Θανάσης Τριαρίδης στο TheOpinion: «Την αλήθεια της συνάντησης ψάχνω!»

Ο συγγραφέας «Του πλυντηρίου», Θανάσης Τριαρίδης, μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Θανάσης Τριαρίδης στο TheOpinion: «Την αλήθεια της συνάντησης ψάχνω!»

Παράταση παραστάσεων για «Το πλυντήριο» του Θανάση Τριαρίδη έως τις 11 Φεβρουαρίου, στον Πολυχώρο Τέχνης Alte Fablon.

«Εργάζομαι ως ένας παράξενος πολιτισμικός ξεναγός», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο Θανάσης Τριαρίδης στο TheOpinion. «Με αυτές τις απόψεις και τα μυαλά, έληξα μέσα μου τη δυνατότητα να βιοπορίζομαι από αυτά που γράφω. Και να σου πω την αλήθεια, εξαρχής δεν το ‘θελα. Κάνω, λοιπόν, σεμινάρια ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κάνω μαθήματα γραφής. Κάνω ξεναγήσεις· είμαι, δε, ειδικός σε ξεναγήσεις νεκροταφείων. Κι όλα τα κάνω με τον παράξενο τρόπο, που κάνω τη ζωή μου γενικότερα».

Θα ενστερνιστώ την άποψη του «παλιού», ότι είναι δύσκολες αυτές οι συνεντεύξεις. Όχι, όμως, γιατί πρέπει να συμπυκνώσεις όλα όσα ειπώνονται. Αλλά επειδή, τελικά, δεν θέλεις να παραλείψεις ούτε λέξη. 

Αφορμή, βέβαια, μπορεί να στάθηκαν οι παραστάσεις του «πλυντηρίου» στην πόλη μας, αλλά η κουβέντα μας κινήθηκε, κυρίως, γύρω από μια Θεσσαλονίκη που τα γεγονότα της χάνονται στην αχλή του χρόνου. Και, κάπως έτσι, άρχισε να αποκωδικοποιεί το μυαλό μου ένα σημαντικό μέρος της φράσης «πόση…“Θεσσαλονίκη” συναντά κανείς στο “πλυντήριο”», που «έτυχε» να πέσει στην αντίληψή μου. 

Κύριε Τριαρίδη, γιατί μιλάμε εγώ από τη Θεσσαλονίκη κι εσείς, πια, από την Αθήνα;

Έζησα μέχρι τα σαράντα ένα μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε, για ‘μένα, πολύ έντονο κομμάτι της ζωής μου και η παντοτινή μου πατρίδα. Κι επειδή δεν πιστεύω σε άλλες «πατρίδες» -δεν πιστεύω στην έννοια του Έλληνα, της Ελλάδας, του Έθνους- πάντα λέω ότι είμαι ένας ελληνόγλωσσος Σαλονικιός. 

Και τώρα, που λείπω, έχω πιο έντονη την αίσθηση της Θεσσαλονίκης· αυτό συμβαίνει σε όλους όσοι φεύγουν. Φτιάχνεις μια δικιά σου εσωτερική επικράτεια, όπου εξιδανικεύεις τα πάντα. Από τη Θεσσαλονίκη έφυγα, διότι είναι μια πόλη πολιορκημένη από Μέσα· αυτή δεν είναι δική μου φράση, είναι μια φράση του Μάρκου Μέσκου. Του χαμένου, πια, ποιητή, Μάρκου Μέσκου. 

Υπήρξε μια πόλη που δεν ήταν ελληνική το 2012. Ο ελληνικός πληθυσμός της ήταν κοντά στο 12% και εξελληνίστηκε με τη βία σ’ αυτόν τον τρομερό αιώνα των εθνικισμών. Με τον ίδιο τρόπο που η Σμύρνη εκτουρκίστηκε -μια επίσης πολυεθνική πόλη- η Θεσσαλονίκη, που η «καρδιά» της ήταν η πολυεθνικότητα και η συνύπαρξη, με τρομερή βία έγινε μονοεθνική.

Έτσι υπήρξε το παρακράτος στη Θεσσαλονίκη. Έτσι υπήρξε η ΕΕΕ πριν τον πόλεμο. Μετά τον πόλεμο έγινε η «Οργάνωση της Καρφίτσας». Κι έτσι υπήρξαν όλες αυτές οι κτηνωδίες που οδήγησαν στη δημιουργία των κατηχητικών, των οργανώσεων, των φασιστικών οργανώσεων που, στο τέλος, τη μια ‘καιγαν το Κάμπελ και την άλλη σκότωναν τον Λαμπράκη. Και, φυσικά, όλο το παρακράτος που συνεργάστηκε με τους Ναζί στο Ολοκαύτωμα και μετά το Ολοκαύτωμα.

