Πένυ Φυλακτάκη στο TheOpinion: «Νομίζω ότι, οι ιδέες, μας επιλέγουν»
Η θεατρική συγγραφέας και σεναριογράφος, Πένυ Φυλακτάκη, μιλάει στο TheOpinion και τη Δέσποινα Δαϊλιάνη
Ο Πολυχώρος Τέχνης Alte Fablon φιλοξενεί το σεμινάριο «Πλάθοντας ιστορίες με το ζυμάρι της Ιστορίας», με εισηγήτρια την Πένυ Φυλακτάκη, την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου.
Έχει διακριθεί για τη συγγραφική της προσφορά στο θέατρο, με την εργογραφία της να έχει «ταξιδέψει» και εκτός συνόρων.
Την περασμένη σεζόν γνώρισες, σεναριακά, την Πένυ Φυλακτάκη μέσα από τις «Ψυχοκόρες», ενώ έχει «βάλει τη σφραγίδα της» και στη «Μαρία που Έγινε Κάλλας», που αναμένεται να προβληθεί από τη συχνότητα της ΕΡΤ.
Καθώς, λοιπόν, η συγγραφή βασίζεται στη δύναμη των λέξεων, η ίδια δηλώνει από τους φανατικούς της ελληνικής γλώσσας. Επισημαίνει, μάλιστα, ότι «όλες οι γλώσσες είναι καλές και μία είναι σύμβολο: η δική μας!».
Παρατηρώ ότι, πλέον, ο κόσμος όχι μόνον γράφει, αλλά προχωρά και στη δημοσίευση όσων «κρατούσε στο συρτάρι». Πένυ, είμαστε, τελικά, όλοι δυνάμει συγγραφείς;
Χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί από τα γραπτά «απομεινάρια» του περάσματός μας, κάτι θα σωθεί. Φυσικά, όταν υπάρχει τόση πληθώρα συγγραμμάτων, δεν συνεπάγεται πως υπάρχει και μεγάλη ποιότητα. Αλλά θεωρώ πάρα πολύ παρήγορο ότι πολλοί άνθρωποι, πλέον, δεν κρύβουν ότι γράφουν.
Ξέρεις, όταν πρωτοξεκίνησα να έχω το εργαστήριο, είχα ανθρώπους που έρχονταν και δεν το ήξερε ο άντρας τους, η γυναίκα τους, η μάνα τους, η κόρη τους, τα εγγόνια τους· δεν ήταν μικροί άνθρωποι. Ήταν, δηλαδή, ηλικίες που δεν θεωρείς ότι κάτι τέτοιο μπορεί να το κρύβεις, επειδή πιθανότατα ο μπαμπάς σου το θεώρησε ανασταλτικό για την καριέρα σου.
Κι όμως, υπήρχε αυτό το «στίγμα» πάνω στην έννοια του συγγραφέα. Τώρα, το γεγονός ότι εισήχθη στην πανεπιστημιακή βαθμίδα το αντικείμενο της δημιουργικής γραφής και της συγγραφής, νομίζω πως το απενοχοποίησε πολύ στη συνείδηση του κόσμου. Οπότε, μπορεί ο καθένας, επιτέλους, να εκφράσει, να εκδώσει και να δεχτεί, να θελήσει να μοιραστεί με τον υπόλοιπο κόσμο, αυτό το οποίο κατέθεσε στη σελίδα.
Δυνάμει συγγραφείς είμαστε, πραγματικά όχι. Είναι άλλο το «γράφω», ο γραφεύς που έλεγαν και οι Αρχαίοι, κι άλλο το «συγγράφω»· το «συγγράφω» έχει μέσα το «συν», που σημαίνει ότι γράφω μαζί με κάποιον άλλο, το κοινό μου.
