Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού βιβλίου: Η Βασιλική Νευροκοπλή και η Γεωργία Πραβήτα στο TheOpinion
Δύο γυναίκες συγγραφείς, προσωπικότητες της πόλης, η Βασιλική Νευροκοπλή και η Γεωργία Πραβήτα μιλούν στο TheOpinion και την Άλκηστη Σπυρέλλη
Μαγικό και ίσως κάπως μυσταγωγικό θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος αυτό το ταξίδι, στο όνειρο, στη φαντασία, στον παιδικό κόσμο όπου βασιλεύουν οι δράκοι κι οι νεράιδές, οι πρίγκιπες κι οι βασιλοπούλες και τα μικρά ξωτικά και τα δέντρα και τα πουλιά, με φωνές και λαλήματά ξεχωριστά και κάποιες φορές απόκοσμα, γι’ αυτό και τόσο μοναδικά!
Το παραμύθι, η παιδική ιστορία που λαχταρά να δώσει γνώση και εικόνα, να «διδάξει» και να ευχαριστήσει, όχι ακριβώς ως «μίμηση πράξεως» αλλά σίγουρα ως «σπουδαίο και τέλειο δημιούργημα, μέγεθος έχον», είναι η σύγχρονη με τον κόσμο του πραγματικού προσπάθεια. Μια προσπάθεια που ορίζεται από τις ηθικές αρχές και αξίες του συγγραφέα δημιουργού και από τον ευγενέστερο των σκοπών, να αγγίξει τις παιδικές ψυχές και να δημιουργήσει δράση και ανάμνηση.
Το παιδικό βιβλίο γιορτάζει κι είναι σαν να γιορτάζει κάπως κι όλη η πλάση, η οικουμένη. Αυτή η Παγκόσμια Ημέρα –ποτέ δε μου άρεσε να τα περικλείει όλα μία μόνο ημέρα, γιατί αναμφίβολα τα αδικεί- ενσωματώνει μια φιλοσοφία λυτρωτική, όταν κανείς τη δει σε αντιστοιχία με την προκλητική σύγχρονη πραγματικότητα. Από τη μία, ηρεμεί, καθησυχάζει την ψυχή κι από την άλλη διεγείρει το όμορφο, το αγνό, το υγιές. Ανοίγει τη σκέψη και προετοιμάζει για δράση.
Σκεπτόμουν πάντα πως οι συγγραφείς έχουν το καρπούζι κι έχουν και το μαχαίρι. Έχουν, επομένως, μια δύναμη σχεδόν ελεγκτική στα χέρια τους. Πλάθουν σκέψη και χαρακτήρα και χρειάζεται, νομίζω, τρομερή εσωτερική ισορροπία για να αποδοθεί το έργο, να μοιραστεί, να γίνει κτήμα.
Τα μεγέθη και η αξία υπερδιπλασιάζονται αναλογικά με τον σκοπό, όταν το τόξο και το βέλος σημαδεύουν κατευθείαν την παιδική ψυχή.
Τα Γράμματα στην υπηρεσία του Ανθρώπου, έτσι ακριβώς όπως θα έπρεπε!
Δύο γυναίκες συγγραφείς, προσωπικότητες της πόλης, η καθεμιά με το δικό της τρόπο, τη δική της φιλοσοφία και αισθητική, προσεγγίζουν τον κόσμο αυτόν, τον εκπληκτικά πλασμένο κι αλήθεια τόσο αγνό!
Έχω στο μυαλό μου πάντα, ένα ταξιδιάρικο λευκό περιστέρι, όταν σκέπτομαι τον μόχθο και τις εικόνες ενός συγγραφέα παιδικών ιστοριών. Μας ενώνουν για λίγο με το δικό τους «πέρασμα» από το εξαίσιο παιδικό σύμπαν, για να χαρίσουν λίγο από το φως που προσδοκούμε για εμάς και τις επόμενες γενιές.
