Στάθης Παχίδης στο TheOpinion: «Το “στοίχημα” είναι πάντα ο χρόνος»

Ο Στάθης Παχίδης, με αφορμή τη συμμετοχή του σε δύο παραγωγές του ΚΘΒΕ, μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη

Στάθης Παχίδης στο TheOpinion: «Το “στοίχημα” είναι πάντα ο χρόνος»

«Fake Newsical. Παρ@μυθομπερδέματα!», σε κείμενο Στάθη Παχίδη – Σταυρούλας Παγώνα και σκηνοθεσία Εύης Σαρμή, και «Οι κωμικοί» των Δημήτρη Πιατά και Σάκη Σερέφα αποτελούν δύο από τις νέες παραγωγές του ΚΘΒΕ, που ανεβαίνουν στο Βασιλικό Θέατρο και στη Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» (Μονή Λαζαριστών) αντίστοιχα.

Το να «φιλοξενώ» ανθρώπους και καλλιτέχνες σαν τον Στάθη Παχίδη, για τον ίδιο λόγο που είναι τιμή, είναι και «τρικλοποδιά»· πώς να τους παρουσιάσεις στους αναγνώστες και να μην είναι ελλιπής αυτήν η παρουσίαση;

Πέρα, λοιπόν, από κάθε καλλιτεχνική ταυτότητα και ιδιότητα (που, ενδεχομένως, να γνωρίζετε και καλύτερα από ‘μένα), δύο πράγματα αξίζει να κρατήσετε: ο Στάθης Παχίδης είναι ένας άνθρωπος που δεν θέλει να πλήττει κι επιθυμεί να είναι ένας γαλήνιος «μαξιλαρούχος». Πώς, τώρα, ερμηνεύονται αυτά;

«Θέλω να κάνω πράγματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κάθε φορά, πάντα με γνώμονα τις ικανότητές μου ή τις δεξιότητές μου ή τις αποτυχίες μου· πράγματα σχετικά με εμένα, τα οποία έχουν διαφορετική απεύθυνση – κατεύθυνση – δόμηση. Το ένα, λοιπόν, είναι να μην βαριέμαι. 

Και το δεύτερο -που είναι ο βασικός άξονας της ζωής μου- ότι θέλω να ‘μαι ένας γαλήνιος “μαξιλαρούχος”. Εγώ και το μαξιλάρι μου, δηλαδή, να έχουμε μια αρμονική σχέση», εξηγεί στο TheOpinion.

Στο πλαίσιο των διαφορετικών καλλιτεχνικών κατευθύνσεων τις οποίες επιλέγει να ακολουθεί, όπως και επισήμανε, το διάστημα αυτό «απασχολεί» τη Θεσσαλονίκη (κι όχι μόνον μουσικά) με την εμπλοκή του σε δύο παραγωγές του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος: «Fake Newsical. Παρ@μυθομπερδέματα!» και «Οι κωμικοί».

«Fake Newsical. Παρ@μυθομπερδέματα!»: Στάθη, είναι η πρώτη φορά που ασχολείσαι με την παιδική σκηνή;

Ακριβώς, είναι η πρώτη φορά που ασχολούμαι. Όταν έκανα «βουτιά» μέσα μου για να καταλάβω γιατί το κάνω, νομίζω πως μου βγήκε η ανάγκη μιας παιγνιώδους διάθεσης την οποία έχω, γενικά, στη ζωή μου. Καθώς, επίσης, και μια μεγάλη πρόκληση να μπορέσω να γράψω αφενός ένα μιούζικαλ κι αφετέρου ένα σατιρικό έργο. Με τη βαθύτερη έννοια, όμως, της σάτιρας. Η διαφορά του χιούμορ απ’ τη σάτιρα είναι πολύ συγκεκριμένη· το χιούμορ έχει στόχο το μειδίαμα, η σάτιρα την κοινωνική αναφορά. 

Επομένως, ήταν μια μεγάλη πρόκληση για ‘μένα να είναι και μια σάτιρα που απευθύνεται σε παιδιά. Δηλαδή, να βρεις τον πιθανό κοινωνικό στόχο και αυτό να είναι μια εφαρμοσμένη τακτική που να απευθύνεται σε τρυφερές ηλικίες. 

Θεωρώ, λοιπόν, ότι όλο αυτό ήταν και μια «παρέμβαση». Παρότι σιχαίνομαι τη λέξη, δεν βρίσκω κάτι καλύτερο. Ας πούμε, μια κοινωνική στόχευση.