Αυτό για το οποίο γράφω, το γράφω και μαζί του, γιατί είμαι και γέννημα θρέμμα αυτής της κοινωνίας για την οποία γράφω. Οπότε, το να γράψω κάτι που να μπορέσει να περάσει στο συλλογικό επίπεδο, χρειάζεται κι ένα πιο βαθύ «σκάψιμο» και μια πιο μεγάλη ενασχόληση με την τεχνική της γλώσσας, η οποία έχει τη συλλογικότητα από τα γεννοφάσκια της.

Εσύ πότε συνειδητοποίησες ότι, η συγγραφή, θα είναι συνοδοιπόρος σου στη ζωή;
Έγινε πάρα πολύ νωρίς. Αρχές δημοτικού, είχα πάρει ένα τετράδιο το οποίο είχε μία σελίδα κενή, μία σελίδα γραμμές. Ήταν το λάθος τετράδιο, έτσι; Δεν έπρεπε να πάρεις αυτό το τετράδιο!
Αυτό το λάθος τετράδιο, λοιπόν, ξώμεινε… Τότε, έτυχε να παρακολουθώ μια παιδική σειρά με ένα παιδάκι, κάτω από το κρεβάτι του οποίου δημιουργούνταν μια δίνη. Έμπαινε σε αυτήν και κάθε φορά βρισκόταν σε διαφορετικό κόσμο και ζούσε διάφορες περιπέτειες. Σε αυτό το τετράδιο έβαλα κι εγώ ένα παιδάκι, το οποίο είχε τις δικές του περιπέτειες και στις κενές σελίδες, ζωγράφιζα. Κι άρχισαν σιγά σιγά να «γεννιούνται» οι ιστορίες. Από τότε, δεν θυμάμαι να ‘χω σταματήσει.
Στο Λύκειο, επίσης, είχα εξ αποστάσεως αλληλογραφία με ένα κολλέγιο στην Αγγλία, που μάθαινες creative writing· πρώτη φορά το είχα ακούσει. Θυμάμαι ότι, πάντα, έψαχνα κάτι για να ασχοληθώ με τη γραφή.
Το εκτίμησα ότι το έψαξα τόσο πολύ. Γιατί δεν πάει να πει ότι, επειδή θέλουμε κάτι πάρα πολύ ή το κάνουμε συνεχώς, αυτό αντιγυρίζει. Αν σταματήσει, βέβαια, να συμβαίνει, θα το θεωρήσω σημάδι πως πρέπει να πάω κάπου αλλού, να κάνω κάτι άλλο.
Αποκρυπτογραφείς, δηλαδή, τα όποια σημάδια;
Πολλές φορές «έχω χτυπήσει το κεφάλι μου στο ντουβάρι», προσπαθώντας να «ανοίξω» μια πόρτα, ενώ δίπλα ήταν μια άλλη ορθάνοιχτη. Είπα να μην το κάνω άλλο αυτό. Πόνεσε και το κεφάλι μου… Τώρα, «διαβάζω» τα σημάδια πάρα πολύ επισταμένα.
Είσαι από τους ανθρώπους που, καθώς περπατάς στον δρόμο, θα σου έρθει μια σκέψη ή μια ιδέα κι επί τόπου θα τη σημειώσεις;
Νομίζω ότι κανένας δεν θα μας έκανε, γενικότερα, παρέα, αν ήξερε την ώρα που μας μιλάει -που είμαστε απόλυτα συγκεντρωμένοι σε αυτό που μας λέει- πόσα άλλα καταγράφονται.
Τη σημειώνω ναι, γιατί, πραγματικά, μπορεί να μην έρθει μετά. Μπορεί να μην σταματήσω στη μέση του δρόμου, αλλά θα την «κουβαλήσω» στο σπίτι μου.
Υπάρχει, βέβαια, και το άλλο: μια ιδέα που, πραγματικά είναι για σένα, δεν φεύγει. Κι αν φύγει, θα σε ξαναεπισκεφτεί, γιατί πρέπει να τη γράψεις εσύ. Οπότε, δεν χρειάζεται να την κυνηγάς. Θα σε «κυνηγήσει» αυτή. Νομίζω ότι, οι ιδέες, μας επιλέγουν.