Ε, αυτήν εδώ η πόλη, λοιπόν, δημιούργησε μια κατάσταση που εκφράστηκε με τρομακτική βία στα συλλαλητήρια της δεκαετίας του ’90, αφόρητου εθνικισμού και εθνολαϊκισμού. Αναδείχθηκαν πολιτικά υποκείμενα του υποκόσμου, μόνον και μόνον επειδή φορούσαν «περικεφαλαίες» και «Μεγαλέξανδρους». Όπως καταλαβαίνεις, αυτό εδώ δημιούργησε μια «ασφυκτική» Θεσσαλονίκη. 

Όταν άρχισα να εργάζομαι, δημοσιογραφώντας, κάποια στιγμή έγραψα ότι στη Θεσσαλονίκη, στη Μακεδονία, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ως μητρική τους γλώσσα τη μακεδονική. Σήμερα μπορεί αυτό να είναι κατανοητό, αλλά τότε, περίπου, ήταν σαν να λες κάτι αδιανόητο. Πήγαινα σε εστιατόρια και μου ‘λεγαν: «Φύγετε, δεν σας σερβίρουμε!». Και, φυσικά, το κείμενο δεν δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Μακεδονία. Και διέκοψα τη συνεργασία μου κι έκανα και καταγγελία. Τέτοια ήταν η πόλη για ‘μένα. 

Τα ‘βαζα με την Εκκλησία, με τον Χριστιανισμό, με τον εθνικισμό, με τον εθνοφασισμό της Θεσσαλονίκης. Έλεγα ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν «χασάπης» και, κυρίως, ότι οι Μακεδόνες εθνοκαθάρθηκαν. Αυτήν η πόλη δεν αντέχει κάποιον που τα λέει αυτά. Ήμουν νέος, ήμουν «τρελός»… 

Δημοσίευσα το βιβλίο μου, «τα μελένια λεμόνια», που, ουσιαστικά, επικεντρωνόμουν στη βασική θεωρία του Μερετκόφσκι ότι ο Χριστός είναι ένας ερωτικός μύθος και στη «Δολοφονία του Χριστού» του Βίλχελμ Ράιχ, που μιλάει για τη σεξουαλικότητα του Χριστού. Ε, καταλαβαίνεις… Έβγαινε ο στόχος και έλεγε «Πρέπει να καεί», με πρωτοσέλιδα. 

Σ’ όλα αυτά, μέσα σε μια τέτοια πόλη, κάποτε πήγα να γυρέψω δουλειά σε μια εφημερίδα και μου είπαν: «Ναι, αλλά εσύ ξέρεις να γράφεις;». Ένας «μεγαλόσχημος» δημοσιογράφος, που παρίστανε τον διευθυντή της εφημερίδας.

Σε αυτήν την πόλη δεν μπορούσε να εκδοθεί κανένα βιβλίο μου, να ανέβει κανένα θεατρικό μου έργο. Έκανα σεμινάρια κρυφά, για να μην έρθουν οι φασίστες και κάψουν το μαγαζί που έκανα τα σεμινάρια. Μοιραία έφυγα…

Μετανιώσατε ποτέ για αυτά που είπατε και τα οποία σας «έδιωξαν» από τη Θεσσαλονίκη;

Όχι. Μετανιώνω ότι είπα λίγα και άργησα να τα πω! Έπρεπε να τα λέω από τα είκοσι δύο μου -όταν, πια, καταστάλαξα ότι έτσι είναι τα πράγματα- κι άρχισα να τα λέω στα τριάντα τέσσερά μου· άφησα να περάσει μια δεκαετία, δωδεκαετία, κι άργησα να μιλήσω. 

Εν τω μεταξύ, κι άλλα εγκλήματα είχαν συντελεστεί. Θα μου πεις: «Θα τα απέτρεπες;». Όχι, δεν θα τα απέτρεπα! Αλλά, τουλάχιστον, δεν θα είχα τις τύψεις που έχω τώρα· ότι υπήρξε μια ολάκερη δεκαετία, που ήμουν σιωπηλός. 