Θα ξεκινήσω με τη «λάθος», δημοσιογραφικά, φράση, αλλά φήμες λένε ότι η ταυτότητα αγαπημένων ηρώων κλονίστηκε και είσαι μεταξύ των υπευθύνων για την κατάσταση αυτήν…

Σ’ αυτό το έργο, στο «Fake Newsical. Παρ@μυθομπερδέματα!», υπήρξε η ανάγκη –η παιγνιώδης ανάγκη, που είπαμε πριν- να δημιουργήσουμε κωμικές καταστάσεις, υποσκάπτοντας στερεοτυπικούς ήρωες των παραμυθιών με τα οποία μεγαλώσαμε. 

Είχα έναν φόβο, καταρχάς, αν τα παιδιά σήμερα ακούν ή ξέρουν τα παραμύθια. Πρέπει να πω, όμως, ότι όσο προχωρούν οι παραστάσεις τόσο ο φόβος μου μικραίνει. Η ουσία είναι ότι, τελικά, τα παιδιά ξέρουν παραμύθια. Που σημαίνει ότι ακόμη λειτουργούν οι συνεκτικοί κοινωνικοί δεσμοί στην οικογένεια και κάποιος τα «παίρνει απ’ το χέρι» και τους τα λέει. 

Εμείς διαλέξαμε, γιατί μας βόλευαν για την αφηγηματική δομή, τη Σταχτοπούτα, τον Κακό Λύκο, τα Τρία Γουρουνάκια, την Ωραία Κοιμωμένη, την Πεντάμορφη και το Τέρας, τον Ηρακλή, την Πριγκίπισσα και τον Βάτραχο, τον Πινόκιο. Για όλους αυτούς έπρεπε να βρούμε εκείνη την κωμική, σατιρική συνθήκη ούτως ώστε μια ψευδής, συκοφαντική είδηση να υποσκάπτει την ιστορία που ξέρουμε. Όταν τη βρίσκαμε, ήμασταν πάρα πολύ χαρούμενοι με τη συν-συγγραφέα μου, τη Σταυρούλα την Παγώνα. 

Αυτό το πράγμα έχει καιρό που το ξεκινήσαμε. Η διαδρομή του χτισίματός του ήταν μια απόλαυση. Είχα δυο κυρίες μαζί μου -τη Σταυρούλα και στον δρόμο μπήκε η Εύη η Σαρμή, η σκηνοθέτιδα- με τις οποίες υπήρχε μια μαγική χημεία. Το καταχαρήκαμε κι οι τρεις, φτιάχνοντάς το! Μετά, το δύσκολο ήταν να εμπνεύσεις την ομάδα των ηθοποιών. Κι εκεί έπεσε σκληρή δουλειά. Πριν από τη δουλειά, όμως, χαρήκαμε όλη τη διαδικασία· ό, τι μας «κατέβαινε» στο κεφάλι, «έμπαινε» στο τραπέζι. 

Είμαι περήφανος για αυτό που έχουμε καταφέρει. Δεν έχω πει ποτέ τη λέξη «περήφανος» για καμιά από τις δουλειές που έχω κάνει τόσα χρόνια. Γι’ αυτήν, το λέω!

Η ιδέα πώς γεννήθηκε;

Ήμουν στην παραλία στο Ποσείδι, πριν δυο καλοκαίρια. Ήταν μια πιτσιρίκα δίπλα, η οποία σκρόλαρε το κινητό της μαμάς της και τη ρωτούσε διαρκώς: «Μαμά, είναι αλήθεια;», «Και τι είναι αυτό;». Και το κάνω γενικά, είναι απαρχή πολλών πραγμάτων, να προσπαθώ να «μπω» στα παπούτσια του άλλου. Δεν είναι εύκολο πράγμα. Και προσπάθησα, λοιπόν, να μπω…στα βατραχοπέδιλα του κοριτσιού αυτού. 

Έτσι όπως το σκεφτόμουν, τοποθετούσα τον εαυτό μου σε μικρή ηλικία για να δω πώς θα επεξεργαζόμουν κάποια πράγματα. Εμείς, σε σχέση με τα σημερινά παιδιά, ήμασταν «ούγκ». Ένιωσα αρκετά «δεινόσαυρος» με αυτήν τη διαδικασία που μπήκα, παιχνίδι ρόλων είναι. Και κατάλαβα, επίσης, ότι αυτές οι ηλικίες δέχονται έναν φοβερό όγκο πληροφόρησης. 