Η διαδικασία συγγραφής μπορεί να είναι χρονοβόρα, να διαρκέσει από μέρες, μήνες μέχρι και χρόνο ή χρόνια… Να δομηθεί μπορεί;
Όλα τα πράγματα δομούνται, από τη στιγμή που, εμείς οι ίδιοι ως άνθρωποι, ζούμε μέσα σε μια δομή· δεν ξέρω, δηλαδή, κάποιον με τρία χέρια. Ό, τι κάνουμε, εμπίπτει σε μια δομή. Και το χάος έχει μια δομή.
Είναι ανόητο, θεωρώ, να υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει δομή κι είναι απλώς καθαρή έκθεση. Υπάρχει δομή, η οποία είναι διαφορετική από άνθρωπο σε άνθρωπο και από συνθήκη σε συνθήκη.
Αυτή η δομή αλλάζει και σχετίζεται με το αν είσαι επαγγελματίας ή ερασιτέχνης στη γραφή. Γιατί αν είμαι επαγγελματίας και πρέπει να ζήσω από αυτό, δεν θα καθίσω να περιμένω χρόνια εάν θα μου ‘ρθει το βέλτιστο και μόνον τότε θα κάτσω, μια μέρα που έχει ωραίο άνεμο κι απέναντι είναι η θάλασσα και με φωτίζει το φως του ήλιου, να γράψω την πρώτη σειρά. Η εφορία δεν θα περιμένει, ακριβώς, αυτήν την ιδανική συνθήκη.
Οπότε, ως επαγγελματίας έχεις βάλει ήδη μες το μυαλό σου ότι, όπως κάποιος πάει στο γραφείο και έχει να κάνει συγκεκριμένα πράγματα, έτσι κι εσύ έχεις να προχωρήσεις. Και αυτό θα προχωρήσει, τέλος! Είσαι, δηλαδή, σε μια κατάσταση συνεχούς έμπνευσης. Έχει κινητοποιηθεί το μυαλό να παράγει συνέχεια, επειδή συνδέεται με τις πρακτικές ανάγκες της ζωής. Όσο καλό ή κακό κι αν ακούγεται αυτό…
Για μένα είναι πολύ καλό! Πιστεύω ότι, το χάσιμο και η αναβολή, στερούν την έμπνευση. Όπως όλα τα πράγματα, είναι συνήθεια. Και η έμπνευση οξύνεται, όταν συνεχώς την πυροδοτείς.
Κάποια στιγμή που έπρεπε να επιλέξω, και με αρκετά μεγάλο οικονομικό τίμημα, επέλεξα να είναι η γραφή το επάγγελμά μου. Κατάλαβα ότι, αν το έκανα ως πάρεργο, δεν θα το ‘κανα, τελικά, ποτέ!
Υπάρχουν και περιπτώσεις, όμως, που μπορεί να έχεις μια ιδέα, την οποία την «κουβαλάς». Και την «κουβαλάς» όντως χρόνια, γιατί δεν δημιουργήθηκε ολόκληρη. Δηλαδή, υπήρχε ένα πολύ δυνατό «σπέρμα», αλλά ούτε αυτή ήταν έτοιμη ούτε εσύ για να υλοποιηθεί. Και έρχεται είτε ένας εξωτερικός παράγοντας -μια πρόταση, μια προκήρυξη, ένα καλλιτεχνικό γεγονός- είτε η στιγμή που, πραγματικά, και οι συνθήκες ωριμάζουν κάτι τέτοιο να βγει.
Αν, για παράδειγμα, σκεφτόταν κάποιος να γράψει για την κακοποίηση των γυναικών στον Μεσαίωνα, θα είχε ένα προβληματάκι. Δεν θα ήταν ίδιες οι συνθήκες με το Μe Too. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία αυτά τα πράγματα.