Δεν μετάνιωσα που ‘χασα την πόλη μου. Γιατί, το σημαντικό, δεν είναι να μείνεις στην πόλη σου. Το σημαντικό είναι να μείνεις στην πόλη σου, όντας ο εαυτός σου. Δηλαδή, άμα είναι να χάσεις αυτό που είσαι και τις ηθικές αξίες τις οποίες προσπαθείς να υπηρετήσεις, δεν υπάρχει κανένας λόγος. 

Κι επομένως, όλο αυτό το βρήκατε, υποθέτω, στην Αθήνα…

Όχι, στην Αθήνα δεν βρήκα αυτό. Στην Αθήνα βρήκα, όμως, εξήντα θιάσους που ανέβασαν τα έργα μου. Βρήκα τετρακόσιους ηθοποιούς που ανέβαζαν τα έργα μου. Βρήκα δεκατέσσερις εκδότες που εξέδωσαν τα βιβλία μου. 

Αυτά τα ίδια βιβλία· «τα μελένια λεμόνια». Τις «Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα», αυτές για τις οποίες δεν μπορούσα να πάω να φάω μια μπουγάτσα στη Θεσσαλονίκη. 

Ξέρετε, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που έχω έρθει σε συναναστροφή, τα τελευταία χρόνια, παραδέχονται ότι ξεκινούν από εδώ καθώς το κοινό μπορεί να «χωνέψει» και να «κατανοήσει» ευκολότερα. Και, τώρα, αντιλαμβάνομαι μια διαφορετική άποψη.

Αυτό εδώ το λέει, ας πούμε, ο Άκης ο Σακελλαρίου. Το λέει η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Το λέει ο Θοδωρής ο Αθερίδης. Άνθρωποι που, όντως, ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα αναγνωρίστηκαν τα εξαιρετικά τους ταλέντα, ο καθένας σε αυτό που κάνει.

Στη δική μου περίπτωση, δεν ήταν θέμα να μου αναγνωριστεί ένα ταλέντο. Όλοι ήταν απολύτως βέβαιοι, στη Θεσσαλονίκη, ότι δεν είχα το παραμικρό ταλέντο. Στην περίπτωσή μου ήταν η δυνατότητα να μου αναγνωριστεί να λέω όσα λέω και να μπορώ να πάω στο φαρμακείο να πάρω το εμβόλιο για το παιδί μου. Ή να λέω όσα λέω και να μπορώ να πάω στο μπουγατσατζίδικο και να πάρω μπουγάτσα για τα παιδιά. 

Δηλαδή, στη δική μου περίπτωση, δεν πήγα στην Αθήνα για να βρω ένα κοινό που θα με αναγνωρίζει λίγο περισσότερο. Πήγα στην Αθήνα για να μπορώ να μετέχω στις βασικές διαδικασίες της ζωής. 

Ζήσατε, δηλαδή, σαν «κυνηγημένος»…

«Κυνηγημένος» δεν μπορείς να πεις ότι ήμουν. Κυνηγημένοι ήταν οι άνθρωποι που τους έβαζαν στα ξερονήσια και στις φυλακές τα χρόνια του μεταπολεμικού παρακράτους, ’45 – ‘62. Εγώ, είναι ντροπή να λέω ότι είμαι «κυνηγημένος» ή να λέω ότι ήμουν αγωνιστής.

Βίωσα λόγω των ακραίων απόψεών μου, αν θέλεις να στο πω έτσι, έναν τρομερό αποκλεισμό από μια κοινωνία που, χωρίς να το ξέρει, είχε διαβρωθεί πέρα για πέρα. Και, τότε, δεν υπήρχε το Opinion. Δεν υπήρχε η Parallaxi. Δεν υπήρχαν άνθρωποι μέσα στην πόλη, δεν υπήρχε διαδίκτυο με φωνές οι οποίες να ακούγονται και να λένε τι γίνεται. Οι δε παραδοσιακοί δημοσιογράφοι, όλοι ήταν payroll της Εκκλησίας, της Μητροπόλεως και της Μακεδονικής Λέσχης. Είναι, δηλαδή, εποχές που δεν υπήρχε η δυνατότητα μιας εκφραστικής αντίθεσης στην απόλυτη ομοφωνία. 

