Ο «Γελωτοποιός» αποκαλύπτεται στο TheOpinion

«Όταν πεθάνεις δεν θα σε νοιάζει ποιος διαβάζει τις ιστορίες σου. Δεν θα σε νοιάζει τίποτα. Οπότε… Μη νοιάζεσαι κι εσύ. Παίξε στο σήμερα, κι άσε το αύριο να φροντίσει τον εαυτό του»

Ο «Γελωτοποιός» αποκαλύπτεται στο TheOpinion

Είναι συγγραφέας, είναι δάσκαλος, είναι ταξιδιώτης, από εκείνους που δεν μπορούν παρά να ταξιδεύουν σε όλες τις κάθετες και οριζόντιες διαστάσεις του τόπου και του χρόνου.

Γράφει και βοηθά τους άλλους να ανακαλύψουν πώς να γράφουν. Διατηρεί μια σελίδα με σχεδόν 40000 ακολούθους και τον λένε Παύλο. Τον διαβάζω ανελλιπώς αν και αρχικά χρειάστηκα κάποιο καιρό να συνδυάσω το πρόσωπό του με το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, Γελωτοποιός. Επίτηδες αφήνει την ταυτότητά του να πλανάται. Τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου τις ομορφύναμε συνομιλώντας.

Είναι υπέροχο να βρίσκει κανείς εύφορα εδάφη σε μια κουβέντα. «Να υπάρχεις κι εσύ σε ό,τι με ρωτάς» ήταν η προϋπόθεση και προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που απλόχερα μου έδωσαν τόσο άμεσα αυτό το απελευθερωτικό περιθώριο.

Συγκέντρωσα όλα θα μπορούσαμε να είχαμε πει με τον Γελωτοποιό, συγγραφέα και δάσκαλο συγγραφέων. Όλα όσα ούτε σε χωροθετημένο τόπο ούτε σε ορισμένο χρόνο συνέβησαν, όμως θα μπορούσαν.

Ίσως για παράδειγμα μπορούσαμε να είχαμε συναντηθεί τότε που συλλάβανε την Καρέζη και τον Καζάκο, γιατί τόλμησαν να ανεβάσουν Καμπανέλλη. Δεν ξέρω αν ήταν το “Μεγάλο μας Τσίρκο” που θα μας είχε στοιχειώσει ή η σύλληψη που θα μπορούσε να γίνει ακριβώς μπροστά μας. Πάντως θα είχαμε προλάβαμε δύο λόγια πριν αρχίσουν να ουρλιάζουν κάτι λύκοι απ’ έξω όταν σωπαίναμε εμείς.

Αργότερα, όταν έπεφτε η χούντα και το «δυστυχώς λογοκρίθηκε» παρέρχονταν – ευτυχώς – νομίζω, σε κάποιο ταξίδι θα είχαμε συμπτωματικά καθίσει στην ίδια παρέα, σε ένα χωριό ας πούμε της Ιρλανδίας, πώς το λέγανε δεν θα είχε σημασία. Τότε, αν είχε συμβεί αυτό, θα ρωτούσα διάφορα, όπως για παράδειγμα γιατί συνεχίζεται η δικτατορία σε κάποια άλλα μέρη της γης, από τι υλικά είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος, τι φταίει για την τόση αδιαφορία γύρω μας, αν γίνεται να ταξιδέψει κανείς στο χρόνο. Όμως θα εμφανίζονταν μυστήρια πουλιά, σαν γκιόνηδες, με πολύχρωμο λοφίο και πού να βγάλεις άκρη μέσα σε τόση μελωδία. Θα αφήναμε τα πρωτεία στα πλάσματα της φύσης ακόμη μια φορά και τελικά θα κλείναμε τη κουβέντα χρόνια αργότερα, από τύχη και πάλι, στη Νάξο, που ίσως πήγαινα να δω μια φίλη που πήγε αναπληρώτρια και τελικά παντρεύτηκε κάποιο Νίκο και ζήσανε αυτοί καλά μέχρι τα γεράματα. Τελευταία συζήτηση που σίγουρα θα κάναμε, θα ήταν αν η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο, πάντα ψάχνοντας μήπως βρω κάποιον ακόμη να πιστεύει σε αυτό όπως εγώ.