Η αλήθεια είναι ότι, η τηλεόραση, είναι το πιο άμεσο μέσο που μπαίνει σε κάθε σπίτι, απ’ άκρη σ’ άκρη. Και παρότι έχουν προηγηθεί ανεβάσματα θεατρικών σου έργων και βραβεύσεις, κάπως έτσι μπήκες κι εσύ στα δικά μας σπίτια με τις «Ψυχοκόρες»…
Ήταν μία πάρα πολύ μεγάλη ευλογία! Κι αυτό μου το επιβεβαίωσαν και οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκα. Ήταν μία συγκυρία από αυτές που λες «μακάρι να ζήσω για να μου συμβεί».
Παραγωγή, σκηνοθεσία, σκηνογραφία, ηθοποιοί, μουσικοί, λες και όλοι ήμασταν «ταμένοι» να το κάνουμε. Υπήρχε τόσο μεράκι, τέτοιο δέσιμο, έγιναν απρόσκοπτα τα πράγματα. Φυσικά και υπήρχαν τα εμπόδια της δουλειάς, αλλά το γενικό κλίμα ήταν πραγματικά τόσο υπέροχο, που κι εμείς ανησυχούσαμε… Όντως, όμως, ήταν τα πράγματα ευοίωνα που, για την είσοδό μου στην τηλεόραση, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι καλύτερο!
Για έναν άνθρωπο, ο οποίος ήθελε πολύ στιβαρό κείμενο, πολύ συγκεκριμένες συνθήκες, πολύ καλό θέμα, πολύ καλούς συνεργάτες, αυτά τα «πολύ καλά» σπάνια να τα βρεις όλα μαζί στην τηλεόραση. Και γι’ αυτόν τον λόγο, πολλές προηγούμενες φορές, είχα πει όχι.
Αλλά νομίζω ότι, τώρα, μας βοήθησε πάρα πολύ και το θέμα και η ενέργεια, αν θέλεις, όλων αυτών των γυναικών… Μιλάμε για πάρα πολύ κόσμο. Σε οριζόντια διάταξη, μια ολόκληρη γενιά επί δέκα χρόνια, τουλάχιστον, που ήταν στο αποκορύφωμά του ο θεσμός των ψυχοκορών. Αυτές οι φωνές μπόρεσαν να βγουν προς τα έξω.
Νομίζω ότι, πραγματικά, μας βοήθησαν, έτσι ώστε να φύγουν από τον δρόμο μας οποιαδήποτε εμπόδια θα υπήρχαν σε ένα άλλο θέμα και σε μια άλλη παραγωγή –σιγά σιγά, για να πω την αλήθεια, αισθανόμασταν αυτό το «βάρος»- γιατί ήταν πάρα πολύ σημαντικό αυτό που εκφράστηκε. Ήταν παραπάνω από εμάς.
Και, σε λίγο καιρό, ξεκινάει ένα ακόμα τηλεοπτικό «ταξίδι»…
Μ’ αρέσουν, γενικότερα, οι ιστορίες που δεν έχουν ακουστεί. Μ’ αρέσει να ασχολούμαι με αυτό που είναι ακόμη ανείπωτο και ψάχνει τρόπο να εκφραστεί. Και όταν λέω ανείπωτο, εννοώ για συγκεκριμένη γενιά, αλλιώς όλα έχουν ειπωθεί. Είναι πράγματα επώδυνα, «πληγές» που δεν έχουμε αγγίξει.
Όταν μου έγινε η πρόταση να ανήκω στην ομάδα των σεναριογράφων για τη «Μαρία Κάλλας», ήταν ακόμα ένα δώρο. Είναι τα χρόνια της Μαρίας Κάλλας, που δεν τα γνωρίζουμε· από νεαρή ηλικία μέχρι να φύγει, τελικά, για Αμερική. Μετά πήγε Ιταλία και έγινε η Κάλλας, που ξέρουμε. Είναι η σχέση της με τη μητέρα της, με την αδερφή της, με τον απόντα πατέρα, με τη δασκάλα της, με τους υπόλοιπους συναδέλφους στη Λυρική, με τον πρώτο μεγάλο έρωτα, με τη γερμανική κατοχή και τη θέση που πήρε σε όλο αυτό.
