«Το αγόρι που μιλούσε με τα πουλιά» – Μια παράσταση αφιέρωμα στον μεγάλο Σταύρο Κουγιουμτζή (ΦΩΤΟ)
Ο Σταύρος Κουγιουμτζής, υπάρχει και αναπνέει ακόμη στην Καλαμαριά τόσο από τα τραγούδια του που ζουν μέσα στις ψυχές του κόσμου ούτως ή άλλως, αλλά και μέσα από τους ανθρώπους που τον τιμούν όπως ο Θανάσης Γιώγλου με τον οποίο μοιραζόμαστε λίγα λόγια.
Πριν λίγες μέρες είχα τη χαρά να παρακολουθήσω την γενική πρόβα μιας πολύ όμορφης και τρυφερής παράστασης στο θέατρο Σοφούλη στην Καλαμαριά.
Πρόκειται για το θεατρικό έργο «Το αγόρι που μιλούσε με τα πουλιά», ένα λαϊκό παραμύθι αφιερωμένο στα νεανικά χρόνια του Σταύρου Κουγιουμτζή, ένα ταξίδι στις μυρωδιές, τα χρώματα και τις σχέσεις των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Κάνουμε νοερή βόλτα στις φτωχογειτονιές της πόλης μας με τις παρέες και τα υπαίθρια φαγοπότια, ακούμε τούρκικα τοπωνύμια όπως Τσαούς Μοναστήρ, Καραβάν Σαράι, βλέπουμε γυναίκες να «λένε» το φλυτζάνι, περιπλανιόμαστε μαζί με τους πλανόδιους μουσικούς που είναι ένα με την ιστορία της Θεσσαλονίκης. Όλα αυτά ακούγοντας τα τραγούδια του ζωντανά επί σκηνής από δύο και μόνο μουσικούς, που όμως αποτελούν από μόνοι τους θαρρείς ολόκληρη ορχήστρα. Πραγματικά βιογραφικά στοιχεία, μπλέκουν με μάγια, φαντασία και μυθοπλασία, δημιουργώντας μια ιστορία που παιδαγωγεί τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους, με έναν από τους σπουδαίους του τόπου, έναν άνθρωπο ευαίσθητο όσο και τα τραγούδια που έγραφε.
Μετά την πρόσκληση από τον συντοπίτη μου Θανάση Γιώγλου, αλλά και την προσωπική αδυναμία που έχω στον Κουγιουμτζή, δεν γινόταν παρά να πούμε και λίγες κουβέντες για να συστήσουμε καλύτερα την υπέροχη ομάδα της παράστασης.
Τα είπαμε στη συνέντευξη τύπου, είναι χαρά μου να τα πούμε και τώρα κατ’ ιδίαν… Πώς ξεκίνησε το ταξίδι αυτής της παράστασης; Από την Αθήνα, μια στάση σε σχολείο που δεν ολοκληρώθηκε και τώρα στο θέατρο Σοφούλη.
Καταρχήν ευχαριστώ πολύ για την τιμητική πρόσκληση για την κουβέντα μας. Αυτή την παράσταση την είδα για πρώτη φορά τον Νοέμβρη του 2007 στο θέατρο «Άνεσις» της Αθήνας. Ενθουσιάστηκα και συγκινήθηκα συγχρόνως, ενώ παράλληλα μου μπήκε στο μυαλό η ιδέα να πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη και ιδιαίτερα στην Καλαμαριά. Για κάποιους λόγους ήταν αδύνατο να γίνει τότε. Πέρασαν αρκετά χρόνια, μέχρι το φθινόπωρο του 2019, που έκανα μια πρόταση στη δασκάλα του γιου μου, ο οποίος ήταν τότε μαθητής της Πέμπτης Δημοτικού, να δει την παράσταση από ένα dvd που της έδωσα και, αν της αρέσει, να την παρουσιάσουν το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, στην γιορτή αποφοίτησης της Έκτης Δημοτικού. Η δασκάλα ενθουσιάστηκε και δεσμεύθηκε πως θα προσπαθήσει