Off the Record με τον ποιητή Δημήτρη Γκιούλο

Ο ποιητής Δημήτρης Γκιούλος σε μια διαφορετική συνέντευξη στην Αφροδίτη Μιχαηλίδου για το TheOpinion

Off the Record με τον ποιητή Δημήτρη Γκιούλο

«Μακάρι ο καθένας και η καθεμιά να μπορεί να είναι όπως ακριβώς θέλει χωρίς να καταπιέζεται καθόλου και να είμαστε λειτουργικοί μέσα σε μια κοινωνία που να βοηθά τον καθένα να είναι αυτό που θέλει και να πηγαίνει πιο πέρα»

Να με καίω

να με γεννάω

ξανά και ξανά

μέχρι να

σου κάνω

κόσμε

Να σε καίω

να σε γεννάω

ξανά και ξανά

μέχρι να

μου κάνεις

κόσμε

Από πάντα αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που μας φέρνει πιο κοντά με κάποιους ανθρώπους. Ψυχές άγνωστες μεταξύ μας, με κάποια ενέργεια σαν το κύμα της θάλασσας μέσα μας, κυκλοφορούμε ανάμεσα σε άλλους και κάποια στιγμή συναντιόμαστε. Κάτι πυροδοτεί την πρώτη γνωριμία. Ένα βλέμμα, μια κοινή παρέα, μια κοντινή θέση σε κάποια ουρά, ένα αστείο στο διπλανό τραπέζι. Ενίοτε μια αφορμή εξ αποστάσεως. Το σίγουρο είναι ότι ένα μυστικό τυχαία μας φέρνει κοντά και διασταυρώνονται τα ίχνη μας.

Στη γνωριμία μου με τον Δημήτρη Γκιούλο συνέβη να προηγηθεί το έργο του από τον ίδιο. Διάβασα το πρώτο ποίημα από τη συλλογή «Aντάρτικο2» και ένα χρόνο μετά, θα συναντιόμασταν πρώτη φορά από κοντά, στην πορεία του Πολυτεχνείου, θα πίναμε καφέ στα στενά της Αχειροποιήτου και θα μοιράζαμε στα δύο κάτι βώλους που βρήκαμε σε μια γυάλινη φοντανιέρα πλάι σε έναν κάδο σκουπιδιών. Θα τους κουβαλούσαμε σε όλη την παραλία, μέχρι τη Λογοτεχνική Σκηνή του Εντευκτηρίου, έχοντας απάντηση στη πιο δύσκολη ερώτησή μας.

Ο Δημήτρης είναι αν όχι ο πιο αντιπροσωπευτικός, από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της γενιάς μου. Της γενιάς της κρίσης, των ματωμένων Δεκέμβρηδων, των πανδημιών, των κουπονιών και των χαμένων ονείρων. Όλα τα καθωσπρέπει, οι έρωτες, οι εμφύλιοι στα παραδοσιακά οικογενειακά τραπέζια, οι απλήρωτοι λογαριασμοί, η χαμένη παιδικότητα, οι ήρωες και οι ερασιτέχνες αντιήρωες κλείνονται μέσα σε ό,τι μοιράζεται στις ποιητικές γραμμές του. Για μένα είναι κάποιος που μαζί με άλλους σύγχρονους μεγάλους, με την ρεαλιστική εικονοποιία του, γείωσε το επουράνιο της ποίησης στην αστική μας πραγματικότητα, συνδέοντας τα αισθητήριά μας σε ό,τι κινδυνεύουμε να αποκοπούμε.

Η τελευταία ποιητική συλλογή του Δημήτρη με τίτλο «Αστικά Δύστυχα» από τις εκδόσεις Θίνες, έχει στο εξώφυλλο μια απλώστρα. Τα μηνύματα και οι φωτογραφίες που δέχεται καθημερινά από πολλά ανά τον κόσμο μέρη με απλώστρες, ρούχα και κάθε είδους συμβολισμούς είναι κάτι πρωτοφανές.