Ήρθε σε μια παράσταση μια πιτσιρίκα πέντε χρονών, η Κωνσταντίνα, η οποία μου έκανε ανάλυση για τους YouTubers. Τρελάθηκα, πραγματικά! Αν σε τέτοια ηλικία με ρωτούσε αν παίζει στην παράσταση και ο Panos Dent και είναι τόσο άνετη και μου κάνει τέτοια κουβέντα, τι θα ακολουθήσει μετά;

Σκεφτόμασταν ότι οι ηλικίες, που θα αφορούσε το έργο, θα ήταν παιδιά από οκτώ χρονών και πάνω. Ε, αποδεικνύεται ότι αλλού αρμενίζαμε! Με την έννοια την εξής: εμείς κάναμε crash test στον γιο της Σταυρούλας, που ήταν, όταν ξεκινήσαμε, εννιά χρονών. Τον ξυπνούσαμε μέσα στη νύχτα και του λέγαμε: «Γιάννη, περνάει αυτό; Το καταλαβαίνεις»; Ο Γιαννάκης είναι ο μέγας χορηγός της παράστασης! Ένα πολύ γλυκό αγόρι!

Το θέμα είναι ότι τα ηλικιακά όρια που είχαμε στο κεφάλι μας, για το πότε ένα παιδί καταλαβαίνει, έχουν καταργηθεί! Το έγραψα και στο σημείωμα της παράστασης, τα παιδιά σίγουρα μεγαλώνουν νωρίτερα. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερα, βέβαια. Το «καλύτερα» είναι ένα θέμα που πρέπει, κάθε γονέας, να το παλέψει από μόνος του. 

Ο όγκος της πληροφορίας, βέβαια, είναι ίδιος και για τους μεγαλύτερους. Συμπεριλαμβανομένης κι αυτής της αδιάκοπης ανάγνωσης δυσάρεστων, κυρίως, ειδήσεων· το doomscrolling, που λέμε. Πιστεύεις πως κι εμείς χρειαζόμαστε την έννοια του παραμυθιού στη ζωή μας; Όχι του ουτοπικού και  φανταστικού, αλλά με το καλό και όμορφο τέλος.

Θα πρέπει να συζητήσουμε, ουσιαστικά, για τον ρόλο της τέχνης και τον ρόλο, επίσης, της παραστατικής τέχνης.

Θεωρώ ότι η μέγιστη λειτουργία της τέχνης είναι η παρηγορία· ένα καλό τραγούδι, γιατί θέλουμε να παρηγορηθούμε με αυτό. Παρηγορία, λοιπόν, με την έννοια τη χριστιανική, τη βυζαντινή, την αρχαιοελληνική. 

Πιστεύω στη δύναμη της αφήγησης και στη μαγεία της ιστορίας. Είτε μιλάμε για σινεμά είτε για θέατρο, αν έχεις μια ωραία ιστορία, ο θεατής μπορεί και να ταυτιστεί και να υποφέρει και να λυτρωθεί εν τέλει.

 

Ξέρω ότι, αυτόν τον καιρό, σε κρατάει «ξάγρυπνο» και μια ακόμα δουλειά με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος… Αναφέρομαι στους «Κωμικούς» του Δημήτρη Πιατά.

Αυτό είναι μια άλλη, ωραία ιστορία που μου έλαχε φέτος. Μακαρίζω την τύχη μου, ας πούμε. Κι, επίσης, πρέπει να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν. 

Εδώ κι ένα οκτάμηνο περίπου, δουλεύουμε με τον Δημήτρη τον Πιατά και ιχνηλατούμε ένα πολύ μεγάλο εγχείρημα, που ξεκίνησε ο ίδιος μαζί με τον Σάκη τον Σερέφα. Ιχνηλατούμε την περίοδο 1920 – 1930, για ένα project που έχει να κάνει με τους πρωτοπόρους του βωβού ελληνικού κινηματογράφου. 

Είναι μια περιοχή και χρονική περίοδος τελείως απάτητη, στην οποία ενεπλάκην γιατί έτυχε να ξέρω το μουσικό υλικό της εποχής. Το έψαχνα, παλιότερα, για τις παραστάσεις των «Αγάμων», αλλά και πάλι έκρυβε εκπλήξεις για ‘μένα. Ανακαλύπτοντας και δουλεύοντας και τροποποιώντας και διασκευάζοντας εν μέρει κάποια πράγματα, είχα τη χαρά να επεξεργαστώ υλικό του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, του Νίκου Χατζηαποστόλου, του Γρηγόρη Κωνσταντινίδη· υλικό της εποχής ’20 – ’30, του Μεσοπολέμου και, μάλιστα, ενός αστικού Μεσοπολέμου. Από τη μια διακρίνεις την ανάγκη του προσχήματος, διακρίνεις την ανάγκη του comme il faut αλλά από την άλλη βλέπεις την τόλμη και την ανάγκη των ανθρώπων να ζήσουν πέρα από τις νόρμες της εποχής. 

Ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ, που είναι ο κεντρικός ήρωας του έργου, με συγκίνησε. Τον ενσαρκώνει, υποδειγματικά, ο Γιώργος ο Καύκας. Έχει πιάσει το βαθύτερό του σκηνικό εμβαδόν. Με πολύ ωραίες αποχρώσεις. 

Χαίρομαι, πραγματικά, για όλη αυτήν τη συνεργασία! Δούλεψα σε ένα μουσικό υλικό το οποίο είναι άγνωστο κι άρα είχαμε, με έναν τρόπο, να το ξανακάνουμε καινούριο -όσο μπορούσαμε- με μια καταπληκτική μπάντα που έστησα. 

Και θέλω να πω και κάτι που είναι συγκινητικό για ‘μένα. Όσο δουλεύαμε, ο Σάκης ο Σερέφας μου έστειλε και διάβασα τους στίχους που έγραψε, για τη μοιραία αγαπημένη της ζωής του, ο Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ. Ήταν άτεχνοι οι στίχοι. Προσπάθησα, κάπως, να τους βάλω σε μια σειρά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γραφεί ένα τραγούδι σε μουσική δική μου και σε στίχους του Μιχαήλ Μιχαήλ, ο οποίος πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του μελοποιήθηκε από ‘μένα. Και το τραγούδι που ακούγεται στην παράσταση, τραγουδά ο Μίλτος Πασχαλίδης, σε μουσική παραγωγή του Γιώργου του Πεντζίκη.

Για όσους δουν το έργο, είναι μια παράσταση που έχει στηθεί από τον Δημήτρη Πιατά και τον Δημήτρη Παπάζογλου που κάνει τις χορογραφίες, με έναν συγκινητικότατο τρόπο. Είναι ο αποχαιρετισμός του σιναφιού των ηθοποιών προς τον Μιχαήλ Μιχαήλ όταν «φεύγει». 

Είναι μια υπερπαραγωγή και συνδυάζει τέσσερις τέχνες. Θέατρο. Σινεμά, διότι υπάρχει η συμβολή του Νίκου Σούλη με γυρίσματα αλλά και παλιά φιλμ, original, των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στο έργο. Γιατί είναι υπαρκτά τα πρόσωπα· δύο απ’ τους ρόλους είναι η Γεωργία Βασιλειάδου και ο Αχιλλέας Μαδράς. Μουσική. Και κίνηση, την οποία φρόντισε ο Δημήτρης Παπάζογλου. Η συναρμογή των τεσσάρων αυτών τεχνών είναι ένα πράγμα, το οποίο είναι πάρα πολύ δύσκολο.

Καθώς μου ανέλυες για το μουσικό υλικό των «Κωμικών», αναφέρθηκες και στους «Άγαμους Θύτες». Ένα άλλο σου κομμάτι. Γεννημένη τη δεκαετία σύστασής τους, έχασα κοινώς τα «χρυσά» χρόνια. Για να μην συνεχίσω, λοιπόν, να είμαι «θύμα» των πληροφοριών, θέλω να μου διασαφηνίσεις –τώρα που σ’ έχω εδώ- ποιοι είναι, τελικά, οι «Άγαμοι Θύται». Νομίζω ότι δεν το έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου.

Ανοίγουμε ένα θέμα, που δεν μπορεί να εξαντληθεί σε λίγα λεπτά. Θα πω μόνον ότι όλο αυτό ξεκίνησε από έναν βασικό πυρήνα Θεσσαλονικιών· μιας ευρύτερης παρέας έξι – οκτώ ταλαντούχων ανθρώπων, με μεγάλη αλληλεπίδραση και με ένα πολύ ισχυρό μέτρο που έβαζαν οι υπόλοιποι επτά στον όγδοο. Ήμασταν, δηλαδή, οι βασικοί κριτές κι έτσι, με αυτόν τον τρόπο, υπαγορεύονταν και η αισθητική του πράγματος αλλά και ο έλεγχός του. 

Όταν ξεκίνησε αυτό, ήμασταν τέσσερα ιδρυτικά μέλη: ο Δημήτρης Σταρόβας, η Ρούλα Μανισάνου, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και εγώ. Στον δρόμο προστέθηκαν ο Χρήστος Μητρέντζης και ο Θοδωρής Αθερίδης. Θεωρώ, όμως, σημαντικούς άλλους τρεις ανθρώπους στην πορεία της αισθητικής των «Αγάμων», όταν διαμορφώνονταν. Τον γνωστό συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιώργο Σκαμπαρδώνη, ο οποίος ήταν κειμενογράφος. Τη χορογράφο, την Ελένη Γκασούκα, και μετέπειτα σκηνοθέτιδα. Και θα βάλω, όσο και να φαίνεται αιρετικό αυτό, και τον παραγωγό των πρώτων χρόνων, τον Νίκο τον Στεφανίδη. Αυτήν είναι η προσωπική μου εκτίμηση.

Από ‘κει και μετά υπήρξαν διευρύνσεις, κατά τη γνώμη μου κυρίως κατά πλάτος. Προσωπικά, θα προτιμούσα να ψάξουμε το πράγμα σε βάθος κι όχι σε πλάτος. Το μεγάλο ζήτημα για τους «Άγαμους» ήταν αν θα μπορούσαν να ανανεωθούν. 

Εγώ έκατσα εκεί είκοσι τρία χρόνια, μια ζωή ολόκληρη. Δυστυχώς –κι είναι κάτι το οποίο πρέπει να το αποδεχτούμε, είτε μας αρέσει είτε όχι- ήταν δύσκολο να ανανεωθούν. Δεν κατάφεραν να ανανεωθούν. Στο «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», νομίζω πως δεν καταφέραμε να αλλάξουμε. 

Υπάρχει, όντως, ένα κενό στο να καταλάβουν οι νεότερες γενιές τι γίνεται. Συνήθως αυτό συμβαίνει και θα πρέπει να το αποδεχόμαστε. Καλό θα είναι να μας βλέπουν και να εισπράττουν πράγματα όταν έχουν τη δυναμική τους, τη διείσδυση ή τη φρεσκάδα τους. 

Αποδέχεσαι, λοιπόν, τον αμείλικτο χρόνο και λες ότι «Αυτό ήταν!». Θεωρώ ότι ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί με αυτό που μας συνέβη. Τώρα, αν δεν καταφέραμε να περάσουμε και σε νεότερες γενιές, θα σου πω ότι είναι κρίμα μεν αλλά συνέβη.  

Τη Θεσσαλονίκη, πώς την βλέπεις σήμερα;

Αποφεύγω, όπως ο διάβολος το λιβάνι, να εντοπίσω χαρακτηριστικά μόνον της δικής μας πόλης. Σε ‘μας, ίσως, κάποια πράγματα φαίνονται λίγο παραπάνω, με την έννοια ότι είμαστε μια κοινωνία η οποία, ενδεχομένως, κρατάει ακόμη κάποιους –όχι όλους- συνεκτικούς κοινωνικούς δεσμούς. Και, παράλληλα, έχουμε ή είχαμε, τουλάχιστον, κάποια μέσα επικοινωνιακά για να τα αναδεικνύουμε. 

Υπάρχουν τομείς που η Θεσσαλονίκη, στο παρελθόν, πρωτοπόρησε κι αυτός είναι ένας πήχης που κάθε φορά βάζουμε. Δεν θέλω να πω ότι η πόλη είναι η καλύτερη ή η χειρότερη. Η ανάλυση, που κάνω πάντα, έχει να κάνει με το ότι αυτό που συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη είναι, πια, πρόβλημα της χώρας. Δεν είναι πρόβλημα της πόλης.

Αν θες να μιλήσουμε για την πόλη, δεν είμαστε στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Αλλά υπάρχουν πράγματα που εμένα με ελκύουν. Υπάρχει μια νέα γενιά καλλιτεχνών, όχι τόσο στη μουσική όσο σε άλλους τομείς· θαυμάζω, δηλαδή, τους ηθοποιούς που έχει το Κρατικό Θέατρο. Θαυμάζω την τόλμη του Κρατικού Θεάτρου τα τελευταία χρόνια. Θαυμάζω κάποιους νέους κινηματογραφιστές που υπάρχουν στην πόλη. Θαυμάζω κάποιους νέους αρχιτέκτονες που έχει η πόλη. Υπάρχουν και καλοί μουσικοί, τραγουδοποιοί πιο δύσκολα, οι οποίοι είναι πιο καταρτισμένοι από τις προηγούμενες γενιές. 

Απλώς, αυτήν τη στιγμή, ο τρόπος για να αναδειχθείς –κι εδώ καταλήγουμε στη θεματολογία του παιδικού έργου- είναι το διαδίκτυο. Κοινώς, ένα χάος. Μέσα στο χάος, λοιπόν, για να φανούν κάποιοι άνθρωποι, θα πρέπει είτε να είναι τυχεροί είτε να προκαλέσουν. Πολλοί διαλέγουν την πρόκληση. Εγώ δεν είμαι αυτής της σχολής, παρότι είμαι ο άνθρωπος ο οποίος, το 1990, έγραψε τραγούδι με τον τίτλο «Άγαμοι Θύται». 

Δεν είμαι υπέρ της πρόκλησης. Είμαι υπέρ της αγνής καλλιτεχνικής απεύθυνσης, γιατί το «στοίχημα» είναι πάντα ο χρόνος. Κι ο χρόνος σου δίνει το εύσημο μόνον όταν θα εκφραστείς αμιγώς καλλιτεχνικά και με τον πιο άδολο τρόπο.

Πληροφορίες

  1. «Fake Newsical. Παρ@μυθομπερδέματα!», από την Παιδική Σκηνή του ΚΘΒΕ 

Βασιλικό Θέατρο (Πλατεία Λευκού Πύργου)

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: για σχολεία από Τρίτη έως Παρασκευή στις 10.30, για το κοινό κάθε Κυριακή στις 11.00

Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: more.com

Για περισσότερες λεπτομέρειες: ntng.gr

Διάρκεια: 1 ώρα και 55 λεπτά (η παράσταση έχει διάλειμμα)

Τηλέφωνο επικοινωνίας: 2315 200 200

Συντελεστές

Κείμενο – Στίχοι τραγουδιών – Σύνθεση πρωτότυπης μουσικής: Στάθης Παχίδης

Κείμενο – Στίχοι τραγουδιών: Σταυρούλα Παγώνα

Σκηνοθεσία: Εύη Σαρμή

Σκηνικά – Κοστούμια: Δανάη Πανά

Ενορχήστρωση – Μουσική παραγωγή – Ηχοληψία: Γιώργος Πεντζίκης

Κίνηση – Χορογραφίες: Ιωάννα Δεμερτζίδου

Σύμβουλος κινησιολόγου: Ευανθία Σωφρονίδου

Φωτισμοί: Γιάννης Τούμπας

Μουσική διδασκαλία: Χρύσα Τουμανίδου

Video Graphics: Mike Rafail

Video: Άντα Λιάκου

Κατασκευή ιστοσελίδας: Ecolapsis

Επιστημονική συνεργάτιδα ΑΠΘ: Αναστασία Κατσαουνίδου

Βοηθός Σκηνοθέτη: Μάρα Μαλγαρινού

Οργάνωση παραγωγής: Μαρίνα Χατζηιωάννου

Οδηγός σκηνής: Αθανασία Ανδρώνη

Διανομή (με αλφαβητική σειρά)

Μαριάννα Αβραμάκη, Λευτέρης Αγγελάκης, Πελαγία Αγγελίδου, Μάνος Γαλανής, Ελένη Γιαννούση, Ηλέκτρα Γωνιάδου, Θανάσης Δισλής, Αλέξανδρος Ζαφειριάδης, Μάρα Μαλγαρινού, Μαρία-Νεφέλη Παρασκευοπούλου, Δημήτρης Σακατζής, Γιώργος Σφυρίδης, Ελευθερία Τέτουλα, Γιάννης Τσάτσαρης, Γιάννης Τσιακμάκης, Μανώλης Φουντούλης

Στο βίντεο της παράστασης συμμετέχουν ο YouTuber Panos Dent και στον ρόλο της Νονάς της Σταχτοπούτας η Ρούλα Μανισάνου