Είναι σαν να διαβάσεις μια σειρά ανάποδα. Επειδή εμείς γνωρίζουμε τι θα γίνει, βλέποντας όλα αυτά, αμέσως γίνεται στο μυαλό η σύνδεση των γεγονότων. Ομολογώ ότι κι εγώ δεν ήξερα τόσα πράγματα για τη ζωή της, πάρα πολύ δύσκολη ζωή…
Η Μαρία Κάλλας βρισκόταν με τη μητέρα της σε μια διαρκή αντιπαλότητα για το ποια θα είναι η πρωταγωνίστρια. Η αίσθηση του «θέλω να με φροντίσεις» και, ταυτόχρονα, η μία να ανταγωνίζεται την άλλη, είναι υπέροχη. Αυτό, νομίζω, έχει αποδοθεί εκπληκτικά στην οθόνη, με την πολύπειρη και συγκλονιστική Ελένη Ράντου και τη νέα ηθοποιό, Κλεοπάτρα Ελευθεριάδου, στον ρόλο της Μαρίας Κάλλας.
Πένυ, τι θεωρείς ως προσωπική επιτυχία;
Η αλήθεια είναι ότι δεν έχει αλλάξει στο μυαλό μου αυτό, με το οποίο πρωτοταύτισα την έννοια της επιτυχίας. Ακούγεται πολύ μετριόφρον, ταυτόχρονα είναι και το απόλυτα φιλόδοξο: αν είναι δυνατόν, οτιδήποτε γράψω σε οποιοδήποτε είδος, να είναι κάτι το οποίο ο κόσμος θα θυμάται και μετά τον θάνατό μου, χωρίς αναγκαστικά να θυμάται το όνομά μου.
Αποφεύγω, προσωπικά, την έκθεση. Θέλω πάρα πολύ, όμως, να προβληθεί και να μείνει αυτό που έγραψα, μετά τη βιολογική μου υπόσταση, αν είναι να «μιλήσει» και σε ανθρώπους μετέπειτα.
Η βάση σου, πια, είναι η Αθήνα, αλλά είσαι παιδί της Θεσσαλονίκης. Μίλησέ μας για τη δική σου Θεσσαλονίκη…
Είναι αυτό που λένε «πατρίδα». Είναι όλοι οι αγαπημένοι μου άνθρωποι, που περάσαμε απίστευτα εύκολα και δύσκολα πράγματα μαζί. Ταυτόχρονα, είναι η πόλη στην οποία παραμένει πάντα μυστήριο, για μένα, ο λόγος που δεν φροντίζει τα δικά της παιδιά.
Έφυγα μεγάλη στην Αθήνα, δεν έφυγα είκοσι χρόνων. Εξάντλησα κάθε περιθώριο. Η Θεσσαλονίκη ναι, μου φέρθηκε πάρα πολύ καλά. Αλλά έχει ένα «ταβάνι», το οποίο δεν δικαιολογείται ούτε από την αξιοσύνη των καλλιτεχνών που υπάρχουν ούτε από τις υποδομές της ούτε από τον πληθυσμό της. Δεν είναι, αναγκαστικά, οικονομικό το θέμα. Είναι η νοοτροπία. Δεν μπορεί να ξέρει ένα νέο παιδί ότι, με το που ξεκινάει, θα φτάσει μέχρι ένα σημείο και τίποτ’ άλλο.
Επαναλαμβάνω το πόσο εκπληκτικούς καλλιτέχνες έχουμε, με όραμα και μόρφωση. Σε πολλά πράγματα, ομολογώ, και πιο μπροστά από την Αθήνα. Αλλά στην Αθήνα τα πράγματα υλοποιούνται, δεν μένουν σε κουβέντες που σιγά σιγά ατονούν και, τελικά, καταλήγουν στην αδράνεια. Είναι φοβερό αυτό το πράγμα! Όταν το αντιμετώπισα, αισθάνθηκα πάρα πολύ άσχημα.