Έχεις γίνει ολόκληρο κίνημα με την απλώστρα. Μέχρι και ο Άδωνις ανέβασε φωτογραφία

 «Ήταν πραγματικά φοβερή η ιδέα της Μελισσάνθης Σαλίμπα που το σχεδίασε, εγώ είχα κατασταλάξει  στο ότι θέλω κάτι αφαιρετικό και ταυτοτικό της γενιάς μου κι ενώ δεν είχα σκεφτεί ποτέ την απλώστρα συνειδητοποίησα ότι είμαστε με μια απλώστρα χειμώνα καλοκαίρι. Πραγματικά με εκφράζει και έχω ήδη αναθέσει και το επόμενο εξώφυλλο του βιβλίου που θεωρητικά θα βγει το Μάη σε εκείνη».

Κι αυτός ο χαμός με τις φωτογραφίες πώς ξεκίνησε;

«Δεν το έκανα εγώ, άρχισε ο κόσμος να μου στέλνει αρχικά το βιβλίο πάνω σε απλώστρα και μετά συνεχίστηκε μόνο με απλώστρες από παντού. Το βιβλίο βρίσκεται στην τρίτη χιλιάδα νομίζω, αλλά δεν πιστεύω πως όλοι αυτοί που μου στέλνουν φωτογραφίες το έχουν διαβάσει, όσο ότι γουστάρουν απλά τη φάση. Έχω λάβει φωτογραφίες από την έρημο, από την νότιο Κορέα, Κύπρο κλπ. είναι απίστευτο».

Έχω σκεφτεί ήδη το concept της φωτογράφισης που ταιριάζει, θα την κάνουμε κι ας μην τη δημοσιεύσουμε.

«Όχι, αν κάνουμε κάποια στιγμή την φωτογραφική απεικόνιση της απήχησης αυτής, θα την δείξουμε κιόλας. Δεν συμπαθούμε τον καπιταλισμό, ίσα ίσα τον μισούμε αλλά ζούμε σε αυτόν και πρέπει να βρούμε τρόπο να λειτουργούμε. Ξέρεις ποια είναι η κατάσταση του βιβλίου στη χώρα, πρέπει μόνοι μας να το τρέχουμε και να το προωθούμε».

Πώς νιώθεις εσύ με όλο αυτό, την εξωστρέφεια που έχει ο κόσμος και φτάνει σε αυτό το υψηλό σημείο επικοινωνίας;

 «Η αλήθεια είναι πως έχω μια έμφυτη ροπή προς τη θλίψη και το καλό συναίσθημα δεν μου είναι εύκολο να το διατηρήσω. Αν μπορώ κάπως να το σχηματοποιήσω είναι σαν να ανάβει ένα σπίρτο, κρατά όσο καίει η σπίθα του και μετά σβήνει. Μάλλον δεν ξέρω τι να την κάνω τη χαρά όταν την έχω. Οπότε το ότι συμβαίνει συνεχώς είναι σαν πολλά σπίρτα το ένα μετά το άλλο κι ενώ μπορεί να μην είναι μια τεράστια φωτιά είναι πολύ σημαντικό το ότι συμβαίνει. Μου στέλνουν άνθρωποι που λένε ότι διάβασαν κάτι και έκλαψαν ή ακόμη και δάσκαλοι, πάνω από δέκα σε όλες τις βαθμίδες και στο δημόσιο σχολείο και στο ιδιωτικό , ότι δίδαξαν τα «Δύστυχα» στους μαθητές τους και αυτό είναι κάτι φοβερό».

Το να διαβαστεί κάτι δικό σου στην τάξη για μένα είναι ίσως  πιο σημαντικό από οτιδήποτε…