Είναι η Βασιλική Νευροκοπλή και η Γεωργία Πραβήτα και τις ευχαριστώ ολόψυχα για το «άνοιγμα»…
Τι προκλήσεις κρύβει το ταξίδι στον κόσμο των παιδιών, η περιπλάνηση σ’ ένα αγνό μυστήριο;
Β. Ν: Κάθε συνάντηση με τον «Άλλο» συνιστά ένα ταξίδι γεμάτο προκλήσεις. Στη συνάντηση αυτή ανακαλύπτεις τον Άλλον αλλά και τον εαυτό σου. Ο Αλλος σου φανερώνει άγνωστες πλευρές σου. Δίχως τη συνάντηση ανθρώπου με άνθρωπο καθένας μας θα ήταν ένα κλειστό μαύρο κουτί.
Όταν ο ενήλικας συναντήσει το παιδί, αυτή τη νέα, ολοκαίνουργια ύπαρξη, για να συνυπάρξει και να συνδιαλεχθεί μαζί του θα πρέπει να ανακαλύψει μια νέα γλώσσα, ένα νέο αλφαβητάρι. Αυτή είναι η πρώτη πρόκληση. Αυτό όμως ήδη προϋποθέτει πως ο ενήλικας θα έχει διατηρήσει ένα κομμάτι παιδικότητας και δεν θα έχει οχυρωθεί πίσω από συμπαγή οχυρά ιδεολογημάτων.
Τα παιδιά αποτελούν μια διαρκή έκπληξη επειδή δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο και δεδομένο γι’ αυτά. Αντέχουμε τις εκπλήξεις; Κι αυτές είναι πρόκληση. Μια έκπληξη μπορεί να τινάξει στον αέρα όλα όσα χτίσαμε με μόχθο για χρόνια.
Τα παιδιά μπορεί να ξέρουν λιγότερα αλλά μπορούν καλύτερα. Έχουν άμεση επικοινωνία με τον αόρατο κόσμο, τα συναισθήματά τους μεταβάλλονται ακαριαία χωρίς ενοχές και μνησικακία, δεν έχουν ταμπού. Αν θέλεις να συντονιστείς μαζί τους οφείλεις να είσαι έτοιμος για κάθε προσωπική σου ακύρωση.
Τα παιδιά είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού στον κόσμο. Είναι πηγές αιωνιότητας. Αν δε γίνουμε σαν κι αυτά, όπως μας είπε ο Κύριος, αιωνιότητα δε θα γευτούμε… Η μεγαλύτερη πρόκληση, λοιπόν, είναι να τους μοιάσουμε…
Γ. Π.: Τα παιδιά έρχονται αντιμέτωπα καθημερινά με διάφορους προβληματισμούς. Η τεχνολογία, το ίντερνετ και τα κινητά έχουν εισβάλλει κυριολεκτικά στη ζωή τους. Δεν παύουν όμως να είναι παιδιά και να σκέφτονται με το παιδικό μυαλό τους. Για να καταφέρει κανείς να κατανοήσει τον κόσμο και τον νου των παιδιών δεν έχει παρά να προσπαθήσει να σκέφτεται σαν παιδί και πάλι, μα για να φτάσει σε αυτό το σημείο είναι, θεωρώ, απαραίτητη η καθημερινή επικοινωνία μαζί τους. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να καταλάβει κάποιος ένα παιδί, να του συμπαρασταθεί, να χαρεί μαζί του, να το ενθαρρύνει, αν δεν μιλήσει μαζί του, αν δεν το αγκαλιάσει. Οι προκλήσεις που μπορεί να συναντήσει κάποιος που ασχολείται με παιδιά όπως ένας εκπαιδευτικός ή ο γονιός δεν μπορούν να από τυπωθούν ακριβώς γιατί είναι άπειρες, όπως άπειροι και διαφορετικοί είναι και οι χαρακτήρες και οι αντιδράσεις τους. Το ταξίδι στον κόσμο των παιδιών δεν έχει τελειωμό, είναι χαρούμενο, απίστευτο, περίεργο και γεμάτο με πληθώρα συναισθημάτων. Αυτό το ταξίδι δε θέλεις να τελειώσει ποτέ, γιατί κάθε φορά αντικρύζεις κάτι διαφορετικό, μια ζωγραφιά ή ένα συναίσθημα γι’ αυτό και πρέπει να μάθεις να είσαι προετοιμασμένος, να είσαι «δουλεμένος» με την παιδική αγνότητα ειδάλλως δεν μπορείς να την ανεβάσεις στο καράβι σου και να ταξιδέψεις μαζί της. Αν λοιπόν επιλέγεις για συνεπιβάτες τα παιδιά σ’ ένα φανταστικό μαγικό ταξίδι δεν έχεις παρά να τα εμπιστευτείς, να τα αγαπήσεις, να τα ενθαρρύνεις, να τα συμβουλεύσεις και να είσαι συμπαραστάτης τους σε κάθε πρόβλημα, κάθε δυσκολία και φυσικά σε όλες τις χαρές!