Σε έναν παράλληλο αιώνα όλα όσα φαντάζεται λοιπόν κανείς συμβαίνουν όντως, κι αυτό είναι σίγουρα το σύμπαν των συγγραφέων.

Ποια εποχή γεννήθηκες και πως ήταν κόσμος τότε;

Γεννήθηκα μέσα σε μια σέπια φωτογραφία. Εκεί μέσα είναι μια γυναίκα με εμπριμέ φόρεμα, κάπως χίπικο, ένα μεγάλο έπιπλο κι ένα μωρό. Μου είπαν ότι αυτή ήταν η μητέρα μου, το έπιπλο λεγόταν σκρίνιο, και το μωρό ήμουν εγώ. Δεν είμαι βέβαιος γι’ αυτό δεν έχω καμιά ανάμνηση. Ήμουν στην Κατερίνη ή στην Αλεξάνδρεια; Θυμάμαι μόνο στιγμιότυπα από ένα κοριτσάκι με ξανθιά μαλλιά και γαλανά μάτια. Και δύο δίδυμα αγόρια, τους λέγαμε Μπόλεκ και Λόλεκ.

Σε μια άλλη φωτογραφία ένα παιδί είναι ντυμένο καουμπόης. Μάλλον ήμουν εγώ, μου μοιάζει εκείνο το παιδί.

Η πρώτη ξεκάθαρη μνήμη είναι απ’ την Κόρινθο, λίγο πιο μεγάλος. Με πήγαν για εμβόλιο, έκλαιγα, μου αγόρασαν ένα κουτί πλεϊμομπίλ, σταμάτησα να κλαίω. Απ’ την ταράτσα της πολυκατοικίας μας βλέπαμε έναν θερινό σινεμά. Έπαιζε τις ταινίες Breakdance. Τα μεγαλύτερα αγόρια χόρευαν στο πάρκο μπρέικντανς ή έκαναν τις φιγούρες του Μάικλ Τζάκσον. Αυτή ήταν η πρώτη κασέτα (εταιρείας) που αγόρασε ο μεγαλύτερος αδελφός μου, το Thriller.

Μετακομίσαμε και πάλι, βρέθηκα στο Βέλο Κορινθίας. Παίζαμε μπάλα στον δρόμο όταν μαθεύτηκε το Τσερνομπίλ. Οι μανάδες έκλαιγαν, οι πατεράδες αγόραζαν γάλα κονσέρβα, κι εγώ ήμουν ερωτευμένος μ’ ένα κοριτσάκι που δεν ήξερα καν το όνομά της. Οι WHAM! τραγουδούσαν Wake me up before you go-go, και η τηλεόραση είχε μόνο δυο κανάλια, κρατικά.

Καινούρια μετακόμιση, Κιάτο, άλλες μουσικές, έρωτες, τα πρώτα ξενύχτια με φίλους. Και η μπάντα μας, Θάλαμος Αερίων, όπου βρίζαμε την κοινωνία απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν. Φεύγαμε απ’ το σπίτι και δεν μπορούσαν να μας βρουν οι γονείς μας, ελευθερία.

Μάλλον ο κόσμος συνεχίζει να είναι ίδιος πάντα. Απλώς εμείς ξαναγεννιόμαστε κάθε τόσο, σε άλλα μέρη, με άλλους ανθρώπους.

Ο κόσμος ίσως. Ίσως όχι. Εσύ όμως; Πόσο ίδιος είσαι κάθε φορά που ξαναγεννιέσαι;

Νομίζω ότι δεν αλλάζουμε και πολύ. Μικρές επαναστάσεις, μικρές ανατροπές, μικρές αλλαγές. Κάτι, στη βάση, παραμένει ίδιο (εκείνο το μωρό της σέπιας είναι η βάση), κι απλώς προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα, συνηθίζουμε.

Κατά κάποιο τρόπο κάθε πρωί που ξυπνάμε ξαναγεννιόμαστε, είμαστε λίγο διαφορετικοί απ’ την προηγούμενη μέρα. Κι έτσι κατασκευάζεται η ζωή μας, από μικρές αφυπνίσεις, από μικροσκοπικές αλλαγές, που τελικά θα οδηγήσουν σ’ εκείνον που θα κοιμηθεί οριστικά. Κι ίσως καθώς να κλείνω τα μάτια για τελευταία φορά να σκεφτώ ότι όλα ήταν ένα όνειρο.

Το μόνο που εύχομαι είναι εκείνη την ύστατη στιγμή να πω, στο Σύμπαν, στον Θεό, στον εαυτό μου, «σ’ ευχαριστώ που υπήρξα».

Πήγαμε απευθείας την κουβέντα σε μια εσχατολογική πνευματική κατάσταση. Η ευγνωμοσύνη ως απώτερο πνευματικό ζητούμενο μάλλον κεντράρει σωστά και τη δική μου υπαρξιακή πυξίδα. Ως τότε, το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο; Με μαθηματικά ή φαντασία;

Μάλλον είμαι σαν το ανέκδοτο. Ο απαισιόδοξος λέει: «Χειρότερα δεν γίνεται». Ο αισιόδοξος λέει: «Κι όμως γίνεται, γίνεται».

Απαισιόδοξα αισιόδοξος ή αισιόδοξα απαισιόδοξος. Δεν πιστεύω σε κάποια σπουδαία εξέλιξη, αλλά η ίδια η ύπαρξη είναι από μόνη της καλή – αφού ανήκουμε στο ένα τέταρτο των προνομιούχων του πλανήτη. Για την ανθρωπότητα είμαι ξεκάθαρα απαισιόδοξος, αλλά δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Και να χαθεί το είδος μας δεν θα θρηνήσει κανένας – πέρα απ’ τα σκυλιά.

Οπότε ζούμε την κάθε μέρα όπως μπορούμε, όχι καταναγκαστικά με το χαμόγελο στα χείλη. Κι η θλίψη είναι μέρος της ζωής, δεν γίνεται να υπάρχουμε μέσα σε μια αέναη κι ηλίθια ευφορία. Άλλωστε τα καλύτερα τραγούδια είναι εκείνα που σε κάνουν να κλαις.

Υπάρχει κάποιο τραγούδι ή μουσικό κομμάτι που βάζεις να ακούς ξανά και ξανά;

Το Radio Spirit των Radiohead, καθώς και το Eye in the sky, Alan Parson, δεν βαριέμαι να τ’ ακούω, αλλά τώρα τελευταία έχω κολλήσει μ’ ένα άλλο, το ακούω καθημερινά. Είναι το Τake on me, των Aha, αλλά στην καινούρια εκτέλεση, την unplugged. Οι Aha δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα στη δεκαετία του ογδόντα. Όμως σ’ αυτήν την εκτέλεση ο Μόρτεν Χάρκετ είναι 60 χρονών και δίνει μια πιο σοφή, πιο ώριμη ερμηνεία.

Είναι τόσο διαφορετικός ο στίχος “Slowly learning that life is okay”, όταν τον έλεγε ο εικοσάχρονος Μόρτεν, κι αλλιώς να το λέει ένας άνθρωπος που συνεχίζει, μετά από τόσα χρόνια, να μαθαίνει ότι η ζωή είναι οκέι. Μάλλον μοιάζει μ’ αυτά που έλεγα νωρίτερα, τελικά καταλαβαίνεις ότι η ζωή είναι το μόνο που έχεις, οπότε δεν χρειάζεται να είναι τέλεια, αρκεί να είναι οκέι.

Ποιον άνθρωπο που σε επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο θα ήθελες να έχεις συναντήσει ή να συναντούσες ξανά αν τώρα δεν είναι κάπου κοντά; Μπορείς να κινηθείς σε όλα τα μήκη και πλάτη και σε όλες τις εποχές για να τον φέρεις.

Θα ήθελα να συναντήσω ξανά τον αγαπητό μου φίλο, τον Νίκο Καρρά, να κάτσουμε και να παίξουμε μαζί κιθάρα και πάλι, το Redemption song , του Bob Marley, στην παραλία της Νάξου. Ή μάλλον θα ήθελα να πάμε μαζί ξανά σ’ εκείνη την πεδιάδα στην Αρχαία Ολυμπία. Φεγγαρόφωτο, ένα μπουκάλι κονιάκ, εγώ κιθάρα, ο Νίκος φυσαρμόνικα. Ν’ αυτοσχεδιάζουμε μέχρι που να γίνουμε λιώμα και ν’ αρχίζουμε να φωνάζουμε σαν λύκοι. Τα σκυλιά απ’ τα κτήματα τριγύρω ν’ απαντάνε.