«Ναι και μάλιστα όταν από κρατικής σκοπιάς δεν έχει προβλεφθεί κάτι τέτοιο, τελειώνεις το σχολείο κι έχεις διδαχθεί μόνο τις γενιές μέχρι  το 1950 – 1960, δεν γνωρίζεις ούτε καν τους εν ζωή σύγχρονους ποιητές. Σταματάς στα δύο Νόμπελ σαν να μην υπήρξαν μετά άλλοι ή δεν υπάρχουν τώρα. ‘Ένα σωστό κράτος που θα έκανε σωστή διαχείριση του πολιτισμού, που θα ήθελε τον πολιτισμό μέρος της κρατικής του πολιτικής, ίσως και ως εξαγώγιμο προϊόν, θα ξεκινούσε πηγαίνοντας τους ανθρώπους που ασχολούνται με αυτό μέσα στα σχολεία. Να γνωρίσουν τα παιδιά τους λογοτέχνες είτε ως παράδειγμα προς μίμηση, είτε προς αποφυγή . Παράλληλα συχνά δίνονται μυθικές διαστάσεις στους συγγραφείς σαν κάτι απλησίαστο που δεν τολμά κανείς να του μιλήσει ή αποδίδεται η εικόνα ενός ψώνιου με εκκεντρικό ντύσιμο πχ.  που ενδεχομένως να καλλιεργήθηκε και από τις προηγούμενες γενιές. Πιθανότατα να υπάρχει η αφορμή για κάτι που συμβαίνει γενικά, οπότε όταν οι λογοτέχνες καλλιεργούσαν την εικόνα ενός αλλοπαρμένου ανθρώπου που φέρονταν σαν κάτι ανώτερο και διαφορετικό  και δεν συναντούσαν το λαϊκό στοιχείο είναι ακόλουθο να υπάρχει κριτική ακόμη και κοροϊδία. Ενώ στη γενιά μας, στους ανθρώπους που συναναστρέφομαι εγώ – και μπορώ να πω ότι συναναστρέφομαι πλέον τον κόσμο που γράφει, εννοώ ότι είμαι παρών κι εγώ στο γράψιμο –  δεν βλέπω ανθρώπους που λειτουργούν έτσι, ζουν μέσα στον κόσμο. Δεν είναι αλλού, δεν έχουν άλλου είδους αγωνίες, κάνουν «κανονικές» δουλειές και πρέπει κι αυτοί να βγάλουν το μήνα».

Παλιότερα η τέχνη ήταν πιο αυτοαναφορική;

«Πάντα υπήρχαν καλλιτέχνες, όχι μόνο λογοτέχνες, οι οποίοι ήταν κοντά στον άνθρωπο. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι ο Αναγνωστάκης ήταν μακριά από τον άνθρωπο. Ή μια σειρά αριστερών καλλιτεχνών που έκαναν Γυάρο, Μακρόνησο κι εξορίες. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες, ηθοποιοί, ζωγράφοι, συγγραφείς ήταν μέσα σε όλο αυτό τον αγώνα. Ότι η τέχνη είναι κάτι το οποίο πρέπει να το κάνει μόνο η αστική τάξη ήταν μια από τα πάνω επιβολή όπως και η εικόνα που πρέπει να δείχνεται ή που πρέπει να έχει ο απλός άνθρωπος για τον καλλιτέχνη».

Γεννήθηκες στην Άμφισσα και μετά πήγες Πάτρα. Πώς είναι η ζωή εκεί για έναν προλετάριο του 21ου αιώνα; Χρησιμοποιώ με χαρά έναν δικό σου χαρακτηρισμό.

«Έχω την τύχη ή την ατυχία να εργάζομαι από τον υπολογιστή. Έχω δικό μου σπίτι στην Πάτρα καθώς πήγα πριν από την κρίση και είχαμε τη δυνατότητα, δεν έχω ενοίκιο σε αυτή τη δύσκολη εποχή. Οπότε μπορώ να ζήσω κάνοντας λιγότερες εκπτώσεις από ότι κάνουν άλλοι άνθρωποι. Μπορώ κάποιο μήνα να ζήσω και με τέσσερα και πέντε κατοστάρικα, με πληρωμένους τους λογαριασμούς και χωρίς να αναγκαστώ να κάνω κάποια δουλειά που δεν θέλω. Απλά θα στερηθώ κάποιες εξόδους παραπάνω ή κάποιο ταξίδι. Τώρα πια γίνεται επίθεση στην πρώτη κατοικία, κάτι που ήταν κεκτημένο δικαίωμα για τους ανθρώπους στη χώρα μας».

Το βιοποριστικό αποτελεί πρόβλημα για κάποιον ο οποίος θέλει να αφοσιωθεί στην τέχνη του;

«Η καθημερινότητα ενός ανθρώπου που εργάζεται σκληρά, μπορεί αφενός να προσφέρει αφορμές, σκηνές και βιώματα που αργότερα θα επεξεργαστεί και θα γίνουν «κάτι», αφετέρου μπορεί να είναι τόσο εξοντωτικό που να μην απομένει κουράγιο. Το να ζεις μέσα στο κόσμο σίγουρα σου δίνει παραστάσεις που αργότερα μπορείς να τις κάνεις γράψιμο. Επίσης όμως ακριβώς το να ζεις μέσα στον κόσμο μπορεί να είναι πολύ απογοητευτικό, εννοώ είναι πολύ λεπτή η γραμμή. Μία κοπέλα ή ένα αγόρι που θέλει να ξεκινήσει τώρα και δουλεύει δωδεκάωρα σερβιτόρος, από τη μια μπορεί να πάρει φοβερό υλικό να γράψει, αλλά όταν γυρνάει με τσακισμένα τα χέρια και τα πόδια θέλει πιθανόν να πέσει σε ένα καναπέ και να κλαίει».

Πόσες ιδιότητες και πόσους ρόλους μπορεί ένας άνθρωπος στους ρυθμούς του σήμερα;

«Η κοινωνία γενικά επιβάλλει μια αλληλουχία των πρέπει. Ό,τι κάνουμε τροφοδοτεί κι άλλους τομείς της ζωής αλλά μας κατακερματίζει κιόλας. Αν πάρουμε υπόψιν τους κοινωνικούς επιστήμονες του 21ου αιώνα θα ήταν αρκετές τέσσερις ώρες δουλειά τη μέρα. Το ότι δουλεύουμε εννιά και δέκα ώρες τη μέρα δείχνει μια αποτυχία του συστήματος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που ζούμε. Από την άλλη διάφορα «τυράκια» μας εγκλωβίζουν όπως για παράδειγμα η προσωπική ανέλιξη, το να έχεις το πιο σύγχρονο κινητό πχ. και υλικές ανέσεις, αλλά και το γεγονός ότι από όπου διακόψεις για τους δικούς σου ή μη λόγους είσαι αναλώσιμος και αντικαθίστασαι την ίδια στιγμή σαν να μην είσαι άνθρωπος αλλά ένα εξάρτημα κάποιας μηχανής που δουλεύει, είτε αυτή είναι μια ιδιωτική επιχείρηση είτε μια ολόκληρη βιομηχανία. Η ανθρώπινη σχέση χάνεται αλλού περισσότερο αλλού λιγότερο, αλλού δεν υπάρχει καθόλου. Παράλληλα πρέπει να έχεις λογαριασμούς πληρωμένους, πρέπει να κάνεις οικογένεια, παιδιά κλπ.».

Από ποια ηλικία γράφεις;

«Πάντα έγραφα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ημερολόγιο, εκθέσεις κλπ. Στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια έγραφα αγγλικά γιατί τα ελληνικά μου φαίνονταν «χαζά», αλλά αυτή η σκέψη ήταν κάτι χαζό τελικά, όπως επίσης και τραγούδια για μπάντες φίλων. Όλα αυτά δεν ξέρω καν πού είναι καθώς πρόκειται για φοιτητικές καταστάσεις. Ένα έναυσμα όμως για ότι ακολούθησε σε μένα ήταν σίγουρα ο Δεκέμβρης του ΄08. Ήμουν είκοσι τεσσάρων περίπου τότε».

Για ποια πράγματα γράφεις; Την εποχή μας, την κρίση, αυτό που ζούμε όλοι, αυτό που βιώνεις εσύ;

«Εμένα στο μυαλό μου τέχνη είναι να παίρνεις ένα βίωμα που μπορεί να είναι είτε προσωπικό είτε συλλογικό, μια ήττα προσωπική ή συλλογική, μια νίκη προσωπική ή συλλογική, πιο σπάνιο αυτό – ομολογήσαμε γελώντας –  και να το μετατρέψεις ώστε να αφορά όλο το κόσμο. Διαφορετικά απλώς απλώνεις τα τραύματά σου και γράφεις κάτι που για σένα είναι σημαντικό.  Χωρίς να είμαι υπεύθυνος εγώ να ορίσω τι είναι τέχνη, αν συμβαίνει όμως έτσι δεν μπορείς να συνομιλήσεις ούτε με την εποχή ούτε με τους άλλους ανθρώπους. Οπότε επειδή στο μυαλό μου έχω ότι ζούμε σε μια κρίσιμη εποχή και υπάρχει η αναγκαιότητα κάποια πράγματα να επικοινωνηθούν σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, επιδιώκω να απευθύνομαι σε πολλούς. Αν μπορώ να περιγράψω μια εποχή δεν ξέρω, αλλά ακόμη και κάτι προσωπικό, όπως ο θάνατος της μητέρας μου,  με τον προσωπικό τρόπο με το οποίο το έγραψα, ωστόσο εισέπραξα ότι απευθύνεται σε μια σειρά ανθρώπων που ταυτίστηκαν στο ίδιο βίωμα».

Λέγεται συχνά όσο περισσότεροι ποιητές τόσο λιγότερη ποίηση. Ωστόσο στο κράτος που ζούμε και στην εποχή των πραγμάτων, με φτωχοποίηση, καταστολή και καθόλου μέριμνα για οτιδήποτε πνευματικό υπάρχει πεδίο να εκφραστούμε; Τι πιστεύεις γι’ αυτό;

«Είναι το πώς προσεγγίζουμε την ποίηση. Δεν υπάρχει καθόλου κρατική πολιτική και σε αυτή την εποχή και αυτές τις κρίσεις είτε μας αρέσει είτε όχι σαν ιδέα κι έννοια το κράτος, οφείλουμε να απαιτήσουμε περισσότερο κράτος και παραπάνω στήριξη. Στήριξη ουσιαστική, όχι πυροτεχνήματα από δω κι από κει, ούτε να αφορούν τους φίλους και τους κολλητούς του εκάστοτε υπουργού. Να ξεκινάει από τους πολλούς και όχι από τα πάνω. Θα πρέπει η τέχνη να ξαναγυρίσει στα χέρια του κράτους και να πάψει να είναι στα ιδρύματα πολιτισμού. Σε ό,τι αφορά τη γραφή θα πρέπει να αποφασίσουμε εμείς που γράφουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε τις παθογένειες των προηγούμενων ετών που κατέστρεψαν τον χώρο και τον άφησαν κενό διεκδικήσεων ή θέλουμε να πούμε ότι είμαστε εδώ, γράφουμε και – μπορεί να μην αφορά όλους το παρακάτω που θα πω – κάποιοι μπορεί να θέλουμε να ζήσουμε από αυτό και να δούμε πώς αυτό θα γίνει».

Ναι γιατί παίρνουμε σαν δεδομένο ότι πρέπει να έχουμε λύσει το βιοποριστικό με μια άλλη δουλειά και να στριμώξουμε τη συγγραφή στο χρόνο που εν τέλει είναι δυσεύρετος.

«Συμβαίνει σε πάρα πολλές χώρες. Ευτυχώς οι νέοι μας ποιητές και συγγραφείς βγαίνουν στο εξωτερικό, βλέπουν ότι στην Κροατία, στη Φιλανδία, στη Σερβία, στη Λιθουανία και αλλού, βλέπουν ότι οι άνθρωποι πληρώνονται για να παράξουν  έργο, εννοώ μισθό, παίρνουν συντάξεις από αυτό και δε πεθαίνουν στην ψάθα, όπως ο Καρούζος. Γενικά έχει αλλάξει η οπτική, ίσως είναι και η ανάγκη που έφερε η κρίση. Μετατόπισε τους ανθρώπους από το να πιστεύουν και οι ίδιοι ότι είναι ένα πάρεργο, ότι σπαταλιούνται εργατοώρες και ότι πρέπει να αμοίβονται είτε είναι η βασική απασχόληση κάποιου είτε δευτερεύουσα.  Μεγάλο πρόβλημα να μην το ξεχάσουμε είναι και οι εκδότες. Στατιστικά γνωρίζουμε ότι όντως παράγονται πολλές ποιητικές συλλογές το 90% όμως εξ αυτών, γνωρίζουμε ότι πληρώνονται από τους ποιητές. Θα πρέπει ένας ποιητής ή κάποια ποιήτρια που δεν έχει χρήματα να είναι τυχεροί ώστε να βρουν κάποιον να τους βγάλει τη συλλογή, να μην τους εκμεταλλευθεί, να τους εξασφαλίσει κάποια αμοιβή και δεν θα εμφανιστεί κάποιος που απλά διαθέτει 500,1000 – μέχρι και 2500 ευρώ ανά ποιητική συλλογή έχει ακουστεί ότι πληρώνουν –  και να βγάλει κάτι το οποίο δεν περνά τη διαδικασία της κρίσης. Αυτό ακυρώνει και τον ίδιο τον εκδότη μετατρέποντάς τον σε κάτι, όπως ήταν τα παλιά αθηναϊκά πρακτορεία που βγάζαν τα βιβλία με το κιλό. Όλο αυτό είναι πρόβλημα των συγγραφέων, κυρίως των παλιότερων που είχα την κατάσταση στα χέρια τους, των εκδοτών και είναι πρόβλημα και του κράτους. Ευτυχώς φαίνεται να γίνονται κάποιες ζυμώσεις. Βλέπουμε και την πρωτοβουλία του μπλοκ των ποιητών που πλέον κατεβαίνουν οργανωμένα στο δρόμο. Εμένα για παράδειγμα με κάλεσε ο Νικόλας Κουτσοδόντης, συμμετείχε η Μάνια Μεζίτη, το στήριξαν άνθρωποι όπως ο Θάνος (Γώγος) από τη Θράκα, ο Θωμάς  Τσαλαπάτης έγραψε άρθρο στην «Εποχή» να το στηρίξει κλπ. κι αν και δεν μπορεί κανείς να ξέρει πώς θα εξελιχθεί, είναι πολύ σημαντικό το ότι συγκροτήθηκε».

Έτσι είναι κι εγώ προσωπικά ένιωσα πως παίρνω μια ανάσα βλέποντας αυτήν την πρωτοβουλία που ελπίζω κι εύχομαι να ανοίξει δρόμους για διάλογο επιτέλους σε μια νέα βάση. Πες μου αν θέλεις σε ποιον ποιητή επιστρέφεις, ποιον αγαπάς λίγο παραπάνω;

«Σε πάρα πολλούς και πάρα πολλές η αλήθεια είναι. Αν έπρεπε να πω έναν, θα έλεγα τον Αναγνωστάκη. Σίγουρα είναι στιγμές του Λειβαδίτη, του Καβάφη. Πέρασα όλη την πρώτη καραντίνα ακούγοντας τις μελοποιήσεις του Μικρούτσικου στον Καββαδία. Και η γενιά μου έχει πάρα πολλούς καλούς ποιητές γι’ αυτό θεωρώ πως έχει και νόημα να διεκδικηθούν συλλογικά πράγματα γιατί υπάρχουν άνθρωποι που αξίζει να ακουστούν παραέξω και να επικοινωνήσουν το έργο τους όχι μόνο στη δική μας γωνιά γης αλλά παγκόσμια. Δεν ξέρω πώς θα ονομαστεί αυτή η γενιά, γίνονται προσπάθειες, για παράδειγμα ακούστηκε να αποδίδεται ο όρος «γενιά της κρίσης» ή η κατηγοριοποίηση που επιχείρησε να κάνει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος με τον όρο «αριστερή μελαγχολία» όλα αυτά βέβαια πάνω στην οικονομική κρίση πριν δέκα χρόνια, όπου οι περισσότεροι δεν ήταν έτοιμοι να δεχθούν ούτε τον όρο ούτε το να κατηγοριοποιηθούν. Γενικά υπάρχει η άποψη στους Έλληνες ότι ο καθένας γράφει κάτι μοναδικό και δεν υπάρχει όμοιό του, κάτι που προσωπικά το θεωρώ ανώριμο».

Γιατί φοβόμαστε να κινηθούμε συλλογικά;

«Η γραφή ούτως η άλλως ένα ατομικό «άθλημα», εννοώ δεν συμβαίνει όπως συνέβαινε στη γενιά του ΄30 στα καφενεία».

Τι ωραία θα ήταν όμως αν αναβιώσουν τα λογοτεχνικά στέκια όπως τότε και ενεργοποιηθούν παρόμοιες ζυμώσεις.

«Αν παρουσιαστεί η ανθρώπινη ανάγκη να συμβεί, πιστεύω θα συμβεί. Πιθανολογώ πως δεν έχει υπάρξει η ανάγκη να γίνει η συγγραφική κοινότητα όντως κοινότητα και να μην είναι δύο λέξεις που απλά περιγράφουν ένα κόσμο διάσπαρτο στο λογοτεχνικό χάρτη χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς».

Πες μου για έναν αγαπημένο σου δάσκαλο. Αν υπήρξε ένα πρόσωπο που σε βοήθησε και σε ξεμπλόκαρε σε οποιαδήποτε φάση της ζωής.

«Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν ποτέ κακός μαθητής. Αλλά δεν ένιωθα ποτέ πολύ καλά μέσα στο χώρο του σχολείου. Δεν είχα λοιπόν κάποιο δάσκαλο που με έκανε να είμαι καλός στα μαθηματικά ή άλλο μάθημα, είχαμε όμως μια μάνα σπίτι που μας έμαθε να αγαπάμε το διάβασμα. Έγραφα και διάβαζα από τεσσεράμισι χρονών όταν άλλοι το μαθαίνουν στο σχολείο. Η οικογένειά της ήταν αριστερή και μου έχει περιγράψει το εξής επί χούντας, που είναι γνωστό ότι έκαιγαν βιβλία. Στην Άμφισσα σε μια τοποθεσία κοντά στο σπίτι στο ποτάμι κάποιος, για να μην βρουν οι χουντικοί τα βιβλία του, πέταξε έναν μεγάλο όγκο βιβλίων τα οποία και βρήκε η μάνα μου. Έτσι εκείνη σε ηλικία οκτώ ετών, όταν είναι γνωστό ότι έκαιγαν βιβλία, αγάπησε το διάβασμα μέσα από πεταμένα απαγορευμένα βιβλία. Έτυχε επίσης να έχω δύο γονείς πολιτικοποιημένους και αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα κι ένα αβαντάζ να είμαι καλύτερα ίσως προετοιμασμένος για τα δεδομένα τη κοινωνικής πραγματικότητας. Από την άλλη ενώ είχα την προοπτική ότι η ζωή μου στην επαρχία κάποια στιγμή θα τελειώσει και θα πάω στην πόλη, ήξερα τις δυσκολίες του μέλλοντος. Ίσως κάποιοι άλλοι συνομήλικοί μου τους οποίους οι γονείς δεν τους προετοίμασαν ή και δεν είχαν τόσες απαιτήσεις από αυτούς να είναι περισσότερο ευτυχισμένοι».

Και κάπου εδώ αρχίζει να αναδεικνύεται αυτό που εγώ έχω ήδη συναισθανθεί όταν διάβασα τα κείμενά σου, ταυτίστηκα, θα στο αποκαλύψω και θα το φανερώσουμε και παρέα. Γράφεις στο βιογραφικό «γεννήθηκε πρόωρα». Εγώ για τον εαυτό μου λοιπόν λέω μεγάλωσα πρόωρα. Εσύ το λες;

«Ε ναι! Μεγάλωσα πρόωρα, έπρεπε να μεγαλώσω πρόωρα από διάφορες καταστάσεις. Για παράδειγμα βίωσα το θάνατο ενός συμμαθητή μου που πήρε το αμάξι του πατέρα του και καρφώθηκε σε ένα βράχο… Επίσης το διαζύγιο των γονιών  μου ήταν το μοναδικό διαζύγιο στην Άμφισσα όταν ήμουν σχεδόν έντεκα χρονών. Άρα ήμουν το μόνο παιδί στο σχολείο, αδερφή μου η Εβίτα είναι αρκετά μικρότερη,  με χωρισμένους γονείς. Ήταν όντως στίγμα εκείνη την εποχή. Για να το ελαφρύνουμε και να γελάσουμε σκέψου ότι δεν μας καλούσαν σε βαφτίσια και γάμους γιατί φοβόντουσαν ότι θα τους κολλήσουμε! Απ΄ την άλλη γλίτωνες την πλήξη να τρέχεις μικρό παιδί σε γάμους και βαφτίσεις… – είπε και λυθήκαμε στα γέλια.  Όπως και να ΄χει δεν μπορούμε να περιφέρουμε το τραύμα και να λέμε αχ δείτε το τραυματάκι μου πόσο σημαντικό και σπουδαίο είναι, αγαπήστε με, προσέξτε με κλπ. κάτι το οποίο βλέπω να συμβαίνει πάρα πολύ στη γραφή σήμερα. Όλοι κουβαλάμε τραύματα, είναι απόλυτα υγιές να το επικοινωνούμε και να το ανοίγουμε γιατί μόνο έτσι θα επουλωθεί, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε μόνο το προσωπικό μας τραύμα τέχνη, πρέπει να έχουμε να πούμε και για κάτι έξω από αυτό».