Πρέπει να «χαμηλώσουμε» για να κοιτάξουμε τα παιδιά απευθείας στα μάτια, για να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τη σκέψη τους. Το βιβλίο είναι ένας τρόπος να καλλιεργηθεί η σχέση αυτή;
Β. Ν.: Βρέθηκα κάποτε σε ένα χωριό της Ρουμανίας, τη Σάντοβα. Στον δρόμο συνάντησα έναν ηλικιωμένο χωρικό να σέρνει το κάρο του. Σταμάτησε και με καλημέρισε χωρίς να με ξέρει. Αντικρίζοντας τα καταγάλανα, καθαρά σαν ασυννέφιαστος ουρανός, μάτια του, χαμήλωσα αμέσως τα δικά μου. Ντράπηκα αφάνταστα. Μπροστά του ένιωσα ακάθαρτη, βρώμικη, πολύ αμαρτωλή, πώς να το πω; Συγκλονίστηκα. Δεν άντεχα να τον κοιτώ. Ήταν σαν να έβλεπα κατά πρόσωπο τον Θεό…
Συχνά με τα παιδιά είναι κάπως έτσι. Η καθαρότητά τους είναι αφοπλιστική, άθελά της ελεγκτική, σοκαριστική. Μας αναγκάζει να δούμε τα λάθη μας, να επαναπροσδιοριστούμε.
Το βιβλίο μπορεί να αποτελέσει έναν κρίκο που θα μας συνδέσει μαζί τους, έναν ικανό διαμεσολαβητή, τον μεταφραστή μιας γλώσσας που θα δανειστούμε για να επικοινωνήσουμε. Αν όμως αυτή η γλώσσα δεν είναι καρδιακή δε θα τα καταφέρουμε. Θα μείνουν όλα στην επιφάνεια και θα φτερουγίσουν γρήγορα μακριά, σα να μη συνέβη τίποτα. Και το χάος που μας χωρίζει από τα παιδιά, θα μεγαλώσει.
Γ. Π.: Το βιβλίο αποτελεί έναν μαγικό τρόπο επικοινωνίας με τα παιδιά. Το να αφιερώσει κανείς τον χρόνο του στο παιδί με τον συγκεκριμένο τρόπο, μ’ ένα παραμύθι ή βιβλίο κρύβει όμορφες εκπλήξεις. Δημιουργείται μια ουσιώδης σχέση! Και θα αναρωτηθεί κάποιος, πώς χτίζεται όλη αυτή η σχέση; Η απάντηση είναι ότι από μικρή ηλικία είναι καλό να προσεγγίζουμε τα παιδιά, τους προβληματισμούς τους και όσα τους δίνουν χαρά. Όταν, για παράδειγμα, αποφασίζουμε να διαβάσουμε ένα βιβλίο με το παιδί μας, από την ηλικία των 2-3 ετών, προσπαθούμε με απλό τρόπο να βάζουμε το παιδί μέσα στην ιστορία, να το τοποθετούμε στο μαγικό ταξίδι του παραμυθιού. Κάνουμε ερωτήσεις του τύπου: «Ποιος ήρωας θα ήθελες να είσαι και πώς θα αντιδρούσες σε μια συγκεκριμένη περίσταση;», «Ποιο θα ήθελες να είναι το τέλος του παραμυθιού;» και άλλες παρόμοιες. Επομένως, δεν κάνουμε απλώς ανάγνωση! Σε περίπτωση που το παιδί μας είναι μεγαλύτερο και δυσκολευόμαστε να το προσεγγίσουμε όταν έχει κάποιο πρόβλημα ή παρατηρούμε ότι δεν διαβάζει βιβλία και αυτό μας στενοχωρεί, τότε επιστρατεύουμε και πιο δημιουργικούς τρόπους, ώστε