Η ομοφωνία αυτήν έλεγε ότι η Θεσσαλονίκη ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ελληνική! Ανιστόρητα πράγματα, άσχετοι άνθρωποι… Εχθροπάθεια, εθνοφασισμός, εθνολαϊκισμός, ρητορεία, φασιστο-χριστιανισμός· όλα αυτά μαζί, «μπουκωμένα» και «ταϊσμένα» από τα «πάνω». Για να βγεις βουλευτής, δήμαρχος, δημοτικός σύμβουλος, έπρεπε να φιλήσεις τα χέρια όλων αυτών των ημι-καθαρμάτων ή και καθαρμάτων. Τα ξέρεις…

Καλά, δεν είναι ότι δεν συμβαίνουν ακόμη και κάποια από τα φαινόμενα που περιγράφετε…

Συμβαίνουν. Και, συχνά, γίνονται και κυρίαρχες συμπεριφορές. Σ’ αυτά έχουν μπει και οι ιδιοκτήτες των ομάδων τώρα και διάφοροι ημι-μαφιόζοι, μπράβοι, πολιτικοί χορηγοί. Αλλά, τώρα, υπάρχει και αντίπαλος λόγος. 

Ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με το έργο σας, κύριε Τριαρίδη, με αφορμή μια παράσταση που ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη: «FOOTBALL/No time for losers». Και μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι, τα κείμενά σας, είναι διαθέσιμα, ελεύθερα στο διαδίκτυο. 

Κοίταξε, αυτά πάνε μαζί. Όλη η ιστορία που σου είπα προηγουμένως, «κουμπώνει» με αυτό που με ρωτάς τώρα. Τι εννοώ…

Η προηγούμενη ιστορία έχει να κάνει με έναν άνθρωπο που γυρεύει μανιασμένα να εκφραστεί· να εκφραστεί λογοτεχνικά. Να εκφραστεί δοκιμιακά. Να εκφραστεί στοχαστικά, κριτικά, προσπαθώντας να δημιουργήσει έναν λόγο κόντρα στις θεμελιακές κανονικότητες της μικροκοινωνίας που ζει –βλέπε Θεσσαλονίκη- και της Ελλάδας γενικότερα. Γιατί και η Ελλάδα κουβάλαγε κανονικότητες στις οποίες ήμουν, είμαι και θα είμαι πάρα πολύ κόντρα. 

Μοιραία, λοιπόν, πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι, με τους εκδότες, δεν θα μπορέσω να συντονιστώ. Παρόλο που, τα πρώτα μου βιβλία, εκδίδονταν σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο· τον πιο μεγάλο εκδοτικό οίκο της Ελλάδας, τον Πατάκη. Και συνέχισα να εκδίδομαι σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Καταλάβαινα, όμως, ότι, εάν θα πρέπει να εξαρτάται η εκφραστικότητά μου από τους εκδότες, αυτό το πράγμα δεν το ήθελα.

Κι έτσι, ουσιαστικά, δημιούργησα τότε μια ιστοσελίδα. Ήμουν ο πρώτος που το ‘κανε αυτό. Το είχε κάνει ο Νίκος Δήμου για ένα κομμάτι του έργου του, εγώ, όμως, ήμουν ο πρώτος συγγραφέας του διαδικτύου· κυριολεκτικά, έβγαλα τα βιβλία μου στο διαδίκτυο. 

Κι από «τα μελένια λεμόνια» του διαδικτύου, το 2005, ήρθε και η έκδοσή τους το 2007. Δηλαδή, οι εκδότες με ξαναβρήκαν μέσα από τον κόσμο του διαδικτύου, όπου μια νεότερη γενιά –ας πούμε η δικιά σου η γενιά- άρχιζε σιγά σιγά να με ψάχνει και να με βρίσκει στις γωνιές του. Έγραψα πολλά κείμενα. Έκανα μια ολόκληρη ρητορική ότι, μόνον μέσα στο διαδίκτυο, θα μπορέσουμε να είμαστε «ελεύθεροι».

Και δεν σου κρύβω ότι χαίρομαι πολύ. Γιατί άνθρωποι που ‘φτιαξαν, μετά, μεγάλα διαδικτυακά site ελεύθερης διακίνησης βιβλίων, ιδεών, μου είπαν ότι, ουσιαστικά, ξεκίνησαν από ‘κείνα τα κείμενα. Κι εκείνες τις «αλυχτισμένες», μπορεί να τις πει κανείς, αναφορές που έκανα τον καιρό εκείνον.

Ούσα νεότερη στον χώρο, σας έχω στο μυαλό μου ως αυτούς τους παλιούς «εφημεριδάδες», που λέω, τους οποίους δεν χορταίνουμε να διαβάζουμε. Μου αρέσει που σας ακούω, όμως, να μιλάτε έτσι για το διαδίκτυο και πώς το ενσωματώσατε στη δουλειά σας. Γιατί, κακά τα ψέματα, η γενιά σας είχε μια άρνηση.

Η δικιά μου η γενιά είχε πολύ μεγάλη άρνηση, αλλά εγώ δεν είχα. Έβλεπα μια βασική προσθήκη στο διαδίκτυο· ότι μπορεί να γράφει κάποιος αυτό που σκέφτεται χωρίς να έχει έναν αρχισυντάκτη να του λέει του κόσμου τις ανοησίες και τις αγραμματοσύνες.

Ξέρεις, είχα την ατυχία, όταν δούλευα στη Σαλονίκη, να είμαι πιο μορφωμένος από αυτούς που ήταν οι αρχισυντάκτες. Και έβλεπα ανθρώπους που δεν ξέρουν από πού ξημερώνει η μέρα και πού βραδιάζει η νύχτα, να μου λένε πράγματα αδιανόητα. Και καταλαβαίνεις ότι, στον κόσμο του διαδικτύου, βρήκα αυτό που λέμε «αυτοέκφραση». 

Δηλαδή, αυτά όλα τα διαβάσματα του Καστοριάδη ότι ο άνθρωπος πρέπει, ουσιαστικά, να οδηγηθεί σε μια αυτονομία και να ξεφύγει από την ετερονομία, στη δική μου την περίπτωση –που ήμουν ένας άνθρωπος που εκφραζόταν ακραία και σκεφτόταν ακραία και μη συμβατά πράγματα, και μπορεί να ήταν και λάθος αυτά που σκεφτόμουν- το διαδίκτυο μου έδωσε τη δυνατότητα της αυτόνομης έκφρασης.

Κάποια στιγμή μου είπαν: «Θα σου βγάλουμε αυτό το βιβλίο, αλλά θα το βγάλεις κι εσύ από το διαδίκτυο». Κι είπα: «Τι λέτε ρε παιδιά; Είσαστε με τα καλά σας; Θα αφήσω εγώ τον κόσμο του διαδικτύου, στον οποίο μπορώ να λέω ό, τι θέλω και να με διαβάζουν όσοι θέλουν αδιαμεσολάβητα, για να ξαναγυρίσω στον δικό σας κόσμο;». 

Ε, προφανώς, για εμπορικούς λόγους…

Ποιους εμπορικούς λόγους; Δεν με ενδιέφεραν οι εμπορικοί λόγοι! Αν ήθελα να βγάλω χρήματα, θα στοχοθετούσα μέσα από τη γραφή· θα στοχοθετούσα τον εαυτό μου προς ένα είδος γραφής, που μπορεί να αποφέρει χρήματα. Δεν ξέρω αν θα το κατάφερνα, αλλά σίγουρα θα στοχοθετούσα προς τα ‘κει.

Ένας άνθρωπος που γράφει «τα μελένια λεμόνια», με υπότιτλο: «η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων», τι χρήματα να θέλει να βγάλει; 

Γελούσα, που μερικοί μου ‘λεγαν «Μπράβο, που τα δίνεις δωρεάν». Κι έλεγα με τον νου μου: «Εάν δεν τα έδινα δωρεάν, ποιος θα με διάβαζε;». Μην κοιτάς που, την τελευταία δεκαπενταετία, άρχισαν να με διαβάζουν. Να ανεβαίνουν έργα μου. Αυτό δεν το περίμενα! Κι ούτε ήξερα ότι θα γίνει.

Και να έρθουμε στο «πλυντήριο», που είναι και η αφορμή της γνωριμίας μας. Το γράψατε μες στην καραντίνα;

Ναι, βέβαια. Όταν άρχισε η καραντίνα, είχα ένα μεγάλο ερωτηματικό: τι θα απογίνει η εκφραστική τέχνη στον χρόνο ενός τέτοιου αποκλεισμού, όπως ήταν ο καιρός της καραντίνας; Και, εν πάση περιπτώσει, σκέφτηκα και έγραψα μια σειρά έργων τότε -τώρα βρίσκουν τον δρόμο τους προς τη σκηνή- τα οποία, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, μιλούσαν για μια κοντινή δυστοπία, που έχουν εκχωρήσει οι άνθρωποι στην εξουσία πολλά κομμάτια της καθημερινότητάς τους και της βουλητικής τους δυνατότητας. 

Να σου πω τι γίνεται; Μέσω των αλγορίθμων, εκχωρούμε στην εξουσία τις βουλητικές μας ορμές και δεν το ξέρουμε. Ξέρεις, είναι πολύ δύσκολο κι εσύ κι εγώ να αποφασίσουμε στ’ αλήθεια τι θέλουμε να φάμε απόψε. Κατά βάθος δεν αποφασίζουμε. Η βουλητική μας δυνατότητα εκχωρείται σε αλγορίθμους και γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από εξουσιαστικά προτσές, τα οποία μας οδηγούν στην παθητικοποίηση της ζωής μας. «Το πλυντήριο» είναι μια τέτοια ιστορία. 

Δυο γυναίκες συναντιόνται στα δημόσια πλυντήρια. Η μία, ας πούμε, εκφράζει τον κόσμο των ιδεών που έχουμε εγώ κι εσύ. Τον κόσμο των ιδεών που λέει ότι, οι άνθρωποι, έχουν αξία ό, τι κι αν είναι. Ότι, το να σκοτώνει ένα παιδί ένα άλλο παιδί, είναι έγκλημα. Ότι, το να αποφασίζει το κράτος να αποκεφαλίζει τα κορίτσια, είναι έγκλημα. Γιατί αυτό γίνεται στο «πλυντήριο»· ζούμε σε μια κοντινή δυστοπία, όπου ένα κράτος αποφασίζει να αποκεφαλίσει όλα τα κορίτσια, προκειμένου να παρακινήσει τις γυναίκες να μην γεννούν κορίτσια. Να τα ρίχνουν στον προγεννητικό έλεγχο. 

Η άλλη γυναίκα εκφράζει έναν κόσμο του πολιτικού πραγματισμού: «Εάν ο νόμος λέει κάτι, εσύ το ξέρεις καλύτερα από τον νόμο; Πιστεύεις ότι οι δικές σου ηθικιστικές αρχές υπερέχουν του νόμου; Εάν οι άνθρωποι, για να επιβιώσουν, πρέπει να σκοτώσουν –να αφανίσουν τα κορίτσια- και το έκαναν στο παρελθόν και θα το κάνουν τώρα και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Οπότε, προσαρμόσου σε αυτό που δωρίζει ο νόμος, το να παίρνει τις αποφάσεις αντί για ‘σένα, και κάν’ το γαργάρα». Αυτήν είναι η βασική δομή του «πλυντηρίου».

Δεν προϋπήρξαν παραστάσεις του «πλυντηρίου» στην Αθήνα, έτσι; 

Γράφτηκε και ήταν να ανέβει εκεί. Το είχε διαβάσει ο Γιάννης ο Παρασκευόπουλος και μου είχε πει ότι θέλει να το κάνει. 

Η πρώτη σκέψη, λοιπόν, ήταν να το κάνουμε στην Αθήνα. Μάλιστα, είχε ετοιμαστεί μια μεγάλη παραγωγή, που θα έπαιζαν η Μαρία Τζομπανάκη και η Γιώτα η Φέστα. Αγαπητά πρόσωπα και οι δυο. Δυστυχώς δεν έγινε αυτήν η παραγωγή. Έτυχε, ανάμεσα σ’ όλα τα άλλα, ένα σίριαλ στη Μαρία. Αυτός ο «Σασμός». Που, για καλό της Μαρίας, είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, οπότε δεν τη «σκότωσαν» οι σεναριογράφοι στο πρώτο τρίμηνο. Έτσι το «πλυντήριο» παραπέμφθηκε για αργότερα.

Ύστερα, ήρθε το «δώρο» της συνάντησης με την Ελένη τη Δημοπούλου και τη Μαγδαληνή τη Μπεκρή. 

Την παρακολουθήσατε την παράσταση; Ποια τα συναισθήματα, αφού είδατε να παίρνει «σάρκα και οστά» το κείμενό σας;

Ναι, την έχω δει. Ξέρετε, έχουν ανέβει πάρα πολλά έργα μου, πάνω από εξήντα στη σκηνή. Κάθε παράσταση, λοιπόν, είναι μια γιορτή! Είτε οι ηθοποιοί είναι πάρα πολύ καλοί. Είτε οι ερμηνείες είναι πάρα πολύ καλές. Είτε η σκηνοθεσία είναι πάρα πολύ καλή. Είτε η παράσταση είναι πάρα πολύ καλή είτε είναι λιγότερο καλή. Είτε είναι ολιγότερο καλό το ταλέντο των σκηνοθετών, των ηθοποιών, των μουσικών. Οι δικές μου παραστάσεις είναι γιορτές! Γίνονται, επειδή οι άνθρωποι που τις κάνουν, θέλουν να τις κάνουν. Επειδή το διάλεξαν. Κι αισθάνομαι πολύ μεγάλη τιμή που με επέλεξαν! Άρα, αυτό που αισθάνομαι πάντοτε είναι μια συγκίνηση· πρόκειται για μια συγκινητική γιορτή. 

Εδώ, όμως, είχαμε κάτι άλλο πέραν αυτού. Εδώ είχαμε την Ελένη τη Δημοπούλου, που κι αν έχει ασχοληθεί με τους ανθρώπους με αναπηρία στη ζωή της. Κι αν έχει κάνει αγώνα… Κι ανάμεσα στους αγώνες που έχει κάνει, είναι το «θαύμα» των «Εν δυνάμει». Που είναι το σημαντικότερο πράγμα, κατά τη γνώμη μου, που έχει «γεννήσει» το ελληνικό θέατρο. Κι έρχεται αυτή η Ελένη, με όλο το προσωπικό της βίωμα και όλον τον αγώνα που κάνει τριάντα χρόνια τώρα για τους ανθρώπους με αναπηρία, και λέει: «Θέλω να παίξω τον ρόλο μιας μάνας, που της σκοτώνουν το παιδί της επειδή έχει νοητική αναπηρία». Γιατί αυτόν τον ρόλο παίζει στο «πλυντήριο». Αυτό, για ‘μένα, ήταν συγκλονιστικό· ήταν συγκλονιστικό σαν αίτημα! 

Επειδή είμαι ευσυγκίνητος κι ένας άνθρωπος παράξενος, ιδιαίτερος, αλλόκοτος, δεν με ενδιέφερε, από ‘κει και πέρα, τίποτ’ άλλο. Δεν μ’ ενδιαφέρει η τέχνη, ξέρεις, τόσο πολύ. Με ενδιαφέρει η συνάντηση με τους ανθρώπους! Να πω, τώρα, μια βαριά κουβέντα; Χέστηκα για την υπόθεση του καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Την αλήθεια της συνάντησης ψάχνω! 

Ε, σ’ αυτήν την αλήθεια της συνάντησης έχω τη Μαγδαληνή, με την οποία είμαστε φίλοι τριάντα πέντε χρόνια κι έχουμε ζήσει πράγματα μαζί. Χαρές και λύπες. Σπαρακτικά και χαρούμενα γεγονότα. Έχω την Ελένη που δεν τη γνώριζα, αλλά είναι η γυναίκα που επιλέγει να παίξει αυτόν τον ρόλο. Κι έχω τον Γιάννη τον Παρασκευόπουλο, που τόσο μα τόσο πολύ τον αγαπάω και τον θαυμάζω. Και να ξέρεις ότι, ο Γιάννης, με τις «Νέες Μορφές», ήταν αυτός –παρόλο που είναι λίγο μικρότερος από ‘μένα- που μ’ έμαθε θέατρο στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’90. 

Όταν έχεις, λοιπόν, τέτοια μεγέθη και τέτοιους ανθρώπους και τέτοιες διαδρομές ζωής να έρχονται σε ένα «υπόγειο» και να παίζουν το δικό σου έργο, ξαφνικά εκείνο το «υπόγειο» γίνεται για ‘σένα το κεντρικό ζήτημα της ζωής σου. Και γι’ αυτό άφησα πρεμιέρες έργων σε μεγάλα θέατρα της Αθήνας, σε μεγάλες παραστάσεις, σε μεγάλες πίστες, που λέμε, και ήρθα εκεί. Γιατί για ‘μένα αυτό, κουβάλαγε μια αξία που δεν εξαγοράζεται. 

Όπως την ίδια αξία κουβάλαγε και η άλλη παράσταση που έγινε στην πόλη μου αυτόν τον καιρό· ο «Μένγκελε» στο Φαργκάνη, που δύο νέα παιδιά πήγαν να «αναμετρηθούν» με το πιο δύσκολο έργο μου. Και είναι η πρώτη παραγωγή αυτού του έργου που γίνεται στη Σαλονίκη· στην πόλη των αφανισμένων Εβραίων γίνεται αυτό το έργο που μιλάει για τον Μένγκελε, που ήταν ο δήμιος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Και το οποίο έχει γίνει άλλες δώδεκα φορές παράσταση στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αλλά στη Σαλονίκη δεν είχε γίνει.

Και, ταυτόχρονα, έχω δυο νέα παιδιά, με τον σπουδαίο Παύλο Δανελάτο, να μου ανεβάζουν τον «Μένγκελε» σε ένα θέατρο και εκατό μέτρα πιο πέρα, σε ένα άλλο θέατρο, ο Γιάννης, η Μαγδαληνή και η Ελένη να κάνουν το «πλυντήριο». Ε, για ‘μένα που ‘φυγα έτσι όπως έφυγα από τη Σαλονίκη, πριν από δεκαπέντε χρόνια, είναι πολύ συγκινητικό αυτό! 

Σαν να βρέθηκαν, δηλαδή, αυτοί οι άνθρωποι, για να σας «αποζημιώσουν» για όλο αυτό το κενό που άφησε η Θεσσαλονίκη…

Έχω εκπαιδευτεί, μέσα μου, να κουβαλώ τους ανθρώπους. Τη Σαλονίκη. Τους φίλους. Τους ανθρώπους που θαύμασα. Τους ανθρώπους που θέλησα να συναντήσω και δεν μπόρεσα να συναντήσω. 

Έχω εκπαιδευτεί να μην «μασάω», επειδή μου λένε «Σε αυτό το μπουγατσατζίδικο, μην έρθεις να πάρεις μπουγάτσα». Μπορεί να φύγω, αλλά δεν θα «μασήσω» ότι με νίκησαν. Κι αυτό οφείλεται, ίσως, στον ναρκισσισμό μου. Ίσως οφείλεται στη θηριώδη αυτοπεποίθησή μου. Ίσως οφείλεται στο ότι είμαι «ψώνιο». Ή ίσως οφείλεται σε αυτό που λένε για ‘μένα όλοι -τα τελευταία χρόνια δεν το λένε, αλλά παλιότερα το ‘λεγαν πάρα πολύ- ότι είμαι τρελός. Ένας νέος άνθρωπος αυτό άκουγε για ‘μένα. 

Τώρα, πια, δεν το λένε. Γιατί είχαν λίγο επιτυχία τα έργα μου, οπότε, σου λέει, αυτός δεν μπορεί να είναι τρελός. Είναι αξιόλογος. Τώρα λένε «ιδιόρρυθμος». Κάποιες φορές λένε «ιδιοσυγκρασιακός». 

Πληροφορίες

«Το πλυντήριο», του Θανάση Τριαρίδη

Πολυχώρος Τέχνης Alte Fablon (Φιλίππου 71 & Χριστοπούλου, Θεσσαλονίκη)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων (έως τις 11/02): Πέμπτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 21.15 και Κυριακή στις 19.15

Εισιτήρια: 14€ Κανονικό, 12€ Φοιτητικό – Ανέργων – Πολυτέκνων – Άνω των 65, 10€ Ατέλειες Ηθοποιών και Σπουδαστών Δραματικών Σχολών

Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr

Τηλέφωνο επικοινωνίας: 231 401 4430 (Δευτέρα έως Παρασκευή 10.30 – 20.30)

Διάρκεια: 70’ λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Απαραίτητη η κράτηση λόγω περιορισμένων θέσεων

Συντελεστές

Κείμενο: Θανάσης Τριαρίδης

Σκηνοθεσία: Γιάννης Παρασκευόπουλος

Σκηνικά – Κοστούμια: Ευαγγελία Κιρκινέ

Πρωτότυπη μουσική – σύνθεση: Μάνος Μυλωνάκης

Σχεδιασμός φωτισμού: Αθηνά Μπανάβα

Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία – Νεφέλη Παρασκευοπούλου

Ειδικές κατασκευές – κατασκευή σκηνικού: Θάνος Καρώνης

Κατασκευή κοστουμιών: Κική Κρανιώτη

Φωτογράφιση πρόβας και παράστασης: Λευτέρης Τσινάρης

Σχεδιασμός εντύπων: Μάριος Καλαϊτζής

Επικοινωνία: Απόστολος Λιάπης

Οργάνωση παραγωγής: Απόστολος Λιάπης

Παραγωγή: Πολυχώρος τέχνης Alte Fablon

Επί σκηνής

Ελένη Δημοπούλου

Μαγδαληνή Μπεκρή

Αφηγητής: Ραφαήλ Παρασκευόπουλος