Τι ονειρεύεσαι για την κοινωνία και για σένα;

«Όπως το είπε ο Μαρξ, στην Γκότα νομίζω, για τον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες και ανάλογα με τις δυνατότητές του. Μακάρι ο καθένας και η καθεμιά να μπορεί να είναι όπως ακριβώς θέλει χωρίς να καταπιέζεται καθόλου και να είμαστε λειτουργικοί μέσα σε μια κοινωνία που να βοηθά τον καθένα να είναι αυτό που θέλει και να πηγαίνει πιο πέρα».

Τι φοβάσαι;

«Σίγουρα με απασχολεί που μεγαλώνω και δεν βλέπω τον ζόφο να φεύγει, εννοώ πως αν πούμε ότι η κρίση ξεκίνησε το 2009 – 2010, βιώσαμε ήδη μια ντουζίνα χρόνια που είναι και τα πιο παραγωγικά μας, μέσα σε ένα πράγμα που είναι πάρα πολύ βαρύ και ψυχοφθόρο, διαλύει τις ανθρώπινες σχέσεις και τον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι συντριπτικό να κουβαλάς ένα τέτοιο βάρος καθημερινά. Και είναι ένας ακόμη χειμώνας που μπορεί να μην ανάβουμε θέρμανση και να κρυώνουμε, να προσέχουμε τα φώτα, θερμοσίφωνα κλπ. Ο καθένας και η καθεμία από μας είναι καλύτεροι από οποιοδήποτε υπουργό οικονομικών θα εμφανιστεί στη χώρα. Κάνουμε τόσες αλχημείες και τόση οικονομία για να βγει ο μήνας».

Θα είμαστε γιατί το πιο πιθανό είναι να έχουμε δουλέψει και περισσότερο από αυτόν. Ποιο είναι το επόμενό σου έργο;

«Είναι και αυτό ποιητικό. Μέσα στο 2023 κι ελπίζω να το παρουσιάσω στην έκθεση βιβλίου τον Μάιο.  Ίσως επιστρέψω κάποια στιγμή στο πεζό, αλλά προς το παρόν η οικονομία που μου παρέχει η ποίηση, δίχως μία λέξη περιττή αυτή τη στιγμή είναι βάλσαμο για μένα».

Μιλήσαμε πολλή ώρα ακόμη. Για το πώς γράφει, πώς επιμελείται τα ποιήματά του, τους ανθρώπους που τα εμπιστεύεται για μια επόμενη ανάγνωση. Για την αισθητική και τη σημαντικότητά της. Για την ψυχρή σχολαστική τοποθέτηση κάποιων απέναντι στη λογοτεχνία  και την ανιαρότητα που μπορεί να έχει ένα άψογο τεχνικά έργο αλλά να σε καταπιέσει αν δεν σου δίνει όνειρο και πνευματική προοπτική.

Είπαμε για την καταστολή που ζούμε, την πραγματική καταστολή των ονείρων και την βίαιη καταστολή του κράτους. Είπαμε για πολιτική. Είπαμε για τη ζωή και το θάνατο. Και μέσα σε όλο αυτό, ομολογήσαμε πως πρέπει να δικαιολογούμε τους ανθρώπους και τον εαυτό μας στις μεγάλες πτώσεις. Και η αλήθεια είναι πως αν δεν δικαιολογούμε τον Άνθρωπο δεν μπορούμε να τον πλησιάσουμε και να τον αισθανθούμε. Αυτό είναι το κύριο ζητούμενο ενός γνήσιου ποιητή.  Να μπορεί να συναισθάνεται τους ανθρώπους και μετά να εκφράζεται με την τέχνη του λόγου και για αυτούς. Το βέβαιο για μένα είναι ότι ο Δημήτρης Γκιούλος καταφέρνει με τη φωτιά της ποίησής του να πυροδοτεί τα όνειρα και να αναζωντανεύει την πεθαμένη αστική πραγματικότητα αισθανόμενος και αφουγκραζόμενος την εποχή και τους πρωταγωνιστές της.