να τραβήξουμε την προσοχή, να εξάψουμε, όσο μπορούμε, το ενδιαφέρον. Μπορούμε να φτιάξουμε μια απλή κατασκευή-βιβλιοθήκη μαζί του, να του χαρίσουμε ένα βιβλίο με ελκυστική εικονογράφηση με θεματικές που πιθανόν το απασχολούν, όπως ζητήματα φιλίας, σχολικού εκφοβισμού, φόβου, ευτυχίας. Φτιάχνουμε μια ιστορία μαζί του ή ζωγραφίζουμε κάποια εικόνα που δημιουργήθηκε στο μυαλό του από αυτό που διάβασε. Η σχέση που μπορεί να αναπτυχθεί είναι απίστευτη, όμως σίγουρα προϋποθέτει προσπάθεια, αγάπη και χρόνο, τον οποίο είναι απαραίτητο να αφιερώσουμε. Ανοίγοντας, λοιπόν, ένα βιβλίο ανοίγουμε και ξεδιπλώνουμε τη σκέψη των παιδιών, συμμετέχοντας ενεργά, αποφασιστικά. Είμαστε οι συμπαραστάτες τους και οι καθοδηγητές τους.
Σχετικά με το μήνυμα, πρέπει ο συγγραφέας να ποντάρει στο βίωμα, στη συναισθηματική έξαψη του παιδιού, για να μπορεί να φτάσει στην επιτυχία του έργου του;
B. N.: Είμαι εναντίον των μηνυμάτων. Ποιος είμαι εγώ που θα δώσω ένα μήνυμα; Και πού ξέρω ποιος είναι ο αναγνώστης μου; Δέκα παιδιά να διαβάσουν ένα βιβλίο, το κάθε ένα θα κρατήσει στο τέλος για τον εαυτό του κάτι άλλο, κάτι που έχει ανάγκη, κάτι που το άγγιξε. Το μήνυμα δεν είναι κάτι που πρέπει να απασχολεί τον συγγραφέα. Απασχολεί μόνο τον αναγνώστη και πάλι όχι πάντα. Το να απολαύσεις ένα αριστοτεχνικό κείμενο είναι λίγο; Γιατί να περιέχει και κάποιο «μήνυμα»;
Το μήνυμα -αν υπάρχει κάποιο άξιο λόγου- το δίνεις με τη ζωή σου κάθε μέρα, όχι με τον λόγο σου. Έχουμε δει πολλά παραδείγματα ανθρώπων που άλλα γράφουν και άλλα κάνουν. Το πραγματικό μήνυμα έχει από πίσω αίμα, πόνο, τίμημα ακριβό. Αν γράφεις ποντάροντας στο παιδί και στα συναισθήματά του καλύτερα να αλλάξεις δουλειά. Το βιβλίο σου θα είναι ψεύτικο. Και τα παιδιά το νιώθουν.
Για να γράψεις ξεκινάς από εσένα. Για σένα γράφεις και για κανέναν άλλον. Αν γράφεις για τον άλλον είσαι πολιτικός, δημοσιογράφος, έμπορος, όχι όμως δημιουργός. Τον εαυτό σου προπαθείς να παρηγορήσεις, να γλυκάνεις τους πόνους σου, να βρεις τις αρχέγονες πηγές σου. Αν αυτό το κάνεις με εντιμόητα και ειλικρίνεια, τότε αυτό θα αγγίξει και τους άλλους, μικρούς και μεγάλους. Θα έχεις καταθέσει ένα ψήγμα της αλήθειας σου και αυτό θα ανασύρει κατόπιν ένα ψήγμα αλήθειας από τα βάθη της ψυχής του αναγνώστη. Εκεί θα γίνει η συνάντηση. Πάνω σ’ αυτό το ψήγμα.
Αυτό είναι η «επιτυχία».
