιτρέπουν να κάνεις πως δεν βλέπεις. Σε βάζουν μπροστά στον καθρέφτη για να επιλέξεις. Κι εγώ επέλεξα να γράψω στιγμές της εμπειρίας μου και να τις δώσω στον ταλαντούχο κομίστα Νικόλα Στεφαδούρο. Ο Κάβουρας ήταν ο τρόπος μου να διαχειριστώ μια λέξη που δεν ήθελα να λέω δυνατά. Να γίνει εικόνα. Να της δώσω χρώμα και περπάτημα πλάγιο. Ο Κάβουρας, λοιπόν, ήταν πριν τη Χίο — αλλά με προετοίμασε γι’ αυτήν. Γιατί όταν έχεις ήδη ζήσει τη λέξη καρκίνος, δεν σε τρομάζει πια η λέξη τρέλα. Ξέρεις ότι ο πόνος δεν έχει ιεραρχία. Και στις δύο περιπτώσεις, γλίτωσα — όχι επειδή έγινα πιο δυνατός, αλλά επειδή έγινα πιο ειλικρινής.

Μελοποιημένα ποιήματα του βιβλίου: