«Ο ασφαλέστερος χώρος για έκφραση είναι το μυαλό του άλλου» – O Γιώργος Χιώτης στο TheOpinion
Μιλά στην Άλκηστι Σπυρέλλη για την παράσταση «Η Πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα» και όχι μόνο...
«Ο ασφαλέστερος χώρος για έκφραση είναι το μυαλό του άλλου». Όταν οι δρόμοι της είναι γεμάτοι «παρακολούθηση» κι αχόρταγη κριτική, όταν τα βλέμματα δεν είναι αγνά κι η ατομικότητα δεν είναι σαφής επιλογή, τότε έρχεται η «Πόλη»…Είναι ασφαλή τα νοούμενα; Κάνεις δεν το γνωρίζει πραγματικά.
Τα όνειρα δεν μπορούν να είναι αληθινά, το παιχνίδι των λέξεων μετατρέπεται σε κλοιό που ασφυκτικά διαλύει την ύπαρξη!!!
Έχει ορμή κι ο Γιώργος Χιώτης επάνω στη σκηνή, πάθος και λόγο εκφραστικό, να δείξει το παράλογο, είναι μεστός σε κάθε του κουβέντα, ακόμη και μονολεκτικά. Είναι εκεί για να δημιουργεί συναισθήματα, στους μέσα, στους δίπλα, στους από κάτω. Τον «τρώει» τον χώρο κι ο χώρος, του είναι ευγνώμων για τη συνύπαρξη.
Τα είπαμε όλα, όπως ακριβώς τα νιώσαμε, ύστερα απ’ το χειροκρότημα…
Για τον ίδιο, για την «Πόλη», για όσα κάνει.
Ιδού…
«Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη». Γιατί; Τα πάντα γύρω είναι «ποίηση», έτσι κι αλλιώς; Μίλησέ μου λίγο γι’ αυτό.
Όταν τα πάντα γύρω μετατραπούν σε ποίηση τότε η ποίηση στη συμβατική, γραπτή της εκδοχή, θα είναι αχρείαστη πια. Είναι ευχής έργον να μεταβούμε από τη Σιωπή των βιβλίων (κατά το ομώνυμο βιβλίο του Στάινερ), στον θόρυβο της ζωής. Ο τίτλος λοιπόν του πρώτου μου βιβλίου, «Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη», άπτεται μιας διαδικασίας κυρίως προσωπικής, μίας δημιουργικής εκκίνησης μεν, περιορισμένης στον χώρο ενός χαρτιού δε. Ελπίζω πως όταν η ποιητική πραγματικότητα κυριαρχήσει έναντι της τωρινής πραγματικότητας, θα έχω την ωριμότητα να αφήσω τις λέξεις στην άκρη. Ποιητική γραφή είναι αυτό που μπορούμε να δώσουμε στην ατμόσφαιρα όταν φυσάει. Ποίηση όμως είναι αυτό που μπορούμε να πάρουμε από την ατμόσφαιρα όταν φυσάει.
Είναι το Θέατρο κάπως το alter ego της ποίησης; Τι συνδέει εσένα με το σανίδι;
Συνεχίζοντας το παραπάνω σκεπτικό, θα έλεγα ότι τουλάχιστον στο θέατρο, η ποίηση μπορεί να υπάρξει στην σωματικότερη, στην πιο απτή των εκδοχών της. Ή, για να το θέσω αλλιώς, στην απόλυτή της εκδοχή. Οι σελίδες και τα χαρτιά σχίζονται μπροστά στη δράση των σωμάτων, μπροστά στην εκτέλεση μιας αφήγησης που αντλεί την δύναμή της από τις λέξεις αλλά έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τις λέξεις σε ιδρώτα, ατμόσφαιρα, στιγμή. Στιγμή που μπορείς να ανακαλέσεις με τη μνήμη, και όχι με την καταφυγή σε μία βιβλιοθήκη. Εντός της θεατρικής διαδικασίας η ποίηση αποκτά διάσταση συλλογικότητας, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, τη στιγμή που όλοι οι συμμετέχοντες είναι πια ποιητές, έχω την ευκαιρία να οδηγηθώ στην ευδαιμονία του να μην είμαι τίποτα. Ή καλύτερα, να είμαι ένα εκτεθειμένο κάτι που δεν έχει την τάση να αποδεικνύει, αλλά να λυγίζει και να ηττάται.
Στην «Πόλη» που φτιάξατε υπάρχει κάτι αληθινό; Ποια είναι η κυρίαρχη αλήθεια που θα βρεις εκεί να ταυτιστείς;
Η αλήθεια βρίσκεται περισσότερο στη διαδικασία διαμόρφωσης ενός εγχειρήματος παρά στο τελικό αποτέλεσμα, το οποίο προσαρμόζεται ενίοτε σε κανόνες της αγοράς, για να μπορέσει να καταφθάσει σε έναν δέκτη. Κρατώ τη διαδικασία και τη ζύμωση με τους συνεργάτες / συνεργάτιδές μου σαν φυλαχτό. Αυτή είναι η διαρκής αλήθεια που με κινεί στις παραστάσεις. Όσον αφορά την παράσταση καθαυτή και τη θεματολογία της, θαρρώ πως η αλήθεια εντοπίζεται στις χαραμάδες ανθρωπινότητας, σε «τολμηρές» κλειδαρότρυπες μέσα από τις οποίες μπορεί κανείς να χαζέψει αγκαλιασμένους ανθρώπους, ξαπλωμένους σε ένα κρεβάτι. Όταν η δημοκρατικότητα μιας πόλης φθείρεται, τότε ο έρωτας δημιουργεί ένα σύμπαν ελάχιστης δημοκρατίας, όπου τουλάχιστον δύο άνθρωποι μπορούν να κοιταχτούν στα μάτια
Τι «πρέπει» να μας τρομάζει ή τελοσπάντων να μας κρατά επιφυλακτικούς εντός του τοπίου της «πόλης»;
Η βιασύνη.
Είναι τόσο ακραία πια τα πράγματα έξω μας που μόνο το μυαλό είναι ένας ασφαλής χώρος για να υπάρχει κανείς και να εκφράζεται;
Ο ασφαλέστερος χώρος για έκφραση είναι το μυαλό του άλλου.
Μετά από ‘δω θα ανέβεις Φεστιβάλ Επταπυργίου για Αριστοφάνη, «Θεσμοφοριάζουσες». Πώς το παλεύεις ανάμεσα στα δύο, πού θα έλεγες ότι «βρίσκεσαι» λίγο πιο εύκολα;
Αγαπώ τις εναλλαγές καταστάσεων μιας που όλες τους, υπάγονται στον ίδιο πυρήνα. Αυτόν της δημιουργικής διαδικασίας. Το πέρασμα από την «Πόλη» στον Αριστοφάνη με οδηγεί στο να πραγματεύομαι τα ίδια θέματα από άλλη οπτική, χρησιμοποιώντας διαφορετικά αλφάβητα. Και ακριβώς επειδή χρέος των καλλιτεχνών είναι η αναζήτηση της αλήθειας, τέτοιου είδους αλλαγές ποτίζουν εκ νέου αυτή την αναζήτηση. Το να σκαλίζεις την αλήθεια σου φορώντας συνεχώς τα ίδια ρούχα θα ήταν μια κατάσταση επίπονη και μη αναγκαία. Η αλλαγή των ρούχων προσδίδει στο σκάλισμα μια υφή παιχνιδιού και ελαφρότητας, όπου σημασία δεν έχει πια η αξίνα, αλλά το χώμα.
Δε θέλουμε να βιαζόμαστε, θέλουμε να σκεπτόμαστε.
Θα καταλήξουμε κι οι δυο μας κατηγορηματικά.
Δε θέλουμε να λειτουργούμε απλώς, θέλουμε να Υπάρχουμε-με το ύψιλον κεφαλαίο!!! Μ’ ένα νεύμα συγκατάθεσης και κλείσιμο ματιού, θα πούμε γελώντας.
Θα τα διορθώσουμε άραγε ποτέ όλα αυτά που μας πληγώνουν στην «Πόλη»;
Θα μάθουμε να παλεύουμε για όσα λαχταράμε;
Ελπίζω!!!
«Η Πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα», του Παναγιώτη Γκιζώτη και των παιδιών, θα παίζεται για λίγο ακόμη, στο Artbox Fargani.