Γ. Π.: Το βίωμα του παιδιού δεν αποτελεί σίγουρα τον μοναδικό παράγοντα επιτυχίας ενός παραμυθιού. Θεωρώ ότι το βιβλίο, από μόνο του, είναι ικανό να δημιουργήσει βιώματα στα παιδιά μέσω των εικόνων, των μηνυμάτων, της φαντασίας και της δημιουργικότητας που προσφέρει. Επιπλέον, έχει την ικανότητα να «ρυθμίσει» και να υποβάλει παιδικά συναισθήματα, ειδικά αν μιλούμε για βιβλία συναισθηματικής νοημοσύνης. Πολύ φυσιολογικά, τα βιβλία στηρίζονται πολλές φορές στα βιώματα και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις των παιδιών, τα οποία εμπλουτίζονται με έναν πιο προσεγμένο λογοτεχνικό τρόπο από τα βιβλία. Παράλληλα, η επιτυχία του βιβλίου εξαρτάται από τον τρόπο προσέγγισης και φυσικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε παιδιού, τα συναισθήματά του, την ιδιοσυγκρασία του, όλη την ύπαρξή του. Η παιδική αθωότητα υπάρχει και πάντα θα ζει μέσα στην παιδική ψυχή. Τα παιδιά λοιπόν χρειάζονται το βιβλίο για να τους ανοίγει νέους ορίζοντες, να σκέφτονται κριτικά, να τους βοηθά να έχουν άποψη και να ταξιδεύουν στις σελίδες του, σε έναν κόσμο που θα επιθυμούσαν πραγματικά, να ξεχωρίζουν το καλό και το κακό, το σωστό και το λάθος σε κάθε ενέργεια, σε κάθε τρόπο του περιβάλλοντός τους. Το βιβλίο μεταμορφώνει τα παιδιά, όπως πολλές φορές αναφέρω στις παρουσιάσεις μου! Τα μεγαλώνει σε υγιείς ενήλικες. Επιτυχία, λοιπόν, είναι να αγγίξεις το βίωμα, τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού, να το ενισχύσεις, να το ενθαρρύνεις, να νιώσει όμορφα με τα λόγια σου κι έτσι να αγαπήσει τον συγγραφέα και το έργο του, να τον αναζητήσει, να θελήσει να ξαναδιαβάσει.

Ποιο θεωρείτε σημαντικότερο ιδανικό προς κατάκτηση για τους μικρούς αναγνώστες που θα ήταν όμορφο να υπάρχει ως επιδίωξη από έναν συγγραφέα που απευθύνεται σε παιδιά;
Β. Ν.: Υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν διαβάζουν καθόλου, αρνούνται να το κάνουν κι έχουν δίκιο. Έχουν δίκιο επειδή για να αρνούνται, δεν τα άγγιξε ποτέ κανένα κείμενο απ’ αυτά που άκουσαν στο σχολείο ή στο σπίτι. Και δεν τα άγγιξε επειδή δεν ήταν τόσο καλό που να δονήσει τις χορδές της καρδιάς τους. Το πρώτο ζητούμενο, λοιπόν, είναι να βρεθεί το ένα βιβλίο που θα ξεκλειδώσει ένα παιδί και θα το κάνει να αγαπήσει την ανάγνωση. Αν βρεθεί το ένα, τότε το παιδί δεν θα πάψει ποτέ να αναζητά και άλλα βιβλία που θα το κάνουν να νιώσει ανάλογα. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει επιδίωξη ενός συγγραφέα. Απλώς θα είναι τυχερός κι ευλογημένος αν γράψει τέτοια βιβλία…
Το δεύτερο ιδανικό, δεν είναι τα παιδιά να διαβάζουν πολλά βιβλία, αλλά να μπορούν να ξεχωρίζουν τα καλά από τα κακά βιβλία ή από τα κακά να μπορούν να ξεχωρίζουν και να κρατούν ό,τι καλό βρίσκουν. Να επιλέγουν και να εστιάζουν σε βιβλία που θα τα θυμούνται για πάντα, να τα διαβάζουν πολλές φορές και κάθε φορά κάτι καινούργιο να ανακαλύπτουν. Δεν είναι καταναλωτικό αγαθό το βιβλίο. Το θέμα δεν είναι πόσα βιβλία διαβάζεις, αλλά ποια βιβλία διαβάζεις και πόσες φορές, πόσο σε καθόρισαν.