Είναι δυνατόν να παρουσιάζεις στη Θεσσαλονίκη κάτι σχεδόν έτοιμο και να μην γίνεται, και στην Αθήνα να το παρουσιάζεις μισό και να σου λένε «Πάμε να το κάνουμε»; Η διαφορά είναι τεράστια. Αυτό διαμορφώνει τη συνείδησή σου, διαμορφώνει, όμως, και το όραμά σου. Άμα σου πω ότι μέχρι εδώ μπορείς να περπατήσεις, δεν θα καλλιεργήσεις το να τρέξεις. Αφού είναι δυο βήματα, γιατί να τρέξεις;
Η Αθήνα επίσης μου φέρθηκε πολύ καλά. Γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους και δημιούργησα σχέσεις ζωής, που δεν περιμένεις να τις κάνεις τόσο αργά. Είναι μια «σκληρή» πόλη, πάρα πολύ απαιτητική σε σημείο φυσικής και πνευματικής εξάντλησης. Αλλά η σκέψη του να γυρίσουμε πίσω -πέρα από το να γυρίσουμε για σύνταξη, να καθόμαστε και να κάνουμε βόλτες στην παραλιάρα- δεν υπάρχει. Και αυτό, δεν θα ‘θελα να μου το βγάζει η πόλη μου.
Γίνονται κάποια πράγματα. Αλλά πιστεύω ότι, η Θεσσαλονίκη, βρίσκεται στο κάτω μέρος του κύκλου της εδώ και κάποια χρόνια. Αυτό από τη μία είναι κακό. Από την άλλη είναι καλό, γιατί το κάτω μέρος του κύκλου το διαδέχεται το πάνω μέρος. Ελπίζω ότι θα ξαναπάρει τα ηνία, όπως είχε παλιά τα ηνία στη μουσική σκηνή και στην πρωτοπορία, και δεν θα είναι μία ακόμα καταναλωτική «κηρήθρα» μετά την Αθήνα.
Εκτός από όσα ήδη αναφέραμε, τα σεμινάρια που διοργανώνεις και τις πανεπιστημιακές αίθουσες στις οποίες διδάσκεις, πού αλλού θα σε συναντήσουμε;
Ετοιμάζουμε μία κωμωδία για το Mega· τα σενάρια τελειώνουν, τα γυρίσματα έχουν ξεκινήσει. Θα προβληθεί, από ό, τι γνωρίζω, την άνοιξη του ’25.
Είναι μία κωμωδία, που ελπίζω να βγάλει μια για πάντα από το μυαλό των ανθρώπων ότι το αστείο συσχετίζεται με το χυδαίο. Δεν υπάρχει τίποτα χυδαίο, καμία υβρεολογία μέσα σε αυτήν την κωμωδία. Είναι κάτι που μπορεί να δει παιδί, έφηβος, νέος, μαμά, μπαμπάς, παππούς.
Θέλαμε να ξαναγυρίσουμε στο πώς είναι πραγματικά η γνήσια, αιχμηρή φάρσα και, ταυτόχρονα, να περάσουμε και δύο-τρία πραγματάκια μέσα από αυτήν που, άμα ζεις στην Ελλάδα, λες «Ναι ρε φίλε, απίστευτο! Αυτό ζούμε!».
Πληροφορίες
«Πλάθοντας ιστορίες με το ζυμάρι της Ιστορίας»
Εισηγήτρια: Πένυ (Παναγιώτα) Φυλακτάκη, Θεατρική Συγγραφέας και Σεναριογράφος
Πολυχώρος Τέχνης Alte Fablon (Φιλίππου 71 & Χριστοπούλου, Θεσσαλονίκη)
Ημερομηνία και ώρες σεμιναρίου: Παρασκευή 25 Οκτωβρίου, 20.00 – 23.00
Κόστος συμμετοχής: 40€ (θα δοθεί βεβαίωση συμμετοχής)
Τηλέφωνο: 231 401 4430
Απαιτείται κράτηση. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας, λόγω συγκεκριμένου αριθμού συμμετεχόντων