Πληροφορίες για την παράσταση
«Η πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα» του Παναγιώτη Γκιζώτη
Παράταση παραστάσεων στο Artbox Fargani – Νέες παραστάσεις: Δευτέρα 19 & Τρίτη 20 Μαΐου στις 21:00
Λόγω της θερμής ανταπόκρισης του κοινού της Θεσσαλονίκης, η πολιτική κωμωδία του Παναγιώτη Γκιζώτη, «Η πόλη ή πώς να κοιμηθείτε ήσυχα», παίρνει παράταση για δύο ακόμα παραστάσεις στο Artbox Fargani Theater, τη Δευτέρα 19 και την Τρίτη 20 Μαΐου στις 21:00!
«Μην θορυβήστε. Πάμε καλά. Πάμε πολύ καλά. Δεν έχετε κανέναν λόγο να θορυβείστε.»
Η μαύρη κωμωδία του Παναγιώτη Γκιζώτη είναι μια πρωτότυπη δραματουργία που συνομιλεί με το έργο του Γάλλου Φρεντερίκ Σόνταγκ, «Υπό Έλεγχο», το οποίο περιγράφει μια δυστοπική κοινωνία του μέλλοντος όπου όλοι και όλα παρακολουθούνται και ελέγχονται. Αντλώντας έμπνευση από τη σύγχρονη πόλη και αναδεικνύοντας στιγμές του καθημερινού της βίου, το έργο του Γκιζώτη εστιάζει στους πολίτες: πολίτες που ανησυχούν, εφησυχάζουν, επιτηρούν, ερωτεύονται και ακροβατούν ανάμεσα στην απόλυτη τρέλα και την πλήρη διαύγεια, ξεπροβάλλουν από τα στενά της πόλης επιχειρώντας να αρθρώσουν λόγο και να ακουστούν μέσα από τους αποπνικτικούς μηχανισμούς της.
Λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
Μια πόλη με τα όμορφα και καθαρά σοκάκια της, τις πολυσύχναστες λεωφόρους της, τα ζεστά διαμερίσματα με τους φιλήσυχους κατοίκους. Από την ταράτσα μιας πολυκατοικίας, όλα αυτά φαντάζουν τόσο απλά, τόσο μακρινά, τόσο ήσυχα. Όταν, όμως, ένας άνθρωπος παίρνει στα χέρια του μια κάμερα, το άλλοτε μακρινό έρχεται κοντά, οι καθημερινές δράσεις αποκτούν άλλη υπόσταση, η ιδιωτικότητα καταλύεται. Τι συμβαίνει σε μια πόλη όπου τα πάντα βλέπονται και ακούγονται;
Ο Παναγιώτης Γκιζώτης κάνει μια καλλιτεχνική βουτιά στον μικρόκοσμο και εξερευνά τη λεπτομερή αφήγησή του, ζωντανεύοντας τη μακέτα μιας πόλης και αξιοποιώντας τη διαδραστική φύση της κατασκευής. Συνδυάζοντας τη διεισδυτική ματιά της κάμερας και τη δημιουργία ηχοτοπίων, προσκαλεί το κοινό να βιώσει μια γιορτινή μέρα σε μια σύγχρονη πόλη, αναδεικνύοντας το αποστειρωμένο, αστικό τοπίο που, όσο η μέρα κυλά, ευτελίζεται και αποκαλύπτει τον πραγματικό, βρώμικο και καταπιεστικό του χαρακτήρα.
«Βέβαια, κάποιες φορές ίσως μου αρέσει που η ζωή μου είναι έτσι. Νιώθω μια ιδιόρρυθμη ελευθερία· είναι σαν να κλείνεις τα μάτια και να αφήνεσαι να πέσεις στο κενό.»
Ταυτότητα παράστασης
Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Γκιζώτης
Δραματουργία: Παναγιώτης Γκιζώτης, Μαρίνος Ευτυχίου
Μουσική: Δημήτρης Ροΐδης
Βίντεο – Φωτογραφίες: Γιάννης Παπαγεωργίου
Σκηνογραφία: Μαίρη Βασιλάκη
Κοστούμια: Στέβη Παχή
Φωτισμοί: Χρήστος Μπαλαγιάννης
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρίνος Ευτυχίου
Γραφιστικά – Social media: Άννα Σερμάκη
Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου
Παίζουν: Μαρία Καραγκιοζίδου, Δημήτρης Ροΐδης, Γιώργος Χιώτης
Εμφανίζονται στο βίντεο: Μανώλης Μαυροματάκης, Άρης Μπαλής, Γκαλ Ρομπίσα, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Αγγελίνα Τερσενίδου, Αγγελική Τόμπρου

Άλκηστις Σπυρέλλη