Το βιβλίο είναι κομμάτι μιας ιερότητας υπό εξαφάνιση…
Γ. Π.: Επιλέγω ως το σπουδαιότερο που θεωρώ όμορφο να επιδιώκει ένας συγγραφέας, τον σεβασμό. Σεβασμό που καλλιεργείται στο παιδί, προς τα πάντα γύρω του! Ξεκινώντας από τον σεβασμό και την αγάπη προς τον εαυτό, που είναι το σημαντικότερο. Όταν κατακτάται ο σεβασμός προς εαυτόν, τότε πραγματικά μπορεί να κατακτηθεί ο κόσμος όλος. Μαθαίνει το παιδί να σέβεται το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον πρωτίστως κι ύστερα να σέβεται τη γνώση, το σχολείο, την κοινωνία. Θέτοντας γερές βάσεις για τη θεμελίωση του χαρακτήρα, με γνώμονα τον σεβασμό, το παιδί μαθαίνει τον εαυτό του, αποκτά ενσυναίσθηση και γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Οπότε, όταν ο συγγραφέας «δουλεύει» με σκοπό να σεβαστεί το ίδιο το παιδί τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας και αυτό γίνεται αντιληπτό από τη γραφή του, τότε πραγματικά επιτελεί ένα σημαντικό έργο που μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Οι συγγραφείς με το έργο τους μπορούν να αναδείξουν, σε μεγάλο βαθμό, ιδανικά μέσα από το έργο τους και στη συνέχεια αυτά να καλλιεργηθούν μέσα από την οικογένεια και τη σχολική κοινότητα.
Ποια ήταν μια στιγμή χαράς και προσωπικής ικανοποίησης που λάβατε για κάποιο από τα έργα σας και τη θεωρείτε εμβληματική, ως σήμερα;
Β. Ν.: Θα απέφευγα τη λέξη «ικανοποίηση», είναι λέξη που θεωρώ πως συνδέεται με σαρκικές απολαύσεις και όχι πνευματικές ή ψυχικές. Η εμβληματική όμως στιγμή που με καθόρισε ήταν αυτή που με έβγαλε από το τούνελ μιας τρομερής ανασφάλειας που είχα: το πρώτο μου βραβείο από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου το 2008 για το «Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται». Βρισκόμασταν στη Στοά του Βιβλίου και η εκδήλωση είχε μια σοβαρότητα και σεμνότητα που πλέον έχει χαθεί και ελπίζω κάποτε να επιστρέψει. Ακούγοντας το όνομά μου στηρίχθηκα σε μια κολόνα. Έκπληκτη αναρωτήθηκα εκείνη τη στιγμή:
«Δηλαδή αυτά που γράφω δεν αρέσουν μόνο στους δικούς μου ανθρώπους αλλά αρέσουν και σε άλλους;» Ήταν σαν να έβγαινα επιτέλους από έναν λαβύρινθο.