Αν μπορούσα να συναντήσω έναν άνθρωπο, θα ήθελα να ξαναδώ αυτόν τον φίλο, τον Νίκο, που σκοτώθηκε στα τριάντα του χρόνια.

Ποιο διήγημά σου θα έδινες σε κάποιον που θέλει να σε διαβάσει και θα είναι η πρώτη φορά; Τι θα έβρισκε εκεί;

Σε κάποια συνέντευξη είχαν ρωτήσει τον Miles Davis.

«Ποιος είναι ο καλύτερος δίσκος που έχεις κάνει;»

«Αυτός που κάνω τώρα», είπε ο μουσικός.

Κάθε καλλιτέχνης προχωράει πιστεύοντας ότι φτιάχνει κάτι καλύτερο από πριν. Μπορεί να είναι ψέμα, αλλά μοιάζει με την ουτοπία του Γκαλεάνο: «Ποτέ δεν θα φτάσουμε τον ορίζοντα, αλλά μας δίνει έναν στόχο, έναν λόγο να συνεχίσουμε».

Οπότε, αγαπητέ αναγνώστη, διάβασε το καινούριο μου μυθιστόρημα, «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι». Τι θα βρεις εκεί;

Πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να είναι ψυχαγωγία, να περνάς όμορφα όταν διαβάζεις ένα βιβλίο, όταν βλέπεις μια ταινία. Δεν αντέχω τους υπερβολικά κουλτουριάρηδες (συγνώμη, φίλοι του Ταρκόφσκι).

Η τέχνη είναι διασκέδαση, είναι κάθαρση, είναι κλάμα, γέλιο. Αυτό θέλω όταν διαβάζω ένα βιβλίο, όταν βλέπω μια ταινία, αυτό κάνω κι εγώ. Κάθε συναίσθημα που μπορείς να νιώσεις και να μεταδώσεις.

Τα πολύ κρυφά νοήματα, τα ερμητικά, τ’ αφήνω για τους λακανιστές και τους φιλόλογους.

Οι συγγραφείς είμαστε διασκεδαστές, γελωτοποιοί, τραγωδοί, ιδανικοί αυτόχειρες.

Με πρόλαβες κλέβοντας την ερώτηση για το νέο σου βιβλίο. Οπότε θα ρωτήσω κάτι άλλο.

Γιατί συνεργείο δημιουργικής γραφής; Συνηθίζουμε να λέμε εργαστήρι, ομάδα κλπ. Πώς λειτουργεί αυτή η λογοτεχνική οικογένεια κάθε φορά;

Όπως είχε πει μια παλιότερη συνεργός, το Συνεργείο είναι μια κοινότητα. Άνθρωποι που είχαν πάρει μέρος στο πρώτο συνεργείο (το 2013) διαβάζουν τα διηγήματα κι επικοινωνούν με τους συνεργούς του 2023.

Δεν είμαστε οικογένεια, αλλά μια άτυπη κοινότητα. Οι παλιότεροι συνεργοί λειτουργούν και λίγο βοηθητικά στους νεότερους, τους μαθαίνουν πράγματα. Κι όταν κάποιος εκδίδει ένα βιβλίο, το διαδίδουμε.

Σαν σεμινάριο, το Συνεργείο έχει πιο πολύ υλικό απ’ όσο περιμένεις. Δεν είναι σεμινάριο δημιουργικής γραφής του στυλ «φαντάσου ένα χρώμα και γράψε γι’ αυτό». Χωρίς καμία υπερβολή έχει όλα θα ήθελες να ξέρεις για τη συγγραφή και τη μυθοπλασία. Όποιο βιβλίο περί συγγραφής και να διαβάσεις μετά, θα το έχεις ακούσει ήδη στο Συνεργείο.

Γιατί χρειαζόμαστε τόσα πολλά πριν γράψουμε; Όπως είχε πει κι ο Πικάσο: «Μάθε τους κανόνες σαν επαγγελματίας κι ανάτρεψε τους σαν καλλιτέχνης».

Αν θες να γράψεις ένα κείμενο με αφηγητή περιορισμένης παντογνωσίας, μάθε ποιοι οι τρόποι αφήγησης σε κάθε ιστορία.