να την ετοιμάσει. Επειδή όμως, όπως λέει ο σοφός λαός, «όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει», σε ένα – δυο μήνες «άρχισε να γελάει» ο κορονοϊός και τα σάρωσε όλα. Έτσι, συζητώντας τον περασμένο χειμώνα με την Παυλίνα τη Χαρέλα, με την οποία συνδεόμαστε με τριαντάχρονη φιλία, της πρότεινα να δει το dvd και να ανεβάσει το «Αγόρι που μιλούσε με τα πουλιά», σαν βασική παιδική παράσταση για τη σεζόν 2023-2024. Η Παυλίνα είδε το dvd, ενθουσιάστηκε, ήρθε σε επαφή με τον συγγραφέα του έργου τον Γιώργο Φρατζεσκάκη και με την Αιμιλία Κουγιουμτζή, τη σύζυγο του Σταύρου. Από κει και πέρα όλα πήραν τον δρόμο τους κι έτσι σήμερα είμαστε εδώ και τα λέμε, έχοντας παρακολουθήσει την «avant – premiere» του «Αγοριού που μιλούσε με τα πουλιά»…

Κατά πόσο το έργο περιέχει αληθινά πρόσωπα και γεγονότα πέρα από τη μυθοπλασία του παραμυθιού;
Ίσως πρέπει να διευκρινίσουμε πως η ιστορία εξελίσσεται γύρω από τα εφηβικά χρόνια του Σταύρου Κουγιουμτζή, αλλά δεν αποτελεί τη βιογραφία του. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά βιογραφικά στοιχεία και χαρακτήρες που υπήρξαν στη ζωή του, όπως ο φίλος του ο Μάρκος, ο κυρ – Κωστάκης με το γραμμόφωνο, οι ετικέτες των δίσκων με το σκυλάκι και την καρδερίνα, η αγάπη του στον «ψηλό» συνθέτη και βεβαίως οι αναφορές που υπάρχουν στα τραγούδια του στα πουλιά, απ’ όπου γεννήθηκε και ο τίτλος του έργου. Υπάρχουν κι άλλα βιογραφικά στοιχεία, αλλά ας μην τα αποκαλύψουμε όλα…
Ξενιτιά, ξεριζωμός, αδιαμφισβήτητα η φτώχεια και η βιοπάλη, είναι μερικά από τα θέματα που υμνολογεί ο Κουγιουμτζής, αλλά και η παράσταση. Θα λέγαμε ότι εκτός από ένας φόρος τιμής στον κυρ – Σταύρο και τα τραγούδια του, είναι παράλληλα ένα λαογραφικό παραμύθι που μας διδάσκει για την εποχή εκείνη;
Ασφαλώς. Υπάρχουν πολλά στοιχεία της παράστασης, ειδικά στο πρώτο μέρος που διαδραματίζεται σε μια λαϊκή γειτονιά, που θυμίζουν τον παλιό, θρυλικό, ελληνικό κινηματογράφο. Δυστυχώς δεν έχουμε μαγνητοσκοπημένες, θεατρικές παραστάσεις από τα χρόνια του ’50 ή του ’60, για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα.
Συν το ότι τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι απλά καταπληκτικά και συνηγορούν σε αυτό.
Βεβαίως. Τόσο ο Θανάσης ο Κολαλάς που επιμελήθηκε τα σκηνικά και τα κοστούμια, όσο και οι χορογραφίες της Ελένης Χρυσομάλλη και η σκηνοθετική επιμέλεια της Παυλίνας Χαρέλα κατάφεραν να αποτυπώσουν απόλυτα το κλίμα της εποχής και το πνεύμα του έργου.

Όλα τα παιδιά δούλεψαν πολύ, αυτό είναι εμφανές. Ο Πλάτων Τσιπίδης έκανε πολύ δουλειά επίσης με έκδηλο το σεβασμό του στη γνώμη σου, αυτό το καταθέτω κι εγώ. Μια συλλογική δουλειά λοιπόν με τη φρεσκάδα των νέων παιδιών που παίζουν σε αυτή.