Μέχρι σήμερα έχω ανασφάλεια και το θεωρώ πλέον προσόν ενός δημιουργού. Αυτό που είχα όμως τότε ήταν υπερβολικό. Το βραβείο αυτό το έχω στην καρδιά μου ως θείο δώρο που με θεράπευσε…
Γ. Π.: Οι στιγμές χαράς είναι ατελείωτες από τότε που ξεκίνησα να εκδίδω τα παραμύθια μου, να τα παρουσιάζω στα σχολεία και να τα δουλεύω με τους μαθητές μου μέσα στην τάξη μου με ασκήσεις δημιουργικής γραφής και ζωγραφικής. Μία από αυτές, τις πανέμορφες, εμπειρίες ήταν όταν διασκευάσαμε το χριστουγεννιάτικο παραμύθι μου, «ο Αχνούλης και το λευκό κάστρο των βελανιδιών» σε θεατρικό έργο, με τους μαθητές μου της Α΄ τάξης και πήραμε μέρος στους θεατρικούς αγώνες, «Ακτίς Ονείρου» στο Ολυμπιακό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Το παραμύθι αναφέρεται στη σημασία του δώρου εν γένει και στα πνευματικά δώρα, όπως η Αγάπη, η Ειρήνη , η Ελπίδα. Είναι μια φανταστική ιστορία που στηρίζεται στα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας και διαδραματίζεται στο βουνό Μπέλες που βρίσκεται το μαγικό χωριό μου, τα Αμάραντα. Με το παραμύθι αυτό, σκοπός μας ήταν να αναδείξουμε σε αυτούς τους θεατρικούς αγώνες, τη φιλαναγνωσία, τη δική μας αγάπη για το βιβλίο. Το καταφέραμε με τον καλύτερο βιωματικά τρόπο. Τα μικρά μου «σκιουράκια» είχαν μάθει τους ρόλους τους στις πρόβες, κατάφεραν να διαβάζουν κομμάτια του παραμυθιού ως αφηγητές, να τραγουδούν και παράλληλα να είναι ηθοποιοί. Θεωρώ τη μεγαλύτερη επιτυχία σε όλη αυτή τη διαδικασία, το γεγονός ότι τα παιδιά εκτέθηκαν σε κοινό, διάβασαν, τραγούδησαν, έγιναν ηθοποιοί και πραγματικά το χάρηκαν πάρα πολύ. Το βραβείο που λάβαμε ήταν το ομορφότερο επιστέγασμα της προσπάθειας όλων και τα ίδια τα παιδιά αντιλήφθηκαν ότι με τη σκληρή δουλειά μπορεί κάποιος να φτάσει στην επιτυχία, να ξεπεράσει τον εαυτό του και να προοδεύσει, να γίνεται ολοένα καλύτερος. Είμαι πραγματικά χαρούμενη που ως εκπαιδευτικός και συγγραφέας έχω καταφέρει να περνάω στα παιδιά τα μηνύματα που είναι δικές μου ηθικές αρχές, στην πράξη, με τη δουλειά μου, χρησιμοποιώντας βασικά εργαλεία, όπως η δημιουργική γραφή, η ανάπτυξη της φαντασία, η δημιουργικότητα μέσω της καλλιέργειας στοιχειωδών δεξιοτήτων, η ζωγραφική, το θέατρο και – γιατί όχι- η συμμετοχή σε διαγωνισμούς, που χαρίζουν την επιβεβαίωση της προσπάθειας και κάθε αγώνα, μικρού ή μεγάλου. Τα έχω δέσει όλα αυτά με μια μαγική κλωστή και οι μαθητές μου πιάνουν αυτήν την κλωστή και «ράβουν» μαγικά τον κόσμο τους!
Η Βασιλική Νευροκοπλή, πτυχιούχος του Π.Τ.Δ.Ε. και του τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. έχει διακριθεί πολλές φορές για έργα της, με βραβεία Ελληνικών, Ευρωπαϊκών και Παγκόσμιων φορέων για το βιβλίο, από το 2007 έως σήμερα. Το 2015 τιμήθηκε από το Πολιτιστικό Κέντρο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών για το σύνολο του έργου της, όσον αφορά στον χώρο του παιδικού βιβλίου. Έργα της έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στα Αγγλικά, τα Κορεάτικα και τα Τούρκικα.

Η Γεωργία Πραβήτα είναι εν ενεργεία εκπαιδευτικός, απόφοιτη του Π.Τ.Δ.Ε. με πολλά χρόνια προϋπηρεσίας στην ιδιωτική αρχικά και μετέπειτα στη δημόσια εκπαίδευση, στην επαρχία και στη Θεσσαλονίκη. Είναι συντονίστρια επιμορφωτικών σεμιναρίων και σεμιναρίων δημιουργικής γραφής και εμψύχωσης, όσον αφορά στη δημιουργία και εικονογράφηση παιδικών βιβλίων.
Είναι επίσημο μέλος της UNESCO για το παιδικό βιβλίο. Γράφει και εικονογραφεί η ίδια τα βιβλία της, έχει αξιωθεί διακρίσεων για τις προτάσεις της σχετικά με εναλλακτικές μορφές εκπαίδευσης. Έχει λάβει βραβεία για το έργο της από πανελλήνιους φορείς.

Άλκηστις Σπυρέλλη