  1. «Οι κωμικοί», των Δημήτρη Πιατά και Σάκη Σερέφα

Μονή Λαζαριστών – Σκηνή «Σωκράτης Καραντινός» (Κολοκοτρώνη 25-27, Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης)

Πρεμιέρα: Κυριακή 28/01 στις 20.00

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 18.30, Πέμπτη – Παρασκευή στις 20.30, Σάββατο στις 17.30 & 20.30, Κυριακή στις 18.30

Ηλεκτρονική προπώληση εισιτηρίων: more.com

Για περισσότερες λεπτομέρειες: ntng.gr

Τηλέφωνο επικοινωνίας: 2315 200 200

Συντελεστές

Κείμενο: Δημήτρης Πιατάς, Σάκης Σερέφας

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Πιατάς

Σκηνικά – Κουστούμια: Μανόλης Παντελιδάκης

Χορογραφία: Δημήτρης Παπάζογλου

Πρωτότυπη μουσική σύνθεση – Μουσική επιμέλεια: Στάθης Παχίδης

Ενορχηστρώσεις: Τραϊανός Αλμπανούδης, Στάθης Παχίδης

Φωτισμοί: Γιάννης Τούμπας

Μουσική διδασκαλία: Έλσα Μουρατίδου

Βοηθοί σκηνοθέτη: Άννη Τσολακίδου, Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Χριστόφορος Μαριάδης

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Χαρά Τσουβαλά

Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Μελίνα Καμάρα

Βοηθός χορογράφου: Αναστασία Κελέση

Video – Σκηνοθεσία κινηματογραφημένων σκηνών: Νίκος Σούλης

Διεύθυνση φωτογραφίας: Κώστας Σταμούλης

Post-production: Κανάρης Κωστόπουλος

Οργάνωση παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη

Διανομή (με αλφαβητική σειρά)

Ιορδάνης Αϊβάζογλου (Σπυρίδων Δημητρακόπουλος)

Νεφέλη Ανθοπούλου (Τάλα Κρανόφσκα)

Μπέτυ Αποστόλου (Κοντσέτα Μόσχου)

Ηρώ Δημητριάδου (Ριρή Ασπριώτου, Περαστική)

Χρύσα Ζαφειριάδου (Πόπη Μέγγουλα)

Χριστίνα Ζαχάρωφ (Ροζαλία Παντελιάδου)

Χρύσανθος Καγιάς (Ευτύχιος Βονασέρας, Μαγαζάτορας Μάρκος)

Σοφία Καλεμκερίδου (Ευαγγελία Παρασκευοπούλου)

Παναγιώτης Καμμένος (Διονύσιος Ταβουλάρης – Μπατσακούτσας)

Γιώργος Καύκας (Μιχαήλ Μιχαήλ του Μιχαήλ)

Ελένη Μισχοπούλου (Λολόττα Ιωαννίδου)

Νίκος Νικολάου (Ιωσήφ Χεπ)

Χρήστος Παπαδημητρίου (Εδμόνδος Φρυστ)

Γρηγόρης Παπαδόπουλος (Γιώργος Πλούτης, Ιερέας Β’)

Ιωάννα Πιατά (Ηρώ Χαντά)

Δημήτρης Πιατάς (Δήμος Βρατσάνος)

Σπύρος Σιδέρης (Ιερέας, Παραγιός)

Πάνος Σκουρολιάκος (Αχιλλέας Μαδράς)

Πολυξένη Σπυροπούλου (Γεωργία Βασιλειάδου)

Χρίστος Στυλιανού (Λυκούργος Καλαποθάκης)

Δημήτρης Τσιλινίκος (Κώστας Βατίστας)

Άννη Τσολακίδου (Σωτηρία Ιατρίδου)

Κωνσταντίνος Χατζησάββας (Έρβε Βιλάρ)

Στην παράσταση, σε γκεστ εμφάνιση, συμμετέχει ο Λάκης Λαζόπουλος

Φιγκυράν – Κινηματογραφία επί σκηνής: Χρήστος Τουρλάκης

Μουσικοί επί σκηνής

Γιώργος Αβραμίδης (τρομπέτα), Τραϊανός Αλμπανούδης (κοντραμπάσο), Χρήστος Γκουγκούμας (πιάνο – συνθεσάιζερ), Βαγγέλης Καλαμαράς (τύμπανα – κρουστά), Μελίνα Παπαδοπούλου (βιολί)