Αφροδίτη δεν είμαι θεατρολόγος για να κρίνω τις επιδόσεις των ηθοποιών που συμμετέχουν στην παράσταση. Μπορώ όμως να σου μιλήσω σαν απλός θεατής και να σου πω ότι, επειδή παραβρέθηκα σε κάποιες πρόβες αλλά και στην πρεμιέρα, διαπίστωσα ιδίοις όμμασι πως όλοι οι ηθοποιοί δούλεψαν με αστείρευτο κέφι και όρεξη, βάζοντας όλη την ψυχή και τις δυνατότητές τους για το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ίδιο και οι δυο μουσικοί που συμμετέχουν στην παράσταση και σαν ηθοποιοί. Ο «Κυρ Κωστάκης» και ο «Μάρκος». Ο Πλάτων Τσιπίδης και ο Θάνος Πραξιγάς. Ο Πλάτωνας, σαν πιο μεγάλος ηλικιακά, έχει μια διαδρομή στο θέατρο και στο τραγούδι κι έχει καταξιωθεί, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη. Είναι σπουδαίος μουσικός και ιδιαίτερος ερμηνευτής. Ο Θάνος όμως, ο συνονόματός μου, έχει γίνει, αυτό που λένε, το «πουλέν» μου. Είναι μόνο 18 χρονών, παίζει σχεδόν όλα τα έγχορδα και ξέρει όλο το ρεπερτόριο του Σταύρου Κουγιουμτζή – και όχι μόνο – απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν εννοώ μόνο τις επιτυχίες και τα γνωστά κομμάτια που ξέρουν όλοι. Ξέρει να παίζει και τα πρώτα τραγούδια του, τα άγνωστα. Και μάλιστα τα έμαθε ακούγοντάς τα από δίσκους, όχι από το YouTube, ούτε από Mp3. Έχει σημασία αυτό. Όπως είπα και στη συνέντευξη τύπου, αυτά τα παιδιά είναι η ελπίδα μας. Είναι το αύριο. Είναι η αντίσταση απέναντι στη σαβούρα και τον οχετό που μας σερβίρουν καθημερινά από τα πρωινάδικα κι όλο αυτό το τηλεοπτικό κατεστημένο. Και σταματώ εδώ, γιατί αν συνεχίσω θα πω κι άλλα και θα γίνω πολύ κακός. Είμαι εξοργισμένος με όλους αυτούς! Τα είπα και στη συνέντευξη τύπου…
Ας αλλάξουμε κλίμα. Ποια ήταν η δική σου συμβολή στη διαμόρφωση του έργου, εκτός από την ιδέα σου να ανέβει η παράσταση στο Σοφούλη;
Χαίρομαι πολύ που με ρωτάς. Επειδή λοιπόν ζητήθηκε η γνώμη μου στις πρόβες, διαπίστωσα με πολλή χαρά, πόσο ευλαβικά άκουγαν όλοι οι συντελεστές τις παρατηρήσεις μου, κυρίως σχετικά με κάποια τραγούδια ή τον τόνο τους, αλλά και ιστορίες σχετικά με τον Σταύρο Κουγιουμτζή που προέκυπταν μέσα από τις παρατηρήσεις αυτές. Πώς γράφτηκε το ένα τραγούδι, τι θέλει να πει το άλλο κλπ. Ξέρεις τι είναι, να σε πλησιάζει ηθοποιός 23 χρονών και να σου λέει: «Σας ευχαριστώ πολύ που εξ αιτίας σας έμαθα όλα αυτά για τον Σταύρο Κουγιουμτζή! Εγώ πριν από την παράσταση δεν ήξερα καν ποιος είναι! Τώρα τον έμαθα!» Συγκινήθηκα! Σου μιλάω ειλικρινά… Υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή μετά από αυτό; Εγώ πρέπει να τους ευχαριστήσω για την εμπειρία αυτή…

Ποιος είναι τελικά ο θησαυρός που αναζητεί ο Σταύρος στο ερειπωμένο σχεδόν στοιχειωμένο σπίτι της γριάς;
Η αγάπη… Το αιώνιο ζητούμενο…
Έχουμε μιλήσει για το καταπληκτικό σου βιβλίο «Σταύρος Κουγιουμτζής – Άσε με πάλι να σου πω…», στου οποίου την παρουσίαση στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς είχα παραβρεθεί με συγκίνηση. Τι ήταν για σένα ο Κουγιουμτζής και η οικογένειά του;
Δύσκολη ερώτηση. Θα μπορούσα να σου μιλάω ώρες ατελείωτες τόσο για τον Κουγιουμτζή, όσο και για την οικογένειά του και ειδικότερα για την Αιμιλία Κουγιουμτζή, που στάθηκε από την αρχή πολύτιμη αρωγός και συνεργάτης στη δημιουργία του βιβλίου. Θα σου αναφέρω μόνο μια φράση από τον πρόλογό μου, που φέρει τον τίτλο «Ο δικός μου Σταύρος Κουγιουμτζής» και να παραπέμψω τους εκλεκτούς αναγνώστες στο συγκεκριμένο κεφάλαιο, όπου τα γράφω όλα. Ή σχεδόν όλα…
«Αν και δεν συνηθίζω να κατηγοριοποιώ τους ανθρώπους, επιτρέψτε μου να κάνω μια εξαίρεση για τον Κουγιουμτζή και στη δική μου «Αγία Τετράδα» των Ελλήνων συνθετών, να τον τοποθετήσω δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη, τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Καλδάρα. Όμως το συγκινησιακό φορτίο που προκαλείται από τα τραγούδια, αλλά και την παρουσία του Κουγιουμτζή, είναι πολύ διαφορετική. Είναι κάτι άλλο, που δεν αποτυπώνεται σε κανονικό ή διαδικτυακό χαρτί…»
Ήταν μεγάλη τιμή της Καλαμαριάς να τον έχει στην αγκαλιά της.