Όταν θες να μάθεις να χορεύεις πηγαίνεις σε σχολή. Για να παίξεις ένα όργανο, πας στο ωδείο, σ’ έναν δάσκαλο. Γιατί η λογοτεχνία πρέπει να είναι μια τέχνη χωρίς κανόνες;

Γιατί οι σεναριογράφοι να γράφουν σενάρια χωρίς ποτέ να ξέρουν κάτι για την τέχνη της μυθοπλασίας; Πώς κάνουμε διαλόγους, πώς στήνουμε τους ήρωες; Τι είναι ο αντιήρωας;

Το πήγα αλλού, το ξέρω, αλλά είναι σημαντικό αυτό το θέμα. Κάποιοι πιστεύουν ότι η συγγραφή λογοτεχνίας δεν διδάσκεται. Αυτοί οι κάποιοι νομίζουν ότι η «συγγραφή» γίνεται μόνο αυθόρμητα. Κι ότι μπορούν να γράψουν μόνο οι Εκλεκτοί. Στο Συνεργείο μαθαίνουμε τους τρόπους που υπάρχουν, για να οδηγηθεί ο καθένας στον δικό του τρόπο. Όλοι μπορούν ν’ αφηγηθούν μια ιστορία, ο καθένας με τον τρόπο που νιώθει. Δεν υπάρχουν εκλεκτοί.

«Όλοι είμαστε μαθητευόμενοι σε μια τέχνη όπου κανείς, ποτέ δεν γίνεται δάσκαλος», έτσι είχε πει ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ.

Τίποτα δεν είναι καινούριο κάτω απ’ τον ήλιο. Αλλά κάθε κείμενο που γράφουμε είναι μια αποκάλυψη, για μας πρώτα απ’ όλους. Για την ψυχή μας, για τις σκοτεινές πτυχές μας.

Τελευταία ερώτηση. Βουτιά στα βαθιά ή βουτιά στο κενό; Συγγραφικά και αξιακά αν θέλεις.

Βουτιά στο παιχνίδι. Και στα δύο, και συγγραφικά και αξιακά.

Οι άνθρωποι έχουμε πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό μας, τις αξίες μας, τις θρησκείες μας, τις τέχνες μας. Ξεχνάμε πόσο εφήμεροι κι ασήμαντοι είμαστε. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Αυτό φωνάζει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Και είναι ένας κόκκος χρόνου πάνω σ’ έναν κόκκο χώρου, τον πλανήτη που μας φιλοξενεί. Αξιακά αποτύχαμε ως ανθρωπότητα, γιατί εμείς γνωρίζουμε τι είναι καλό και τι κακό, και συνεχίζουμε να κάνουμε το κακό. Δεν έχει υπάρξει ούτε μια μέρα χωρίς πόλεμο στον πλανήτη των ανθρώπων.

Οπότε, αξιακά, να ξαναγίνουμε παιδιά, να παίζουμε με τ’ άλλα παιδάκια, όποιου χρώματος, θρησκείας, έθνους, φύλου είναι. (Αρκεί πάντα να υπάρχει οικονομική ισότητα, όχι οι πεινασμένοι και οι άρχοντες).

Όσον αφορά την τέχνη… Πολύ παλιά, τον προηγούμενο αιώνα, είχα δώσει ένα πρωτόλειο διήγημα σε μια φίλη, να μου πει την άποψη της.

«Ζορίζεσαι πολύ», μου είχε πει αυτή, που είχε διαβάσει ένα διήγημα όπου κάθε πρόταση ξεκινούσε χθες και τέλειωνε μετά από πέντε μέρες.

«Παλεύω με τις λέξεις», της είχα πει.

«Ε, σταμάτα να παλεύεις, παίξε».

Αυτό είναι το θέμα και στη συγγραφή. Δεν είναι τόσο σημαντικό όσο νομίζεις. Σύντομα, τόσο σύντομα, θα είσαι σκόνη, κι ακόμα λιγότερο, δεν θα είσαι καν. Όταν πεθάνεις δεν θα σε νοιάζει ποιος διαβάζει τις ιστορίες σου. Δεν θα σε νοιάζει τίποτα. Οπότε… Μη νοιάζεσαι κι εσύ. Παίξε στο σήμερα, κι άσε το αύριο να φροντίσει τον εαυτό του.