Αυτό είναι αυτονόητο. Χαίρομαι πολύ κάθε φορά που διασχίζω την οδό Χηλής και χαζεύω σαν μικρό παιδί τη φωτισμένη πινακίδα του Δημοτικού Θεάτρου «Σταύρος Κουγιουμτζής», όπως μετονομάστηκε πρόσφατα το θεατράκι που βρίσκεται στον αυλόγυρο του 1ου Γυμνασίου – Λυκείου Καλαμαριάς. Μπορεί να είναι ένα μικρό θέατρο, όμως θυμίζει στον κόσμο πως αυτός ο γίγαντας της ελληνικής μουσικής έζησε και περπάτησε στους δρόμους της πόλης μας. Κι επειδή όσα κι αν γίνουν για τον Σταύρο Κουγιουμτζή θα είναι λίγα, εύχομαι και ελπίζω πως η Καλαμαριά θα τον τιμήσει στο μέλλον με ένα δρόμο ή μια πλατεία που θα φέρει το όνομά του…
Υπάρχουν κάποια άλλα σχέδια σχετικά με την προώθηση του βιβλίου;
Με τον Θανάση Συλιβό, τον ακούραστο «Μετρονόμο», που βρίσκεται συνέχεια στον δρόμο, σχεδιάζουμε να παρουσιάσουμε το βιβλίο στην Αθήνα το τρίτο δεκαήμερο του Νοέμβρη, με εκλεκτούς καλεσμένους και εκπλήξεις, ενώ έχουμε προτάσεις για παρουσίασή του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Σύντομα θα υπάρξουν και οι σχετικές ανακοινώσεις…

Στην παράσταση αυτή προσωποποιούνται τα αγαπημένα στοιχεία των τραγουδιών του Σταύρου Κουγιουμτζή και σε μια σκηνή σαν χορικό επανανοηματοδοτείται ο κύκλος του έργου με τον τίτλο.
-«Μιλάνε τα πουλιά;» αναρωτιέται μετά ο νεαρός Σταύρος.
-«Εσύ μιλάς με τα πουλιά» του απαντά το κορίτσι.
Η αναζήτηση του θησαυρού στο έργο, της αγάπης όπως είπαμε, χαράζει την πορεία ολόκληρου του έργου ενός καλλιτέχνη τόσο ευαίσθητου όσο και τα τραγούδια του, που μοιάζουν το καθένα σαν το γλυκοφίλημα της μάνας στο παιδί της, που είτε θέλει να το νανουρίσει, είτε θέλει να του πει για τη ζωή και πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η κοινωνία, πάντα όμως εξυμνώντας το όνειρο. «Να ’χει μια γλύκα η ζωή», λέει στο τέλος ο πρωταγωνιστής και μοιάζει τόσο αληθινά δικό του, σαν να το λέει εκείνη τη στιγμή ο ίδιος ο Κουγιουμτζής.
Όπως θυμόμαστε τον Μάρκο Μέσκο να κινείται στο κέντρο της Θεσσαλονίκης κι ακόμη νιώθουμε την ύπαρξή του ένα με αυτή, έτσι και ο Σταύρος Κουγιουμτζής, υπάρχει και αναπνέει ακόμη στην Καλαμαριά, τόσο από τα τραγούδια του που ζουν μέσα στις ψυχές του κόσμου ούτως ή άλλως, αλλά και μέσα από τους ανθρώπους που τον τιμούν, τον μνημονεύουν και τον αγαπούν, όπως ο Θανάσης Γιώγλου. Πρόκειται για μια αξιόλογη παράσταση και είναι χαρά μου να την παρουσιάσω μέσα από ένα σύντομο φωτογραφικό αφιέρωμα.

